firme: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
(D_4)
(CSV2 import)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{Gaffiot
{{Gaffiot
|gf=<b>firmē</b>¹⁴ ([[firmus]]), solidement, fortement, fermement : Cic. Fin. 1, 71 || firmius Plin. 35, 165 ; -issime Cic. Att. 10, 14, 3.
|gf=<b>firmē</b>¹⁴ ([[firmus]]), solidement, fortement, fermement : Cic. Fin. 1, 71 &#124;&#124; firmius Plin. 35, 165 ; -issime Cic. Att. 10, 14, 3.||firmius Plin. 35, 165 ; -issime Cic. Att. 10, 14, 3.
}}
{{Georges
|georg=fīrmē, Adv. ([[firmus]]), [[fest]], [[mit]] [[Festigkeit]], I) eig.: insistere, Suet.: firmius durare, Plin.: firmissime statuere alqd, Vitr. – II) übtr., [[fest]], [[bestimmt]], praemandare alqm, [[recht]] [[kräftig]], Plaut.: alqd comprehendere, Cic.: [[graviter]] et [[firme]] respondere, Plin. ep.: firmissime asseverare, [[steif]] u. [[fest]], Cic.
}}
{{esel
|sltx=[[βάσιμος]], [[βέβαιος]], [[βαθύς]], [[βεβαιότροπος]], [[βριαρός]], [[διαστηρίζω]], [[δυσαντίρρητος]], [[δυσκίνητος]], [[δυσκινησία]], [[δυσπαθής]], [[δυσπερίτρεπτος]], [[ἀδιάπτωτος]], [[ἀδιάσειστος]], [[ἀδόνητος]], [[ἀκάρδιος]], [[ἀκίνητος]], [[ἀκαμπής]], [[ἀκατάβλητος]], [[ἀκηδής]], [[ἀκλινής]], [[ἀλανής]], [[ἀμετάκλιτος]], [[ἀμετάπειστος]], [[ἀμετάπτωτος]], [[ἀμετάτρεπτος]], [[ἀμεταμέλητος]], [[ἀμετανόητος]], [[ἀναπότρεπτος]], [[ἀνενδοίαστος]], [[ἀντίτυπος]], [[ἀντιβατικός]], [[ἀπαράπτωτος]], [[ἀπαρακόμιστος]], [[ἀπαρασάλευτος]], [[ἀπαραχώρητος]], [[ἀπερίκλαστος]], [[ἀπρόπτωτος]], [[ἀπτής]], [[ἀπτώς]], [[ἀρρεπής]], [[ἀσάλευτος]], [[ἀστεμφής]], [[ἀστυφέλικτος]], [[ἀσφαλής]], [[ἀτάρβακτος]], [[ἀταρβής]], [[ἀτρεκής]], [[ἀτρεμής]], [[ἀχώλευτος]], [[ἁδινός]], [[ἄκλονος]], [[ἄμοτον]], [[ἄπτωτος]], [[ἄρρεμβος]], [[ἄσειστος]], [[ἄτρεπτος]], [[ἄτρομος]], [[ἐμβριθής]], [[ἐμπεδοσθενής]], [[ἐμπεδόμυθος]], [[ἐνστηνής]], [[ἑδράστερος]], [[ἑδραῖος]], [[ἔμμονος]], [[ἔμπεδος]], [[ἔντονος]]
}}
{{LaZh
|lnztxt=firme. ''adv''. ''c''. ''s''. :: [[直然]]。[[無疑]]。[[無怕]]
}}
}}

Latest revision as of 19:20, 12 June 2024

Latin > English (Lewis & Short)

firmē: adv., v. firmus.

Latin > French (Gaffiot 2016)

firmē¹⁴ (firmus), solidement, fortement, fermement : Cic. Fin. 1, 71 || firmius Plin. 35, 165 ; -issime Cic. Att. 10, 14, 3.

Latin > German (Georges)

fīrmē, Adv. (firmus), fest, mit Festigkeit, I) eig.: insistere, Suet.: firmius durare, Plin.: firmissime statuere alqd, Vitr. – II) übtr., fest, bestimmt, praemandare alqm, recht kräftig, Plaut.: alqd comprehendere, Cic.: graviter et firme respondere, Plin. ep.: firmissime asseverare, steif u. fest, Cic.

Spanish > Greek

βάσιμος, βέβαιος, βαθύς, βεβαιότροπος, βριαρός, διαστηρίζω, δυσαντίρρητος, δυσκίνητος, δυσκινησία, δυσπαθής, δυσπερίτρεπτος, ἀδιάπτωτος, ἀδιάσειστος, ἀδόνητος, ἀκάρδιος, ἀκίνητος, ἀκαμπής, ἀκατάβλητος, ἀκηδής, ἀκλινής, ἀλανής, ἀμετάκλιτος, ἀμετάπειστος, ἀμετάπτωτος, ἀμετάτρεπτος, ἀμεταμέλητος, ἀμετανόητος, ἀναπότρεπτος, ἀνενδοίαστος, ἀντίτυπος, ἀντιβατικός, ἀπαράπτωτος, ἀπαρακόμιστος, ἀπαρασάλευτος, ἀπαραχώρητος, ἀπερίκλαστος, ἀπρόπτωτος, ἀπτής, ἀπτώς, ἀρρεπής, ἀσάλευτος, ἀστεμφής, ἀστυφέλικτος, ἀσφαλής, ἀτάρβακτος, ἀταρβής, ἀτρεκής, ἀτρεμής, ἀχώλευτος, ἁδινός, ἄκλονος, ἄμοτον, ἄπτωτος, ἄρρεμβος, ἄσειστος, ἄτρεπτος, ἄτρομος, ἐμβριθής, ἐμπεδοσθενής, ἐμπεδόμυθος, ἐνστηνής, ἑδράστερος, ἑδραῖος, ἔμμονος, ἔμπεδος, ἔντονος