περίψημα: Difference between revisions
Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund
(32) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, ΜΑ [[περιψώ]]<br /><b>1.</b> ὁ,τι πετιέται [[μετά]] τον καθαρισμό με σπόγγο ή με [[τρίψιμο]], το [[αποκάθαρμα]], το [[σκουπίδι]] («ὡς περικαθάρματα τοῡ κόσμου ἐγεννήθημεν, πάντων [[περίψημα]] ἕως [[ἄρτι]]», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (για [[δήλωση]] χριστιανικής ταπεινοφροσύνης) ο αφοσιωμένος στον Χριστό, ο [[ελάχιστος]] («[[μακάριος]] ὁ μοναχὸς ὁ πάντων [[περίψημα]] ἑαυτὸν ἔχων», Μέγ. Αντών.). | |mltxt=τὸ, ΜΑ [[περιψώ]]<br /><b>1.</b> ὁ,τι πετιέται [[μετά]] τον καθαρισμό με σπόγγο ή με [[τρίψιμο]], το [[αποκάθαρμα]], το [[σκουπίδι]] («ὡς περικαθάρματα τοῡ κόσμου ἐγεννήθημεν, πάντων [[περίψημα]] ἕως [[ἄρτι]]», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (για [[δήλωση]] χριστιανικής ταπεινοφροσύνης) ο αφοσιωμένος στον Χριστό, ο [[ελάχιστος]] («[[μακάριος]] ὁ μοναχὸς ὁ πάντων [[περίψημα]] ἑαυτὸν ἔχων», Μέγ. Αντών.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περίψημα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε σκουπίζεται, εξαλείφεται, [[απόρριμμα]]· λέγεται για άνθρωπο ευτελή, αχρείο, σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A anything wiped off, offscouring, of a vile person (or scapegoat), 1 Ep.Cor.4.13, Phot.; π. σου your humble servant, CIL8.12924 (Carthage), LW2493 (Syria), Classical Studies in honor of J.C.Rolfe 318 (Ostia) ; peripsuma su (sic), Dessau ILS5725 (Brixia).
German (Pape)
[Seite 601] τό, das, was beim Abwischen od. Reinigen abgeht, Unreinigkeit, Sp., wie N. T.
Greek (Liddell-Scott)
περίψημα: τό, τὸ ἀποσπογγιζόμενον, περιττὸν πρᾶγμα καὶ ἀπορρίψιμον, «σκουπίδι», ἐπὶ φαύλου ἢ μηδαμινοῦ ἀνθρώπου, πρὸς Κορινθ. Α΄ Ἐπιστ. δ΄, 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 9282, Φώτ.· ἴδε κάθαρμα Ι. 2.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 ce qu’on ôte en frottant tout autour, ordure;
2 délivrance.
Étymologie: περιψάω.
English (Thayer)
περιψηματος, τό (from περιψάω 'to wipe off all round'; and this from περί (which see III:1), and ψάω 'to wipe,' 'rub'), properly, what is wiped off; dirt rubbed off'; offscouring, scrapings: περικάθαρμα, which see Suidas and other Greek lexicographers under the word relate that the Athenians, in order to avert public calamities, yearly threw a criminal into the sea as an offering to Poseidon; hence, ἀργύριον ... περίψημα τοῦ παιδίου ἡμῶν γένοιτο (as if to say) let it become an expiatory offering, a ransom, for our child, i. e. in comparison with the saving of our son's life let it be to us a despicable and worthless thing, Ignatius ad Ephesians 8,1 [ET]; 18,1 [ET]; (see Lightfoot's note on the former passage).
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ περιψώ
1. ὁ,τι πετιέται μετά τον καθαρισμό με σπόγγο ή με τρίψιμο, το αποκάθαρμα, το σκουπίδι («ὡς περικαθάρματα τοῡ κόσμου ἐγεννήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι», ΚΔ)
2. (για δήλωση χριστιανικής ταπεινοφροσύνης) ο αφοσιωμένος στον Χριστό, ο ελάχιστος («μακάριος ὁ μοναχὸς ὁ πάντων περίψημα ἑαυτὸν ἔχων», Μέγ. Αντών.).
Greek Monotonic
περίψημα: -ατος, τό, οτιδήποτε σκουπίζεται, εξαλείφεται, απόρριμμα· λέγεται για άνθρωπο ευτελή, αχρείο, σε Καινή Διαθήκη