ἁρπαλέος: Difference between revisions
Βάδιζε τὴν εὐθεῖαν, ἵνα δίκαιος ᾖς → Incede rectam, si vir es iustus, viam → Damit gerecht du bist, geh den geraden Weg
(6) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἁρπαλέος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[άπληστος]]<br /><b>2.</b> ο [[γοητευτικός]] ή [[ελκυστικός]]<br /><b>3.</b> <b>επίρρ.</b> (-έως)<br />α) άπληστα, βιαστικά<br />β) [[πρόθυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αλπαλέος</i> «[[αγαπητός]]» (<b>Ησύχ.</b>), με [[ανομοίωση]] <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>αλπ</i>-παρεκτεταμένη με <i>αλ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[άλπνιστος]], [[έπαλπνος]]). Η [[δασύτητα]] και η σημασιολογική [[εξέλιξη]] του τ. οφείλεται σε [[επίδραση]] του ρ. [[αρπάζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρπαλίζω]]]. | |mltxt=[[ἁρπαλέος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[άπληστος]]<br /><b>2.</b> ο [[γοητευτικός]] ή [[ελκυστικός]]<br /><b>3.</b> <b>επίρρ.</b> (-έως)<br />α) άπληστα, βιαστικά<br />β) [[πρόθυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αλπαλέος</i> «[[αγαπητός]]» (<b>Ησύχ.</b>), με [[ανομοίωση]] <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>αλπ</i>-παρεκτεταμένη με <i>αλ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[άλπνιστος]], [[έπαλπνος]]). Η [[δασύτητα]] και η σημασιολογική [[εξέλιξη]] του τ. οφείλεται σε [[επίδραση]] του ρ. [[αρπάζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρπαλίζω]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἁρπᾰλέος:''' -α, -ον ([[ἁρπάζω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[αδηφάγος]], [[άπληστος]], επίρρ. [[ἁρπαλέως]], άπληστα, διακαώς, [[λάβρως]], σε Ομήρ. Οδ., Θέογν.<br /><b class="num">II.</b> [[ελκυστικός]], [[γοητευτικός]], σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:28, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον, Ep. Adj., (ἁρπάζω):
A devouring, consuming, νοῦσος IPE2.167.3 (Panticapaeum); greedy, παλάμη AP9.576 (Nicarch.); ἁ. καὶ οἷον δὴ οὖν ἀεὶ τῶν ὀθνείων ἐφίεσθαι Agath.4.13: elsewh. only in Adv., greedily, eagerly, ἦ τοι ὁ πῖνε καὶ ἦσθε . . ἁρπαλέως Od.6.250, cf. 14.110; δέξεται ἁρπαλέως Thgn.1046; ἁ. εὕδειν gladly, pleasantly, Mimn.12.8; ἁ. ἐπεχήρατο vehemently, A.R.4.56; once in Ar., ἁ. ἀραμένη Lys.331 (lyr.). II attractive, alluring, charming, κέρδεα Od.8.164; ἁ. ἔρως, opp. ἀπηνής, Thgn.1353; ἄνθεα ἥβης ἁρπαλέα Mimn.1.4; δόσιν gift to be eagerly seized, Pi.P.8.65, cf. 10.62.
German (Pape)
[Seite 358] Hom. Od. 8, 164 κερδέων ἁρπαλέων, entweder räuberischer, ungerechter Gewinn, oder anlockender, reizender Gewinn; Od. 6, 250 πῖνε καὶ ἦσθε ἁρπαλέως, gieeig; 14, 110 ἐνδυκέως κρέα τ' ἤσθιε πῖνέ τε οἶνον ἁρπαλέως ἀκέων, hastig; – bei den Folg. reizend, lieblich, ἄνθεα ἥβης Mimnerm.; vgl. Theogn. 1353; δόσις Pind. P. 8, 68, schnell erlangt u. deshalb reizend, angenehm; vgl. φροντίς 15, 62; κάματοι ἁρπαλέοι εἰρήνης Opp. Hal. 1, 468; ἁρπαλέως χαίρειν Ap. Rh. 4, 56.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρπᾰλέος: -α, -ον, (ἴδε ἁρπάζω): ― παλαιὸν Ἐπ. ἐπίθ., ἄπληστος, ἀδηφάγος, ἀλλ’ ἡ σημ. αὕτη εὕρηται μόνον ἐν τῷ ἐπιρρ., ἀπλήστως, χανδόν, λάβρως, «’σὰν πεινασμένος», ἦ τοι ὁ πῖνε καὶ ἦσθε… ἁρπαλέως Ὀδ. Ζ. 250, πρβλ. Ξ. 110· προθύμως, ἡμέτερον κῶμον δέξεται ἁρπαλέως Θέογν. 1046· ἁρπ. εὕδειν, εὐχαρίστως, μετὰ χαρᾶς, Μίμνερμ. 8. 8· ἁρπαλέως ἐπεχήρατο, ὑπερβαλλόντως ἐπεχάρη, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 56· ἅπαξ παρ’ Ἀριστοφ., ἁρπ. ἀραμένη, ἁρπάγδην, Λυσ. 331 (λυρ.). ΙΙ. θελκτικὸς ἑλκυστικός, γοητευτικός, κέρδεα Ὀδ. Θ. 164· ἁρπ. ἔρως, ἐναντίον τῷ ἀπηνὴς Θέογν. 1353 Bekk.· ἄνθεα ἥβης ἁρπαλέα Μίμνερμ. 1. 4· πρβλ. Πινδ. Π. 8. 93., 10. 96.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
que l’on saisit avidement ; désiré avec ardeur.
Étymologie: ἁρπάξω.
English (Autenrieth)
eagerly grasped; κέρδεα, Od. 8.164; adv., ἁρπαλέως, greedily, Od. 14.110. (Od.)
English (Slater)
ἁρπᾰλέος
1 to be eagerly seized, coveted οἴκοι δὲ πρόσθεν ἁρπαλέαν δόσιν πενταεθλίου σὺν ἑορταῖς ὑμαῖς ἐπάγαγες (P. 8.65) τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός (P. 10.62)
Greek Monolingual
ἁρπαλέος, -α, -ον (Α)
1. ο άπληστος
2. ο γοητευτικός ή ελκυστικός
3. επίρρ. (-έως)
α) άπληστα, βιαστικά
β) πρόθυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλπαλέος «αγαπητός» (Ησύχ.), με ανομοίωση < ρίζα αλπ-παρεκτεταμένη με αλ- (πρβλ. άλπνιστος, έπαλπνος). Η δασύτητα και η σημασιολογική εξέλιξη του τ. οφείλεται σε επίδραση του ρ. αρπάζω.
ΠΑΡ. αρπαλίζω].
Greek Monotonic
ἁρπᾰλέος: -α, -ον (ἁρπάζω)·
I. αδηφάγος, άπληστος, επίρρ. ἁρπαλέως, άπληστα, διακαώς, λάβρως, σε Ομήρ. Οδ., Θέογν.
II. ελκυστικός, γοητευτικός, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.