ῥοικός: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(23 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=roikos | |Transliteration C=roikos | ||
|Beta Code=r(oiko/s | |Beta Code=r(oiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ῥοική, ῥοικόν,<br><span class="bld">A</span> [[crooked]], [[κορύνα]], [[λαγωβόλον]], Theoc.7.18,4.49; <b class="b3">περὶ κνήμας ῥοικός</b> [[bow]]-legged, Archil.58.4 ([[varia lectio|v.l.]] [[ῥαιβός]], [[quod vide|q.v.]]); ῥ. μηροί Hp. ''Mochl.''22; <b class="b3">τὸ ῥ.</b> [[curvature]] of the leg, Arist.''SE''181b38.—Ion. word, acc. to ''EM''242.2 (cod. Leid., where [[ῥυκός]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0848.png Seite 848]] krumm, gebogen, gekrümmt, bes. mit einwärts gekrümmten Füßen; περὶ κνήμας, Archil. frg. 33; [[κορύνη]], Theocr. 7, 18; Hippocr. u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0848.png Seite 848]] krumm, gebogen, gekrümmt, bes. mit einwärts gekrümmten Füßen; περὶ κνήμας, Archil. frg. 33; [[κορύνη]], Theocr. 7, 18; Hippocr. u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ή, όν :<br />courbe, recourbé ; <i>particul.</i> cagneux.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ῥικνός]].<br /><span class="bld">2</span>ή, όν :<br /><b>1</b> [[mou]], [[débile]] ; <i>fig.</i> périssable, passager;<br /><b>2</b> [[qui a le flux de ventre]], [[la diarrhée]].<br />'''Étymologie:''' [[ῥόος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥοικός:''' [[искривленный]], [[кривой]] ([[κορύνη]] Theocr.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥοικός''': -ή, -όν, ὡς τὸ [[ῥαιβός]], [[καμπύλος]], [[κορύνη]] Θεόκρ. 7. 18, πρβλ. 4. 49· περὶ κνήμας [[ῥοικός]], ὁ ἔχων τὰς κνήμας κυρτὰς πρὸς τὰ ἔσω, Ἀρχίλ. 52 ([[διάφορος]] γραφὴ [[ῥαιβός]], ὃ ἴδε)· ῥ. μηροὶ Ἱππ. Μοχλ. 853· τὸ ῥοικόν, [[κυρτότης]] τοῦ σκέλους, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 31, 3. ― Ἰωνικὴ [[λέξις]] κατὰ Γρηγόρ. Κορίνθου 554. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥοικόν· σκολιόν, καμπύλον, σκαμβόν, ῥυσόν, ῥικνόν». | |lstext='''ῥοικός''': -ή, -όν, ὡς τὸ [[ῥαιβός]], [[καμπύλος]], [[κορύνη]] Θεόκρ. 7. 18, πρβλ. 4. 49· περὶ κνήμας [[ῥοικός]], ὁ ἔχων τὰς κνήμας κυρτὰς πρὸς τὰ ἔσω, Ἀρχίλ. 52 ([[διάφορος]] γραφὴ [[ῥαιβός]], ὃ ἴδε)· ῥ. μηροὶ Ἱππ. Μοχλ. 853· τὸ ῥοικόν, [[κυρτότης]] τοῦ σκέλους, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 31, 3. ― Ἰωνικὴ [[λέξις]] κατὰ Γρηγόρ. Κορίνθου 554. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥοικόν· σκολιόν, καμπύλον, σκαμβόν, ῥυσόν, ῥικνόν». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[στρεβλός]], κυρτωμένος (α. «μηροὶ ῥοικοί», Ιπποκρ.<br />β. «[[περί]] κνήμας [[ῥοικός]]», <b>Αρχίλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καμπύλος]] («ῥοικάν... κορύναν», θεόκρ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br />τὸ <i>ῥοικόν</i><br />η [[στρεβλότητα]] σκέλους, το να [[είναι]] παραμορφωμένο ένα [[σκέλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[ῥικνός]].<br /><b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[ῥοϊκός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ῥόος]] / <i>ῥοή</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ροή («ροϊκή [[ταχύτητα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ρευστός]], [[ασταθής]], [[ασθενικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από [[διάρροια]].<br /><b>(II)</b><br />-ή, -όν, Μ [[ῥόα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[ροδιά]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ῥοικός:''' -ή, -όν, [[κυρτός]], [[καμπουριαστός]], [[καμπύλος]], σε Θεόκρ. | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=See also: s. [[ῥικνός]]. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ῥοικός]], ή, όν<br />[[crooked]], Theocr. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''ῥοικός''': {rhoikós}<br />'''See also''': s. [[ῥικνός]].<br />'''Page''' 2,662 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
ῥοική, ῥοικόν,
A crooked, κορύνα, λαγωβόλον, Theoc.7.18,4.49; περὶ κνήμας ῥοικός bow-legged, Archil.58.4 (v.l. ῥαιβός, q.v.); ῥ. μηροί Hp. Mochl.22; τὸ ῥ. curvature of the leg, Arist.SE181b38.—Ion. word, acc. to EM242.2 (cod. Leid., where ῥυκός).
German (Pape)
[Seite 848] krumm, gebogen, gekrümmt, bes. mit einwärts gekrümmten Füßen; περὶ κνήμας, Archil. frg. 33; κορύνη, Theocr. 7, 18; Hippocr. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
1ή, όν :
courbe, recourbé ; particul. cagneux.
Étymologie: cf. ῥικνός.
2ή, όν :
1 mou, débile ; fig. périssable, passager;
2 qui a le flux de ventre, la diarrhée.
Étymologie: ῥόος.
Russian (Dvoretsky)
ῥοικός: искривленный, кривой (κορύνη Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥοικός: -ή, -όν, ὡς τὸ ῥαιβός, καμπύλος, κορύνη Θεόκρ. 7. 18, πρβλ. 4. 49· περὶ κνήμας ῥοικός, ὁ ἔχων τὰς κνήμας κυρτὰς πρὸς τὰ ἔσω, Ἀρχίλ. 52 (διάφορος γραφὴ ῥαιβός, ὃ ἴδε)· ῥ. μηροὶ Ἱππ. Μοχλ. 853· τὸ ῥοικόν, κυρτότης τοῦ σκέλους, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 31, 3. ― Ἰωνικὴ λέξις κατὰ Γρηγόρ. Κορίνθου 554. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥοικόν· σκολιόν, καμπύλον, σκαμβόν, ῥυσόν, ῥικνόν».
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. στρεβλός, κυρτωμένος (α. «μηροὶ ῥοικοί», Ιπποκρ.
β. «περί κνήμας ῥοικός», Αρχίλ.)
2. καμπύλος («ῥοικάν... κορύναν», θεόκρ.)
3. το ουδ. ως ουσ.
τὸ ῥοικόν
η στρεβλότητα σκέλους, το να είναι παραμορφωμένο ένα σκέλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ῥικνός.
(I)
-ή, -ό / ῥοϊκός, -ή, -όν, ΝΜΑ ῥόος / ῥοή]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ροή («ροϊκή ταχύτητα»)
αρχ.
1. ρευστός, ασταθής, ασθενικός
2. αυτός που πάσχει από διάρροια.
(II)
-ή, -όν, Μ ῥόα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ροδιά.
Greek Monotonic
ῥοικός: -ή, -όν, κυρτός, καμπουριαστός, καμπύλος, σε Θεόκρ.
Frisk Etymological English
See also: s. ῥικνός.
Middle Liddell
Frisk Etymology German
ῥοικός: {rhoikós}
See also: s. ῥικνός.
Page 2,662