στέμβω: Difference between revisions
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος (Πονηρός ἐστ' ἄνθρωπος πᾶς τις † ἀχάριστος) → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
(38) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[κινώ]] εδώ και [[εκεί]], [[ανακινώ]]<br /><b>μσν.</b><br />κακομεταχειρίζομαι, [[υβρίζω]], [[χλευάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>στέ</i>-<i>μ</i>-<i>βω</i>, όπως και οι τ. <i>ἀ</i>-<i>στε</i>-<i>μ</i>-<i>φής</i> «στέρεος, [[αμετακίνητος]]», <i>στέ</i>-<i>μ</i>-<i>φυλο</i> «[[πολτώδης]] [[μάζα]] που απομένει [[μετά]] τη [[σύνθλιψη]] σταφυλιών ή ελιών» και <i>στό</i>-<i>μ</i>-<i>φος</i> / <i>στό</i>-<i>μ</i>-<i>φαξ</i> «[[ηχηρός]], [[εμφατικός]] [[λόγος]], [[λοιδορία]]», [[είναι]] εκφραστικοί τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, [[γεγονός]] που επιβεβαιώνουν αφ' ενός η [[παρουσία]] έρρινου ενθήματος -<i>μ</i>- στους περισσότερους τ. ([[εκτός]] του τ. [[στόβος]] «[[λοιδορία]]», που θεωρείται [[δευτερογενής]] και μτγν., <b>πρβλ.</b> [[νύμφη]]: [[νύφη]]) και αφ' ετέρου η [[εναλλαγή]] στους τ. άηχου δασέος συμφώνου -<i>φ</i>- και ηχηρού μέσου συμφώνου -<i>δ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[στρεβλός]]: [[στρόμβος]]: [[στρέφω]], [[θρόμβος]]: [[τρέφω]], [[θάμβος]]: <i>ταφεῖν</i>). Εκτός της Ελληνικής, οι τ. θα μπορούσαν να συνδεθούν με αρχ. άνω γερμ. <i>stampfon</i> και μσν. άνω γερμ. <i>stampfen</i> «[[χτυπώ]], [[συνθλίβω]]». Η [[σύνδεση]], εξάλλου, τών τ. με το ρ. [[στέφω]] και η [[αναγωγή]] τους σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>steb</i>(<i>h</i>)- «[[στηρίζω]]», ενώ μορφολογικά θα μπορούσε να σταθεί, προσκρούει σε σοβαρές σημασιολογικές δυσχέρειες (<b>βλ.</b> και λ. [[στέφω]]). Οι σημασιολογικές, [[άλλωστε]], δυσχέρειες εντοπίζονται και στην [[ίδια]] τη σημ. του ρ. <i>στέμδω</i>. Αρχική σημ. του ρ. [[είναι]] η «[[σείω]], [[τινάζω]], [[ανακινώ]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ἀ</i>-<i>στεμφής</i> «στέρεος, [[αμετακίνητος]]»), απ' όπου «[[προσκρούω]], [[συνθλίβω]]» στο παράγωγο [[στέμφυλο]](<i>ν</i>) «[[μάζα]] που απομένει [[μετά]] την [[σύνθλιψη]] σταφυλιών ή ελιών». Στη Μεσαιωνική η σημ. του ρ. εξελίχθηκε «ἐπί κακῷ» σε «κακομεταχειρίζομαι, [[υβρίζω]], [[χλευάζω]], [[λοιδορώ]]», απ' όπου το παράγωγο [[στόβος]] «[[λοιδορία]]». Από τη σημ., [[τέλος]], «[[υβρίζω]], [[χλευάζω]]» στα παράγωγα [[στόμφος]] / [[στόμφαξ]] το θ. του ρήματος χρησιμοποιήθηκε με την [[έννοια]] «[[φωνάζω]], [[κραυγάζω]]» για να δηλώσει το ηχηρό, εμφατικό και επικριτικό ύφος στον λόγο]. | |mltxt=ΜΑ<br />[[κινώ]] εδώ και [[εκεί]], [[ανακινώ]]<br /><b>μσν.</b><br />κακομεταχειρίζομαι, [[υβρίζω]], [[χλευάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>στέ</i>-<i>μ</i>-<i>βω</i>, όπως και οι τ. <i>ἀ</i>-<i>στε</i>-<i>μ</i>-<i>φής</i> «στέρεος, [[αμετακίνητος]]», <i>στέ</i>-<i>μ</i>-<i>φυλο</i> «[[πολτώδης]] [[μάζα]] που απομένει [[μετά]] τη [[σύνθλιψη]] σταφυλιών ή ελιών» και <i>στό</i>-<i>μ</i>-<i>φος</i> / <i>στό</i>-<i>μ</i>-<i>φαξ</i> «[[ηχηρός]], [[εμφατικός]] [[λόγος]], [[λοιδορία]]», [[είναι]] εκφραστικοί τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, [[γεγονός]] που επιβεβαιώνουν αφ' ενός η [[παρουσία]] έρρινου ενθήματος -<i>μ</i>- στους περισσότερους τ. ([[εκτός]] του τ. [[στόβος]] «[[λοιδορία]]», που θεωρείται [[δευτερογενής]] και μτγν., <b>πρβλ.</b> [[νύμφη]]: [[νύφη]]) και αφ' ετέρου η [[εναλλαγή]] στους τ. άηχου δασέος συμφώνου -<i>φ</i>- και ηχηρού μέσου συμφώνου -<i>δ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[στρεβλός]]: [[στρόμβος]]: [[στρέφω]], [[θρόμβος]]: [[τρέφω]], [[θάμβος]]: <i>ταφεῖν</i>). Εκτός της Ελληνικής, οι τ. θα μπορούσαν να συνδεθούν με αρχ. άνω γερμ. <i>stampfon</i> και μσν. άνω γερμ. <i>stampfen</i> «[[χτυπώ]], [[συνθλίβω]]». Η [[σύνδεση]], εξάλλου, τών τ. με το ρ. [[στέφω]] και η [[αναγωγή]] τους σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>steb</i>(<i>h</i>)- «[[στηρίζω]]», ενώ μορφολογικά θα μπορούσε να σταθεί, προσκρούει σε σοβαρές σημασιολογικές δυσχέρειες (<b>βλ.</b> και λ. [[στέφω]]). Οι σημασιολογικές, [[άλλωστε]], δυσχέρειες εντοπίζονται και στην [[ίδια]] τη σημ. του ρ. <i>στέμδω</i>. Αρχική σημ. του ρ. [[είναι]] η «[[σείω]], [[τινάζω]], [[ανακινώ]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ἀ</i>-<i>στεμφής</i> «στέρεος, [[αμετακίνητος]]»), απ' όπου «[[προσκρούω]], [[συνθλίβω]]» στο παράγωγο [[στέμφυλο]](<i>ν</i>) «[[μάζα]] που απομένει [[μετά]] την [[σύνθλιψη]] σταφυλιών ή ελιών». Στη Μεσαιωνική η σημ. του ρ. εξελίχθηκε «ἐπί κακῷ» σε «κακομεταχειρίζομαι, [[υβρίζω]], [[χλευάζω]], [[λοιδορώ]]», απ' όπου το παράγωγο [[στόβος]] «[[λοιδορία]]». Από τη σημ., [[τέλος]], «[[υβρίζω]], [[χλευάζω]]» στα παράγωγα [[στόμφος]] / [[στόμφαξ]] το θ. του ρήματος χρησιμοποιήθηκε με την [[έννοια]] «[[φωνάζω]], [[κραυγάζω]]» για να δηλώσει το ηχηρό, εμφατικό και επικριτικό ύφος στον λόγο]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στέμβω:''' [[ανακινώ]], [[αναταράζω]], [[σείω]], [[ποδοπατώ]], [[τσαλαπατώ]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 30 December 2018
English (LSJ)
A shake about, agitate, A.Fr.440; misuse, handle roughly, Eust.235.8.
German (Pape)
[Seite 934] = στείβω, bes. durch Stampfen erschüttern, Eust.; übtr., mißhandeln, schelten, schmähen.
Greek (Liddell-Scott)
στέμβω: κινῶ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, σείω, ἀνακινῶ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 412· κακῶς μεταχειρίζομαι, μετὰ τραχύτητος χειρίζομαι, Εὐστ. 235. 8. (Ἐκ τῆς √ΣΤΕΜΒ ἢ ΣΤΕΜΦ, πρβλ. ἀστεμφής, στέμφυλον. Σανσκρ. stambh, stambh-nômi, stambh-nâmi (fulcio, mnitor), stamb’ -as (postis)· Ἀρχ. Γερμαν. stamph (pilum), stamph-ôn (stampfen, stamp)· ἡ √ΣΤΙΒ, στείβω εἶναι πιθαν. συγγενής, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ στέμφυλον καὶ τῶν μνημονευθεισῶν Τευτον. λέξεων).
French (Bailly abrégé)
c. στείβω.
Étymologie: R. Στεμβ, fouler sous les pieds.
Greek Monolingual
ΜΑ
κινώ εδώ και εκεί, ανακινώ
μσν.
κακομεταχειρίζομαι, υβρίζω, χλευάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στέ-μ-βω, όπως και οι τ. ἀ-στε-μ-φής «στέρεος, αμετακίνητος», στέ-μ-φυλο «πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη σταφυλιών ή ελιών» και στό-μ-φος / στό-μ-φαξ «ηχηρός, εμφατικός λόγος, λοιδορία», είναι εκφραστικοί τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, γεγονός που επιβεβαιώνουν αφ' ενός η παρουσία έρρινου ενθήματος -μ- στους περισσότερους τ. (εκτός του τ. στόβος «λοιδορία», που θεωρείται δευτερογενής και μτγν., πρβλ. νύμφη: νύφη) και αφ' ετέρου η εναλλαγή στους τ. άηχου δασέος συμφώνου -φ- και ηχηρού μέσου συμφώνου -δ- (πρβλ. στρεβλός: στρόμβος: στρέφω, θρόμβος: τρέφω, θάμβος: ταφεῖν). Εκτός της Ελληνικής, οι τ. θα μπορούσαν να συνδεθούν με αρχ. άνω γερμ. stampfon και μσν. άνω γερμ. stampfen «χτυπώ, συνθλίβω». Η σύνδεση, εξάλλου, τών τ. με το ρ. στέφω και η αναγωγή τους σε ΙΕ ρίζα steb(h)- «στηρίζω», ενώ μορφολογικά θα μπορούσε να σταθεί, προσκρούει σε σοβαρές σημασιολογικές δυσχέρειες (βλ. και λ. στέφω). Οι σημασιολογικές, άλλωστε, δυσχέρειες εντοπίζονται και στην ίδια τη σημ. του ρ. στέμδω. Αρχική σημ. του ρ. είναι η «σείω, τινάζω, ανακινώ» (πρβλ. ἀ-στεμφής «στέρεος, αμετακίνητος»), απ' όπου «προσκρούω, συνθλίβω» στο παράγωγο στέμφυλο(ν) «μάζα που απομένει μετά την σύνθλιψη σταφυλιών ή ελιών». Στη Μεσαιωνική η σημ. του ρ. εξελίχθηκε «ἐπί κακῷ» σε «κακομεταχειρίζομαι, υβρίζω, χλευάζω, λοιδορώ», απ' όπου το παράγωγο στόβος «λοιδορία». Από τη σημ., τέλος, «υβρίζω, χλευάζω» στα παράγωγα στόμφος / στόμφαξ το θ. του ρήματος χρησιμοποιήθηκε με την έννοια «φωνάζω, κραυγάζω» για να δηλώσει το ηχηρό, εμφατικό και επικριτικό ύφος στον λόγο].
Greek Monotonic
στέμβω: ανακινώ, αναταράζω, σείω, ποδοπατώ, τσαλαπατώ, σε Αισχύλ.