τορεύω: Difference between revisions

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
 
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[τρυπῶ]], [[σκαλίζω]]). Ἀπό τό [[τόρος]], ὁ (=[[τρυπάνι]]) πού παράγεται ἀπό τό [[τείρω]]. Παράγωγα τοῦ [[τορεύω]]: [[τορεία]], [[τόρευμα]] (=ἀνάγλυφο), [[τορεύς]], [[τόρευσις]], [[τορευτής]], [[τορευτικός]], [[τορευτός]] (=[[σκαλιστός]]).
|mantxt=(=[[τρυπῶ]], [[σκαλίζω]]). Ἀπό τό [[τόρος]], ὁ (=[[τρυπάνι]]) πού παράγεται ἀπό τό [[τείρω]]. Παράγωγα τοῦ [[τορεύω]]: [[τορεία]], [[τόρευμα]] (=[[ἀνάγλυφο]]), [[τορεύς]], [[τόρευσις]], [[τορευτής]], [[τορευτικός]], [[τορευτός]] (=[[σκαλιστός]]).
}}
}}

Latest revision as of 12:22, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τορεύω Medium diacritics: τορεύω Low diacritics: τορεύω Capitals: ΤΟΡΕΥΩ
Transliteration A: toreúō Transliteration B: toreuō Transliteration C: toreyo Beta Code: toreu/w

English (LSJ)

(τόρος) prop.
A = τορέω, bore through: metaph., ᾠδὴν τορεύω sing a piercing strain, Ar.Th.986 (lyr., τορνεύειν cj. Bentley).
II work metal, whether in repoussé or chasing, c. acc. materiae, τ. σίδηρον Str.13.4.17; ἄργυρον Anacreont. 3,4: abs., Plu.Aem.37.
2 c. acc. objecti, represent in this manner, πόντον Anacreont.55.1; μάχην Paus. 1.28.2; παιδίον Id.5.17.4; ἐρέβινθον Plu.2.204f; Σάτυρον Pl.Epigr.28; ζῷα τετορευμένα Callix. 2 (-νευ- cod. A Ath., corr. Salm.); γράμμα τορευθέν AP7.274 (Honest.).
III metaph. of style, D.H.Th.24.—Freq. confounded with τορνεύω, cf. Callix. l.c. and v. supr. 1.

German (Pape)

[Seite 1130] eigtl. = τορέω, 1) durchbohren, durchstoßen, Eur. Cycl. 657; bei Ar. Th. 986, ᾠδὴν τόρευε, durchdringend ertönen lassen, laut und deutlich erklingen lassen, wo Einige haben τορνεύειν ändern wollen. – 2) gew. in Metall, Stein od. Holz Figuren erhaben arbeiten oder eingraben, erhabene, getriebene oder geschnitzte Arbeit verfertigen, schnitzen, graviren. Bei Sp. bes. vom Formen od. Gießen in Metall gebraucht; auch Arbeiten in Stein od. Metall mit dem Meißel überarbeiten, cisiliren; oft mit τορνεύω verwechselt; vgl. Lob. Phryn. 324 u. Mein. Men. p. 294.

French (Bailly abrégé)

travailler au ciseau ou au burin ; ciseler, graver en creux ou en relief, acc..
Étymologie: τορός.

Russian (Dvoretsky)

τορεύω:
1 изображать резьбой, гравировать (πόντον Anacr.): γράμμα τορευθέν Anth. вырезанная надпись;
2 обрабатывать чеканкой, покрывать резьбой (ἀργύριον Anacr.);
3 (v.l. к τορνεύω) громко и отчетливо петь (ᾠδήν Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

τορεύω: (τόρος) κυρίως = τορέω, διατρυπῶ, ἀνοίγω ὀπὴν διὰ μέσου τινός· μεταφορ., τόρευε πᾶσαν ᾠδήν, ᾆδε αὐτὴν διαπρυσίως, Ἀριστοφ. Θεσμ. 986, ἔνθα ὁ Bentl. προὔτεινε τὴν διόρθωσιν τορνεύειν. ΙΙ. ἐργάζομαι τὸ μέταλλον σφυρηλατῶν αὐτὸ εἰς στρογγύλας ἐξοχὰς (πρβλ. ἔκτυπον), δηλ. ἐργάζομαι ἔργον ἀνάγλυφον ἢ ἔκτυπον, ἢ κατ’ ἄλλους σκαλίζω διὰ τῆς γλυφίδος καὶ διακοιλαίνω, Λατ. caelare, μετ’ αἰτ. τῆς ὕλης, τ. σίδηρον Στράβ. 631· ἄργυρον, κύπελλον Ἀνακρεόντ. 3, κλπ. 2) μετ’ αἰτ. τοῦ ἀντικειμ., παριστάνω κατὰ τὸν τρόπον τοῦτον, πόντον αὐτόθι 59· μάχην Παυσ. 1. 28, 2· παιδίον ὁ αὐτ. 5. 17, 4· ἐρέβινθον Πλούτ. 2. 204Ε· Σάτυρον Ἀνθ. Πλαν. 248 γράμμα τορευθὲν Ἀνθ. Παλ. 7. 274· - ἴδε Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ΙΙΙ. μεταφορ. ἐπὶ ὕφους, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 24. - Συχνάκις συγχέεται πρὸς τὸ τορνεύω, ἴδε ἀνωτ. Ι. καὶ πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 324, Δινδ. εἰς Ἀθην. 199Β, Meineke εἰς Μενάνδρ. Ἄδηλα 434.

Greek Monolingual

ΝΑ
1. κατασκευάζω με σμίλευση, εγγλυφή η σφυρηλάτηση ανάγλυφα ή έκτυπα σχήματα, κυρίως σε μέταλλο και σπανιότερα σε άλλο υλικό (α. «εὐφυᾱ ἐν τῷ τορεύειν καὶ λεπτουργεῖν», Πλούτ.
β. «τορεύειν σίδηρον», Στράβ.)
2. λεπτουργώ, φιλοτεχνώ λεπτουργήματα
αρχ.
1. με εγχάραξη ή σφυρηλάτηση απεικονίζω κάτι (α. «τορεύειν πόντον», Ανακρ.
β. «τορεύειν μάχην», Παυσ.)
2. μτφ. (σχετικά με το ύφος του. λόγου) καθιστώ περίτεχνο, καλλωπίζω, στολίζω
3. φρ. «τορεύω ᾠδήν» — καθιστώ το τραγούδι ηχηρό, διαπεραστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας τερ- του τείρω «διατρυπώ», πιθ. αναλογικά προς το χαλκεύω. Ο τ. συγχέεται συχνά με το ρ. τορνεύω.

Greek Monotonic

τορεύω: μέλ. τορεύσω, (τόρος) δουλεύω πάνω σε ανάγλυφο, σε Στράβ.· με αιτ., παριστάνω κάτι κατ' αυτόν τον τρόπο, δηλ. ανάγλυφα, σε Ανθ.

Middle Liddell

τορεύω, fut. -σω τόρος
to work in relief, Strab.:—c. acc. to represent in this manner, Anth.

Mantoulidis Etymological

(=τρυπῶ, σκαλίζω). Ἀπό τό τόρος, ὁ (=τρυπάνι) πού παράγεται ἀπό τό τείρω. Παράγωγα τοῦ τορεύω: τορεία, τόρευμα (=ἀνάγλυφο), τορεύς, τόρευσις, τορευτής, τορευτικός, τορευτός (=σκαλιστός).