destruir: Difference between revisions
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
(1) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ | |sltx=[[ἀθετέω]], [[αἴρω]], [[ἀλαπάζω]], [[ἀμαθύνω]], [[ἀμαυρόω]], [[ἀναβοθρεύω]], [[ἀναλίσκω]], [[ἀναστατόω]], [[ἀνατρέπω]], [[ἀναχράομαι]], [[ἀνοικίζω]], [[ἀντανάητω]], [[ἀνταναιρέω]], [[ἀνταπόλλυμι]], [[ἀνύω]], [[ἀπαλοάω]], [[ἀπαναλίσκω]], [[ἀπογεννάω]], [[ἀποθεμελιόω]], [[ἀποθερίζω]], [[ἀποκατασπάω]], [[ἀποκείρω]], [[ἀποκρούω]], [[ἀπόλλυμι]], [[ἀπόλλω]], [[ἀπονεκρόω]], [[ἀποποιέω]], [[ἀποτινάσσω]], [[ἀποτυμπανίζω]], [[ἀποφθείρω]], [[ἀποφθίνω]], [[ἀφανίζω]], [[δαΐζω]], [[δαπανάω]], [[δηλέομαι]], [[δῃόω]], [[διακνημόομαι]], [[διαλωβάομαι]], [[διαμαθύνω]], [[διαπολλύω]], [[διαπορθέω]], [[διαπράσσω]], [[διαρπάζω]], [[διαρραίω]], [[διασήπω]], [[διασκεδάζω]], [[διασκίδνημι]], [[διασκορπίζω]], [[διαφθείρω]], [[διαφθορέω]], [[διεργάζομαι]], [[διόλλυμι]], [[ἐκθερίζω]], [[ἐκκνημόω]], [[ἐκκόπτω]], [[ἐκπέρθω]], [[ἐκπετάννυμι]], [[ἐκπορθέω]], [[ἐκριζόω]], [[ἐκτραχηλιάζω]], [[ἐκτυφλόω]], [[ἑλκύω]], [[ἐναίρω]], [[ἐξαϊστόω]], [[ἐξαλαόω]], [[ἐξαλαπάζω]], [[ἐξαλείφω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:39, 14 May 2022
Spanish > Greek
ἀθετέω, αἴρω, ἀλαπάζω, ἀμαθύνω, ἀμαυρόω, ἀναβοθρεύω, ἀναλίσκω, ἀναστατόω, ἀνατρέπω, ἀναχράομαι, ἀνοικίζω, ἀντανάητω, ἀνταναιρέω, ἀνταπόλλυμι, ἀνύω, ἀπαλοάω, ἀπαναλίσκω, ἀπογεννάω, ἀποθεμελιόω, ἀποθερίζω, ἀποκατασπάω, ἀποκείρω, ἀποκρούω, ἀπόλλυμι, ἀπόλλω, ἀπονεκρόω, ἀποποιέω, ἀποτινάσσω, ἀποτυμπανίζω, ἀποφθείρω, ἀποφθίνω, ἀφανίζω, δαΐζω, δαπανάω, δηλέομαι, δῃόω, διακνημόομαι, διαλωβάομαι, διαμαθύνω, διαπολλύω, διαπορθέω, διαπράσσω, διαρπάζω, διαρραίω, διασήπω, διασκεδάζω, διασκίδνημι, διασκορπίζω, διαφθείρω, διαφθορέω, διεργάζομαι, διόλλυμι, ἐκθερίζω, ἐκκνημόω, ἐκκόπτω, ἐκπέρθω, ἐκπετάννυμι, ἐκπορθέω, ἐκριζόω, ἐκτραχηλιάζω, ἐκτυφλόω, ἑλκύω, ἐναίρω, ἐξαϊστόω, ἐξαλαόω, ἐξαλαπάζω, ἐξαλείφω