ἰξός: Difference between revisions
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
(17) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[οξός]], ο (ΑΜ [[ἰξός]])<br /><b>1.</b> το παρασιτικό [[φυτό]] viscum album που ζει [[πάνω]] στη [[βαλανιδιά]] και σε άλλα δέντρα, κν. γκυ<br /><b>2.</b> [[κολλώδης]] [[ουσία]] που λαμβάνεται από το [[φυτό]] αυτό και χρησιμοποιείται για την [[κατασκευή]] ιξοβεργών («θήρας [[ὄργανον]] φέρουσα τὸν ἰξόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοινή]] [[ονομασία]] ορισμένων [[φυτών]] που παράγουν κολλώδη [[ουσία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παγίδα]], [[δόλωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[κολλώδης]] [[ουσία]]<br /><b>2.</b> το [[δόλωμα]], η [[σαγήνη]], το [[μέσο]] με το οποίο σαγηνεύεται [[κάποιος]] («[[ἰξός]] ὀμμάτων», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> [[φιλάργυρος]], [[φειδωλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιο αν πρόκειται για ΙΕ προελεύσεως λ. Εικάζεται [[συγγένεια]] με το λατ. <i>viscum</i> «[[ιξός]]», το αρχ. άνω γερμ. <i>wihsela</i> «[[βύσσινο]]» και το ρωσ. <i>višnja</i> «[[κεράσι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιξεύω]], [[ιξία]], [[ιξώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιξίνη]]<br />(αρχ. -μσν.) <i>ιξώ</i><br /><b>μσν.</b><br />[[ιξίον]] <b>νεοελλ.</b> [[ιξερός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ιξοβόρος]], [[ιξοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιξοβόλος]], [[ιξοβολώ]], [[ιξοειδής]], [[ιξοεργός]], [[ιξοποιώ]], [[ιξοφάγος]], [[ιξοφορεύς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ιξόμελι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιξόβεργα]]]. | |mltxt=και [[οξός]], ο (ΑΜ [[ἰξός]])<br /><b>1.</b> το παρασιτικό [[φυτό]] viscum album που ζει [[πάνω]] στη [[βαλανιδιά]] και σε άλλα δέντρα, κν. γκυ<br /><b>2.</b> [[κολλώδης]] [[ουσία]] που λαμβάνεται από το [[φυτό]] αυτό και χρησιμοποιείται για την [[κατασκευή]] ιξοβεργών («θήρας [[ὄργανον]] φέρουσα τὸν ἰξόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοινή]] [[ονομασία]] ορισμένων [[φυτών]] που παράγουν κολλώδη [[ουσία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παγίδα]], [[δόλωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[κολλώδης]] [[ουσία]]<br /><b>2.</b> το [[δόλωμα]], η [[σαγήνη]], το [[μέσο]] με το οποίο σαγηνεύεται [[κάποιος]] («[[ἰξός]] ὀμμάτων», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> [[φιλάργυρος]], [[φειδωλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιο αν πρόκειται για ΙΕ προελεύσεως λ. Εικάζεται [[συγγένεια]] με το λατ. <i>viscum</i> «[[ιξός]]», το αρχ. άνω γερμ. <i>wihsela</i> «[[βύσσινο]]» και το ρωσ. <i>višnja</i> «[[κεράσι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιξεύω]], [[ιξία]], [[ιξώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιξίνη]]<br />(αρχ. -μσν.) <i>ιξώ</i><br /><b>μσν.</b><br />[[ιξίον]] <b>νεοελλ.</b> [[ιξερός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ιξοβόρος]], [[ιξοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιξοβόλος]], [[ιξοβολώ]], [[ιξοειδής]], [[ιξοεργός]], [[ιξοποιώ]], [[ιξοφάγος]], [[ιξοφορεύς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ιξόμελι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιξόβεργα]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἰξός:'''<b class="num">I.</b> [[ιξός]], γκυ, Λατ. [[viscum]], παρασιτικό [[φυτό]] που φυτρώνει [[κυρίως]] στη βελανιδιά, [[αλλά]] και σε άλλα δέντρα ([[μηλιά]], [[αχλαδιά]]), σε Αριστ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[κόλλα]] που παρασκευάζεται από τον καρπό του φυτού [[ιξός]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>ἐκφυγὼν τὸν ἰξὸν τὸν ἐν [[πράγματι]]</i>, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A oak-mistletoe, Hozanthus europaeus, Arist.GA715b30, Dsc. 3.89. 2 mistletoe-berry, Thphr.CP2.17.8. II birdlime prepared from the mistletoe-berry, E.Cyc.433; θηρευτὴς ἰ. AP5.99. b oak-gum, used for the same purpose, Ath.10.451d, cf. Plu.Cor.3, Philox. ap. Gal.13.742. c any sticky substance, Hp.Mul.1.74, IG 12.314.42 (ἱ-), 22.1673.63. 2 metaph., ἰ. ὀμμάτων of one who causes the eyes to be fixed upon him, Tim.Com.2; ἐκφυγὼν τὸν ἰ. τὸν ἐν πράγματι Luc.Hist.Conscr.57; καθάπερ ἰξῷ τινι προσέχεται τοῖς τοιούτοις ἡ ψυχή Id.Cat.14. b skinflint, miser, Ar.Fr.718. (Prob. ϝιξός, cf. Lat. viscum, viscus.)
German (Pape)
[Seite 1255] ὁ (vielleicht mit ἴσχω verwandt, das Festhaltende, od. mit κισσός), die Mistel, eine Schmarotzerpflanze, auch die Beeren derselben u. der daraus bereitete Vogelleim; ὥςπερ πρὸς ἰξῷ τῇ κύλικι λελημμένος Eur. Cycl. 432; θήρας ὄργανον φέρουσα τὸν ἰξόν Plut. Coriol. 3. – Uebertr., ein schmutzig geiziger Mensch, gleichsam klebrig, B. A. 43, mit einem frg. des Ar. belegt, vgl. Lob. zu Phryn. p. 399.
Greek (Liddell-Scott)
ἰξός: ὁ, Λατ. viscum, παρασιτικόν τι φυτὸν φυόμενον κυρίως ἐπὶ τῆς δρυὸς καὶ ἔχον φύλλα ὅμοια πρὸς τὰ τῆς πύξου, φύεται δὲ καὶ ἐπὶ ἄλλων δένδρων, ὡς τῆς μηλέας καὶ τῆς ἀπίου· εὑρίσκεται δὲ καὶ πρὸς τὰς ῥίζας θάμνων τινῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 1, 11, Διοσκ. 3. 93 (103). ΙΙ. ὁ καρπὸς αὐτοῦ, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 17, 8. ΙΙΙ. ἡ κόλλα ἢ κολλητικὴ ὕλη ἡ ἐκ τοῦ καρποῦ παρασκευαζόμενη, Λατ. viscum, Εὐρ. Κύκλ. 433, Πλουτ. Κορ. 3· «Ἴων δ’ ἐν Φοίνικι ἢ Καινεῖ δρυὸς ἱδρῶτα εἴρηκε τὸν ἰξὸν» Ἀθήν. 451D: ― πᾶσα κολλώδης οὐσία, Ἱππ. 621. 13. 2) μεταφ. ἰξὸς ὀμμάτων, ὁ ἑλκύων τὴν ἀτενῆ προσοχὴν τῶν ὀφθαλμῶν τῶν ἄλλων, Τιμόθ. ἐν Ἀδήλ. 1· ἐκφυγὼν τὸν ἐν πράγματι Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 57· καθάπερ ἰξῷ τινι προσέχεται τοῖς τοιούτοις ἡ ψυχὴ ὁ αὐτ. ἐν Κατάπλ. 14. β) ὡς τὸ γλίσχρος, φειδωλός, φιλάργυρος, «σφιχτός», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 620· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 399. (Κατ’ ἀρχὰς φαίνεται ὅτι ἦτο ϝιξός, πρβλ. Λατ. viscum, viscus.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 gui, plante;
2 glu préparée avec la baie du gui ; appât ou piège à la glu ; fig. ἐκφυγὼν τὸν ἰξὸν τὸν ἐν πράγματι LUC ayant évité le piège tendu pour empêcher l’affaire.
Étymologie: cf. lat. viscum.
Greek Monolingual
και οξός, ο (ΑΜ ἰξός)
1. το παρασιτικό φυτό viscum album που ζει πάνω στη βαλανιδιά και σε άλλα δέντρα, κν. γκυ
2. κολλώδης ουσία που λαμβάνεται από το φυτό αυτό και χρησιμοποιείται για την κατασκευή ιξοβεργών («θήρας ὄργανον φέρουσα τὸν ἰξόν», Πλούτ.)
νεοελλ.
κοινή ονομασία ορισμένων φυτών που παράγουν κολλώδη ουσία
μσν.
παγίδα, δόλωμα
αρχ.
1. κάθε κολλώδης ουσία
2. το δόλωμα, η σαγήνη, το μέσο με το οποίο σαγηνεύεται κάποιος («ἰξός ὀμμάτων», Λουκιαν.)
3. φιλάργυρος, φειδωλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιο αν πρόκειται για ΙΕ προελεύσεως λ. Εικάζεται συγγένεια με το λατ. viscum «ιξός», το αρχ. άνω γερμ. wihsela «βύσσινο» και το ρωσ. višnja «κεράσι».
ΠΑΡ. ιξεύω, ιξία, ιξώδης
αρχ.
ιξίνη
(αρχ. -μσν.) ιξώ
μσν.
ιξίον νεοελλ. ιξερός.
ΣΥΝΘ. ιξοβόρος, ιξοφόρος
αρχ.
ιξοβόλος, ιξοβολώ, ιξοειδής, ιξοεργός, ιξοποιώ, ιξοφάγος, ιξοφορεύς
μσν.
ιξόμελι
νεοελλ.
ιξόβεργα].
Greek Monotonic
ἰξός:I. ιξός, γκυ, Λατ. viscum, παρασιτικό φυτό που φυτρώνει κυρίως στη βελανιδιά, αλλά και σε άλλα δέντρα (μηλιά, αχλαδιά), σε Αριστ.
II. 1. κόλλα που παρασκευάζεται από τον καρπό του φυτού ιξός, σε Ευρ.
2. μεταφ., ἐκφυγὼν τὸν ἰξὸν τὸν ἐν πράγματι, σε Λουκ.