firme: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(CSV import) |
(CSV2 import) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[βάσιμος]], [[βέβαιος]], [[βαθύς]], [[βεβαιότροπος]], [[βριαρός]], [[διαστηρίζω]], [[δυσαντίρρητος]], [[δυσκίνητος]], [[δυσκινησία]], [[δυσπαθής]], [[δυσπερίτρεπτος]], [[ἀδιάπτωτος]], [[ἀδιάσειστος]], [[ἀδόνητος]], [[ἀκάρδιος]], [[ἀκίνητος]], [[ἀκαμπής]], [[ἀκατάβλητος]], [[ἀκηδής]], [[ἀκλινής]], [[ἀλανής]], [[ἀμετάκλιτος]], [[ἀμετάπειστος]], [[ἀμετάπτωτος]], [[ἀμετάτρεπτος]], [[ἀμεταμέλητος]], [[ἀμετανόητος]], [[ἀναπότρεπτος]], [[ἀνενδοίαστος]], [[ἀντίτυπος]], [[ἀντιβατικός]], [[ἀπαράπτωτος]], [[ἀπαρακόμιστος]], [[ἀπαρασάλευτος]], [[ἀπαραχώρητος]], [[ἀπερίκλαστος]], [[ἀπρόπτωτος]], [[ἀπτής]], [[ἀπτώς]], [[ἀρρεπής]], [[ἀσάλευτος]], [[ἀστεμφής]], [[ἀστυφέλικτος]], [[ἀσφαλής]], [[ἀτάρβακτος]], [[ἀταρβής]], [[ἀτρεκής]], [[ἀτρεμής]], [[ἀχώλευτος]], [[ἁδινός]], [[ἄκλονος]], [[ἄμοτον]], [[ἄπτωτος]], [[ἄρρεμβος]], [[ἄσειστος]], [[ἄτρεπτος]], [[ἄτρομος]], [[ἐμβριθής]], [[ἐμπεδοσθενής]], [[ἐμπεδόμυθος]], [[ἐνστηνής]], [[ἑδράστερος]], [[ἑδραῖος]], [[ἔμμονος]], [[ἔμπεδος]], [[ἔντονος]] | |sltx=[[βάσιμος]], [[βέβαιος]], [[βαθύς]], [[βεβαιότροπος]], [[βριαρός]], [[διαστηρίζω]], [[δυσαντίρρητος]], [[δυσκίνητος]], [[δυσκινησία]], [[δυσπαθής]], [[δυσπερίτρεπτος]], [[ἀδιάπτωτος]], [[ἀδιάσειστος]], [[ἀδόνητος]], [[ἀκάρδιος]], [[ἀκίνητος]], [[ἀκαμπής]], [[ἀκατάβλητος]], [[ἀκηδής]], [[ἀκλινής]], [[ἀλανής]], [[ἀμετάκλιτος]], [[ἀμετάπειστος]], [[ἀμετάπτωτος]], [[ἀμετάτρεπτος]], [[ἀμεταμέλητος]], [[ἀμετανόητος]], [[ἀναπότρεπτος]], [[ἀνενδοίαστος]], [[ἀντίτυπος]], [[ἀντιβατικός]], [[ἀπαράπτωτος]], [[ἀπαρακόμιστος]], [[ἀπαρασάλευτος]], [[ἀπαραχώρητος]], [[ἀπερίκλαστος]], [[ἀπρόπτωτος]], [[ἀπτής]], [[ἀπτώς]], [[ἀρρεπής]], [[ἀσάλευτος]], [[ἀστεμφής]], [[ἀστυφέλικτος]], [[ἀσφαλής]], [[ἀτάρβακτος]], [[ἀταρβής]], [[ἀτρεκής]], [[ἀτρεμής]], [[ἀχώλευτος]], [[ἁδινός]], [[ἄκλονος]], [[ἄμοτον]], [[ἄπτωτος]], [[ἄρρεμβος]], [[ἄσειστος]], [[ἄτρεπτος]], [[ἄτρομος]], [[ἐμβριθής]], [[ἐμπεδοσθενής]], [[ἐμπεδόμυθος]], [[ἐνστηνής]], [[ἑδράστερος]], [[ἑδραῖος]], [[ἔμμονος]], [[ἔμπεδος]], [[ἔντονος]] | ||
}} | |||
{{LaZh | |||
|lnztxt=firme. ''adv''. ''c''. ''s''. :: [[直然]]。[[無疑]]。[[無怕]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 19:20, 12 June 2024
Latin > English (Lewis & Short)
firmē: adv., v. firmus.
Latin > French (Gaffiot 2016)
firmē¹⁴ (firmus), solidement, fortement, fermement : Cic. Fin. 1, 71 || firmius Plin. 35, 165 ; -issime Cic. Att. 10, 14, 3.
Latin > German (Georges)
fīrmē, Adv. (firmus), fest, mit Festigkeit, I) eig.: insistere, Suet.: firmius durare, Plin.: firmissime statuere alqd, Vitr. – II) übtr., fest, bestimmt, praemandare alqm, recht kräftig, Plaut.: alqd comprehendere, Cic.: graviter et firme respondere, Plin. ep.: firmissime asseverare, steif u. fest, Cic.
Spanish > Greek
βάσιμος, βέβαιος, βαθύς, βεβαιότροπος, βριαρός, διαστηρίζω, δυσαντίρρητος, δυσκίνητος, δυσκινησία, δυσπαθής, δυσπερίτρεπτος, ἀδιάπτωτος, ἀδιάσειστος, ἀδόνητος, ἀκάρδιος, ἀκίνητος, ἀκαμπής, ἀκατάβλητος, ἀκηδής, ἀκλινής, ἀλανής, ἀμετάκλιτος, ἀμετάπειστος, ἀμετάπτωτος, ἀμετάτρεπτος, ἀμεταμέλητος, ἀμετανόητος, ἀναπότρεπτος, ἀνενδοίαστος, ἀντίτυπος, ἀντιβατικός, ἀπαράπτωτος, ἀπαρακόμιστος, ἀπαρασάλευτος, ἀπαραχώρητος, ἀπερίκλαστος, ἀπρόπτωτος, ἀπτής, ἀπτώς, ἀρρεπής, ἀσάλευτος, ἀστεμφής, ἀστυφέλικτος, ἀσφαλής, ἀτάρβακτος, ἀταρβής, ἀτρεκής, ἀτρεμής, ἀχώλευτος, ἁδινός, ἄκλονος, ἄμοτον, ἄπτωτος, ἄρρεμβος, ἄσειστος, ἄτρεπτος, ἄτρομος, ἐμβριθής, ἐμπεδοσθενής, ἐμπεδόμυθος, ἐνστηνής, ἑδράστερος, ἑδραῖος, ἔμμονος, ἔμπεδος, ἔντονος