δύσφορος: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
(10) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δύσφορος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> [[οχληρός]], [[ενοχλητικός]]<br /><b>2.</b> [[βραδυκίνητος]] («δύσφορα τὰ σώματα ἀπεργάζοιντο», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τροφή]]) [[δύσπεπτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει κακή [[σοδειά]], [[άγονος]] («[[δύσφορος]] [[χώρα]]»)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ δύσφορα</i><br />[[κακά]], θλίψεις<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δύσφορον</i><br />[[ανηφορικός]], [[δύσκολος]] [[δρόμος]] («τὴν ὄρθωσιν, τὸ δύσφορον ν' ἀνάβω τῆς ὀδύνης»). | |mltxt=[[δύσφορος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> [[οχληρός]], [[ενοχλητικός]]<br /><b>2.</b> [[βραδυκίνητος]] («δύσφορα τὰ σώματα ἀπεργάζοιντο», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τροφή]]) [[δύσπεπτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει κακή [[σοδειά]], [[άγονος]] («[[δύσφορος]] [[χώρα]]»)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ δύσφορα</i><br />[[κακά]], θλίψεις<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δύσφορον</i><br />[[ανηφορικός]], [[δύσκολος]] [[δρόμος]] («τὴν ὄρθωσιν, τὸ δύσφορον ν' ἀνάβω τῆς ὀδύνης»). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δύσφορος:''' -ον ([[φέρω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που δύσκολα υποφέρεται, [[ανυπόφορος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[κυρίως]] για δεινοπαθήματα, [[βαρύς]], [[λυπηρός]], [[θλιβερός]], σε Τραγ.· <i>δύσφοροι γνῶμαι</i>, ψεύτικες, απατηλές φαντασιώσεις, οπτασίες, σε Σοφ.· <i>τὰ δύσφορα [[κακά]]</i>, θλίψεις, λύπες, [[δεινά]], στον ίδ.· <i>δύσφορόν</i> (<i>ἐστι</i>), σε Ξεν.· επίρρ. [[δυσφόρως]] ἔχειν, δυσβάσταχτα, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για [[τροφή]], [[βαρύς]], [[ενοχλητικός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> (από την Παθ.) αυτός που κινείται με [[δυσκολία]], ο [[βραδυκίνητος]], [[δυσκίνητος]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to bear, heavy, θώρακες X.Mem.3.10.13. 2 mostly of sufferings, hard to bear, grievous, θάμβος, μέριμνα, Pi.N.1.55, Fr. 248; ἄτα, βίος, A.Eu.372 (lyr., codd.), Ag.859, etc.; δ. γνῶμαι false, blinding fancies, S.Aj.51; τὰ δ. our troubles, sorrows, Id.OT87, cf. El.144 (lyr.); δύσφορόν [ἐστι] X.Cyr.1.6.17. Adv. δυσφόρως, διάγειν τὴν νύκτα Hp.Epid.5.95; δ. φέρειν Id.Aph.1.18 (Sup.), Hdn.1.8.4; δ. ἔχειν S.OT770; impatiently, τοὔνειδος ἦγον ib.783. 3 of food, oppressive, X.Cyr.1.6.17. 4 bearing bad crops, χώρα Men.Rh. p.345 S. II (from Pass.) moving with difficulty, slow of motion, σώματα Pl.Ti.74e; ἵππος X.Eq.1.12 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 690] schwer zu tragen; ἀσπίδες Xen. Mem. 3, 10, 13; übertr., lästig, unerträglich; θάμβος, μέριμναι, Pind. N. 1, 55 frg. 124; γόος, ἄτα, βίος, Aesch. Spt. 639 Eum. 350 Ag. 833; vgl. Soph. Ai. 628 u. öfter; δύσφορον γάρ, es ist lästig, Xen. Cyr. 1, 6, 17. – Aber σώματα, schwerfällig, Plat. Tim. 74 e; vgl. Xen. de re equ. 1, 12; Poll. 1, 198, von Pferden, die einen schleppenden Gang haben; s. φορά. – Bei Soph. Ai. 51 γνῶμαι, verwirrt, Schol. παράφοροι. – Adv., δυσφόρως, ἔχειν Soph. O. R. 770; ἄγειν τι, übel ertragen, 783; φέρειν Hdn. 6, 6, 1, = ἀγανακτέω.
Greek (Liddell-Scott)
δύσφορος: -ον, δυσυπόφερτος, βαρύς, θώρακες Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 13. 2) συνήθ. ἐπὶ παθημάτων, δυσκολοϋπόφερτος, θλιβερός, λυπηρός, θάμβος, μέριμνα Πίνδ. Ν. 1. 85, Ἀποσπ. 124· ἄτη, βίος κτλ., Τραγ.· δύσφοροι γνῶμαι, ψευδεῖς, ἀποτυφλοῦσαι φαντασίαι, Σοφ. Αἴ. 51 (πρβλ. παράφορος)· τὰ δύσφορα, αἱ θλίψεις, αἱ λῦπαι, τὰ κακὰ, Σοφ. Ο. Τ. 87, πρβλ. Ἠλ. 144· ― δύσφορόν [ἐστι] Ξεν. Κύτρ. 1. 6, 17· ― Ἐπίρρ. δυσφόρως φέρειν Ἱππ. Ἀφ. 1244· δ. ἄγειν, ἔχειν Σοφ. Ο.Τ. 770, 783. 3) ἐπὶ τροφῆς, βαρύς, ὀχληρός, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 17, πρβλ. Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) μετὰ δυσκολίας κινούμενος, βραδυκίνητος, σώματα Πλάτ. Τιμ. 74Ε· ἵππος Ξεν. Ἱππ. 1, 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. difficile à porter, lourd, pesant;
II. difficile à supporter ; fig.
1 intolérable;
2 funeste ; τὰ δύσφορα SOPH les maux;
III. qui se porte à faux, égaré.
Étymologie: δυσ-, φέρω.
English (Slater)
δύσφορος, -ον
1 grievous, painful ἔστα δὲ θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς (N. 1.55) δυσφόρων μεριμνᾶν fr. 248.
Spanish (DGE)
-ον
I sent. pas.
1 difícil de llevar encima οἱ ... ἀνάρμοστοι (θώρακες) X.Mem.3.10.13
•neutr. subst. τὰ δύσφορα cargas difíciles de transportar Plu.2.967f.
2 incómodo, molesto, pesado πειρῶμαι μηδέποτε ὑπερπίμπλασθαι· δύσφορον γὰρ X.Cyr.1.6.17, ἵππος X.Eq.1.12, ἡ νύξ Hp.Aph.2.13, Epid.6.2.10, φρῖκαι Hp.Coac.8, τῆς πτερώσεως τὸ κοῦφον ... μὴ χαλεπὸν εἶναι μηδὲ δύσφορον διὰ τὸ μῆκος D.Chr.12.3
•de enfermos que se siente molesto, inquieto τῇ ἐπιούσῃ νυκτὶ δ., ἄγρυπνος la noche siguiente estuvo inquieto, insomne Hp.Epid.5.95, cf. 7.121, Coac.46, 69, neutr. sup. como adv. φθινοπώρου σιτία δυσφορώτατα φέρουσι en otoño soportan peor la comida (los enfermos), Hp.Aph.1.18, τετάρτῃ δυσφορώτατα al cuarto día con muchísimas molestias Hp.Epid.1.26.8.
3 difícil de soportar sent. moral θάμβος op. τερπνός Pi.N.1.55, μέριμναι Pi.Fr.248, cf. E.Alc.617, γόος A.Th.657, ἄτα A.Eu.376, S.Ai.644, βίος A.A.859, ὕβρις A.Supp.818, βλοσυρόφρονα ... δύσφορα ναῒ κἀν γᾷ feroces intenciones insoportables en nave y en tierra A.Supp.834, κακά E.Hec.1085, λόγοι E.Andr.288 (var.), ἀγριότης X.Mem.2.2.7
•neutr. plu. subst. τὰ δύσφορα las desgracias S.OT 87, τί μοι τῶν δυσφόρων ἐφίῃ; ¿por qué te me aferras a las desgracias? S.El.144.
4 difícil de llevar a cabo βούλευμα Plu.Brut.13.
II sent. act.
1 que induce a engaño, engañoso δυσφόρους ἐπ' ὄμμασι γνώμας βαλοῦσα infundiendo en sus ojos impresiones engañosas Atenea en Ayante, S.Ai.51.
2 que produce con dificultad, e.e. que da malas cosechas (χώρα) Men.Rh.345
•ref. al sonido que lo produce defectuosamente σύμφυσις (τοῦ κέρατος) la conformación (del cuerno) utilizado como intrumento musical, Arist.Aud.802a26.
III adv. -ως
1 con molestias, mal δ. διάγειν encontrarse mal Hp.Epid.1.3, ἑβδόμῃ δ. al séptimo día con molestias Hp.Epid.3.1.2, νύκτα δ. Hp.Epid.3.1.4, ᾗ τὰ εἰλεώδεα δ. ὥρμησεν a la que acometieron síntomas de íleo de manera difícil de soportar Hp.Epid.3.1.9.
2 sent. moral con aflicción, con disgusto τὰ γ' ἐν σοὶ δ. ἔχοντα las preocupaciones que te afligen S.OT 770, οἱ δὲ δ. τοὔνειδος ἦγον S.OT 783, κἀγὼ δ. ἔχω Vit.Aesop.G 140, cf. LXX 3Ma.3.8, δ. τοῦτο φέρουσα ἡ Λουκίλλα Hdn.1.8.4, cf. LXX 2Ma.14.28.
Greek Monolingual
δύσφορος, -ον (AM)
1. οχληρός, ενοχλητικός
2. βραδυκίνητος («δύσφορα τὰ σώματα ἀπεργάζοιντο», Πλούτ.)
αρχ.
1. (για τροφή) δύσπεπτος
2. αυτός που έχει κακή σοδειά, άγονος («δύσφορος χώρα»)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ δύσφορα
κακά, θλίψεις
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ δύσφορον
ανηφορικός, δύσκολος δρόμος («τὴν ὄρθωσιν, τὸ δύσφορον ν' ἀνάβω τῆς ὀδύνης»).
Greek Monotonic
δύσφορος: -ον (φέρω),
I. 1. αυτός που δύσκολα υποφέρεται, ανυπόφορος, σε Ξεν.
2. κυρίως για δεινοπαθήματα, βαρύς, λυπηρός, θλιβερός, σε Τραγ.· δύσφοροι γνῶμαι, ψεύτικες, απατηλές φαντασιώσεις, οπτασίες, σε Σοφ.· τὰ δύσφορα κακά, θλίψεις, λύπες, δεινά, στον ίδ.· δύσφορόν (ἐστι), σε Ξεν.· επίρρ. δυσφόρως ἔχειν, δυσβάσταχτα, σε Σοφ.
3. λέγεται για τροφή, βαρύς, ενοχλητικός, σε Ξεν.
II. (από την Παθ.) αυτός που κινείται με δυσκολία, ο βραδυκίνητος, δυσκίνητος, στον ίδ.