κόλον: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kolon
|Transliteration C=kolon
|Beta Code=ko/lon
|Beta Code=ko/lon
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[τροφή]], as etym. of <b class="b3">κόλαξ, βουκόλος, δύσκολος</b> and <b class="b3">κοιλία</b>, <span class="bibl">Ath.6.262a</span>, copied by <span class="bibl">Eust.1817.53</span>, <span class="bibl">62</span> (who adds <b class="b3">ἄκολος</b>); applied to some form of preserved food in <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>5.535.39</span>, <span class="bibl">46</span> (iii B.C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">colon</b>, part of the large intestine, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>455</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>675b7</span>, <span class="bibl">Nic. <span class="title">Al.</span>23</span>, <span class="bibl">Poll.2.209</span>. κολόροβ-ον and κολόκυντ-ος, v. [[κολλόροβον]] IV.</span>
|Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> = [[τροφή]], as etym. of [[κόλαξ]], [[βουκόλος]], [[δύσκολος]] and [[κοιλία]], Ath.6.262a, copied by Eust.1817.53, 62 (who adds [[ἄκολος]]); applied to some form of preserved food in ''PSI''5.535.39, 46 (iii B.C.).<br><span class="bld">II</span> [[colon]], part of the [[large]] [[intestine]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''455, [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''675b7, Nic. ''Al.''23, Poll.2.209. [[κολόροβον]] and [[κολόκυντος]], v. [[κολλόροβον]] IV.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1474.png Seite 1474]] τό, 1) = [[κῶλον]]; Ar. Equ. 458; Nic. Al. 23. – 2) Essen, Speise, zur Abltg von [[βουκόλος]], [[κόλαξ]] angenommen, Ath. VI, 262 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1474.png Seite 1474]] τό, 1) = [[κῶλον]]; Ar. Equ. 458; Nic. Al. 23. – 2) Essen, Speise, zur Abltg von [[βουκόλος]], [[κόλαξ]] angenommen, Ath. VI, 262 a.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />[[gros boyau]], [[côlon]].<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée -- Babiniotis pê apparenté à [[κυλλός]].
}}
{{elnl
|elnltext=κόλον -ου, τό [[dikke darm]].
}}
{{elru
|elrutext='''κόλον:''' τό анат. [[толстая кишка]] Arph., Arst.
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[κόλον]] και σπαν. [[κῶλον]])<br />το [[τμήμα]] του παχέος εντέρου από το τυφλό [[μέχρι]] την [[αρχή]] του απευθυσμένου<br /><b>αρχ.</b><br />[[τροφή]], [[φαγητό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά μια [[άποψη]], συνδέεται με τη λ. [[κυλλός]] «[[καμπύλος]], [[κυρτός]]». Ο τ. [[κῶλον]] [[είναι]] μεταπλασμένος και προήλθε πιθ. κατ' [[επίδραση]] της λ. [[κῶλον]], με σημ. «[[μέλος]]», και του λατ. τ. <i>culus</i> «[[πρωκτός]]». Τη λ. [[κόλον]] δανείστηκε η Λατινική με τις μορφές <i>colum</i> και <i>colon</i> και από [[εκεί]] η λ. κατέστη [[διεθνής]] [[επιστημονικός]] όρος].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κόλον:''' τό, ε ντερικό [[τμήμα]] ή το χαμηλότερο [[τμήμα]] του παχέος εντέρου που εκτείνεται από το τυφλό ως το [[απευθυσμένο]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κόλον''': τό, [[τροφή]], [[φαγητόν]], φορβὴ ([[ὅθεν]] ὁ Εὐστ. παράγει τὰ [[ἄκολος]], [[κόλαξ]]), Ἀθήν. 262Α. ΙΙ. [[μέρος]] τοῦ παχέος ἐντέρου ἐκτεινόμενον ἀπὸ τοῦ τυφλοῦ [[μέχρι]] τοῦ ἀπευθυσμένου, ([[ὅπερ]] ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. φέρεται [[κῶλον]], προφανῶς κατὰ λάθος, ὡς τὸ [[μέτρον]] δεικνύει ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 455, Νικ. Ἀλεξιφ. 23), Ἀριστ. π. Ζ. Μ. 3, 14, [[Πολυδ]]. Β΄, 193, 209.
|lstext='''κόλον''': τό, [[τροφή]], [[φαγητόν]], φορβὴ ([[ὅθεν]] ὁ Εὐστ. παράγει τὰ [[ἄκολος]], [[κόλαξ]]), Ἀθήν. 262Α. ΙΙ. [[μέρος]] τοῦ παχέος ἐντέρου ἐκτεινόμενον ἀπὸ τοῦ τυφλοῦ [[μέχρι]] τοῦ ἀπευθυσμένου, ([[ὅπερ]] ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. φέρεται [[κῶλον]], προφανῶς κατὰ λάθος, ὡς τὸ [[μέτρον]] δεικνύει ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 455, Νικ. Ἀλεξιφ. 23), Ἀριστ. π. Ζ. Μ. 3, 14, Πολυδ. Β΄, 193, 209.
}}
}}
{{bailly
{{etym
|btext=ου (τό) :<br />gros boyau, côlon.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée -- Babiniotis pê apparenté à [[κυλλός]].
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: [[large intestine]], [[ileum]] (Ar. Eq. 455, Arist., Nic., Poll.); name of food preserved in a pot (PSI 5, 535, 39; 46, IIIa), after Ath. 6, 262a = <b class="b3">ἡ τροφή</b>.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: No convincing explanation. Bq points with hesitation to [[κυλλός]] [[curbed]], <b class="b3">κελλόν στρεβλόν</b> H. Others (Hoffmann BB 15, 47, Wood ClassPhil. 21, 341ff., Lidén KZ 61, 23) connect [[καλίδια]] [[ἔντερα]]. [[Κύπριοι]] H. (s. v.). Late Greek had the form [[κῶλον]], through influence of [[κῶλον]] [[member]]. Fur. 131 connects [[χοάς]] [[intestines]], further [[χόλικες]], <b class="b3">γόλα ἔντερα</b>. [[Μακεδόνες]] ([[γόδα]] codd.), <b class="b3">γάλλια ἔντερα</b>, [[γάλλος]] = [[χόλιξ]]; none really convincing.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κόλον]], ου, τό,<br />the [[colon]] or [[lower]] [[intestine]], Ar. [from [[κόλος]]
}}
{{FriskDe
|ftr='''κόλον''': {kólon}<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': [[Dickdarm]], [[Grimmdarm]] (Ar. ''Eq''. 455, Arist., Nik., Poll.); Ben. einer in Töpfen verwahrten Speise (''PSI'' 5, 535, 39; 46, III<sup>a</sup>), nach Ath. 6, 262a = ἡ [[τροφή]].<br />'''Etymology''': Ohne überzeugende Erklärung. Bq denkt zögernd an [[κυλλός]] [[krumm]], [[κελλόν]]· στρεβλόν H. Nach anderen (Hoffmann BB 15, 47, Wood ClassPhil. 21, 341ff., Lidén KZ 61, 23) gehört dazu [[καλίδια]]· ἔντερα. Κύπριοι H. (s. d.).<br />'''Page''' 1,902
}}
{{mantoulidis
|mantxt=τό (=[[φαγητό]], τό [[κάτω]] [[μέρος]] τοῦ παχέος ἐντέρου). Ἀμφίβολη ἡ [[ἐτυμολογία]].
}}
{{trml
|trtx====[[colon]]===
Arabic: قُولُون‎; Egyptian Arabic: قولون‎; Asturian: colon; Bashkir: туҡ эсәк, йыуан эсәк; Bulgarian: колон; Catalan: còlon; Chinese Cantonese: 結腸, 结肠; Mandarin: 結腸, 结肠; Czech: tračník; Danish: tyktarm; Dutch: [[karteldarm]]; Esperanto: kojlo; Finnish: lynkkysuoli; French: [[côlon]]; Galician: colon; German: [[Kolon]], [[Grimmdarm]]; Greek: [[κόλον]]; Hungarian: vastagbél; Irish: drólann; Japanese: 大腸; Korean: 큰창자, 대장(大腸), 굵은밸; Lithuanian: gaubtinė žarna; Macedonian: дебело црево; Maltese: kolon; Maori: kōpiro nui; Marathi: मोठे आतडे, बृहदांत्र; Navajo: achʼíídííl; Norwegian: endetarm; Occitan: colon; Persian: کولون‎; Polish: okrężnica; Portuguese: [[cólon]]; Russian: [[ободочная кишка]], [[толстая кишка]]; Scottish Gaelic: caolan mòr; Slovak: hrubé črevo; Slovene: debelo črevo, danka; Spanish: [[colon]]; Swedish: tjocktarm, grovtarm; Turkish: kolon; Volapük: krasum; Welsh: colon
}}
}}

Latest revision as of 10:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόλον Medium diacritics: κόλον Low diacritics: κόλον Capitals: ΚΟΛΟΝ
Transliteration A: kólon Transliteration B: kolon Transliteration C: kolon Beta Code: ko/lon

English (LSJ)

τό,
A = ἡ τροφή, as etym. of κόλαξ, βουκόλος, δύσκολος and κοιλία, Ath.6.262a, copied by Eust.1817.53, 62 (who adds ἄκολος); applied to some form of preserved food in PSI5.535.39, 46 (iii B.C.).
II colon, part of the large intestine, Ar.Eq.455, Arist.PA675b7, Nic. Al.23, Poll.2.209. κολόροβον and κολόκυντος, v. κολλόροβον IV.

German (Pape)

[Seite 1474] τό, 1) = κῶλον; Ar. Equ. 458; Nic. Al. 23. – 2) Essen, Speise, zur Abltg von βουκόλος, κόλαξ angenommen, Ath. VI, 262 a.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
gros boyau, côlon.
Étymologie: DELG étym. ignorée -- Babiniotis pê apparenté à κυλλός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόλον -ου, τό dikke darm.

Russian (Dvoretsky)

κόλον: τό анат. толстая кишка Arph., Arst.

Greek Monolingual

το (AM κόλον και σπαν. κῶλον)
το τμήμα του παχέος εντέρου από το τυφλό μέχρι την αρχή του απευθυσμένου
αρχ.
τροφή, φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μια άποψη, συνδέεται με τη λ. κυλλός «καμπύλος, κυρτός». Ο τ. κῶλον είναι μεταπλασμένος και προήλθε πιθ. κατ' επίδραση της λ. κῶλον, με σημ. «μέλος», και του λατ. τ. culus «πρωκτός». Τη λ. κόλον δανείστηκε η Λατινική με τις μορφές colum και colon και από εκεί η λ. κατέστη διεθνής επιστημονικός όρος].

Greek Monotonic

κόλον: τό, ε ντερικό τμήμα ή το χαμηλότερο τμήμα του παχέος εντέρου που εκτείνεται από το τυφλό ως το απευθυσμένο, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κόλον: τό, τροφή, φαγητόν, φορβὴ (ὅθεν ὁ Εὐστ. παράγει τὰ ἄκολος, κόλαξ), Ἀθήν. 262Α. ΙΙ. μέρος τοῦ παχέος ἐντέρου ἐκτεινόμενον ἀπὸ τοῦ τυφλοῦ μέχρι τοῦ ἀπευθυσμένου, (ὅπερ ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. φέρεται κῶλον, προφανῶς κατὰ λάθος, ὡς τὸ μέτρον δεικνύει ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 455, Νικ. Ἀλεξιφ. 23), Ἀριστ. π. Ζ. Μ. 3, 14, Πολυδ. Β΄, 193, 209.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: large intestine, ileum (Ar. Eq. 455, Arist., Nic., Poll.); name of food preserved in a pot (PSI 5, 535, 39; 46, IIIa), after Ath. 6, 262a = ἡ τροφή.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No convincing explanation. Bq points with hesitation to κυλλός curbed, κελλόν στρεβλόν H. Others (Hoffmann BB 15, 47, Wood ClassPhil. 21, 341ff., Lidén KZ 61, 23) connect καλίδια ἔντερα. Κύπριοι H. (s. v.). Late Greek had the form κῶλον, through influence of κῶλον member. Fur. 131 connects χοάς intestines, further χόλικες, γόλα ἔντερα. Μακεδόνες (γόδα codd.), γάλλια ἔντερα, γάλλος = χόλιξ; none really convincing.

Middle Liddell

κόλον, ου, τό,
the colon or lower intestine, Ar. [from κόλος

Frisk Etymology German

κόλον: {kólon}
Grammar: n.
Meaning: Dickdarm, Grimmdarm (Ar. Eq. 455, Arist., Nik., Poll.); Ben. einer in Töpfen verwahrten Speise (PSI 5, 535, 39; 46, IIIa), nach Ath. 6, 262a = ἡ τροφή.
Etymology: Ohne überzeugende Erklärung. Bq denkt zögernd an κυλλός krumm, κελλόν· στρεβλόν H. Nach anderen (Hoffmann BB 15, 47, Wood ClassPhil. 21, 341ff., Lidén KZ 61, 23) gehört dazu καλίδια· ἔντερα. Κύπριοι H. (s. d.).
Page 1,902

Mantoulidis Etymological

τό (=φαγητό, τό κάτω μέρος τοῦ παχέος ἐντέρου). Ἀμφίβολη ἡ ἐτυμολογία.

Translations

colon

Arabic: قُولُون‎; Egyptian Arabic: قولون‎; Asturian: colon; Bashkir: туҡ эсәк, йыуан эсәк; Bulgarian: колон; Catalan: còlon; Chinese Cantonese: 結腸, 结肠; Mandarin: 結腸, 结肠; Czech: tračník; Danish: tyktarm; Dutch: karteldarm; Esperanto: kojlo; Finnish: lynkkysuoli; French: côlon; Galician: colon; German: Kolon, Grimmdarm; Greek: κόλον; Hungarian: vastagbél; Irish: drólann; Japanese: 大腸; Korean: 큰창자, 대장(大腸), 굵은밸; Lithuanian: gaubtinė žarna; Macedonian: дебело црево; Maltese: kolon; Maori: kōpiro nui; Marathi: मोठे आतडे, बृहदांत्र; Navajo: achʼíídííl; Norwegian: endetarm; Occitan: colon; Persian: کولون‎; Polish: okrężnica; Portuguese: cólon; Russian: ободочная кишка, толстая кишка; Scottish Gaelic: caolan mòr; Slovak: hrubé črevo; Slovene: debelo črevo, danka; Spanish: colon; Swedish: tjocktarm, grovtarm; Turkish: kolon; Volapük: krasum; Welsh: colon