ὑπόδικος: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
(43)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπόδικος]], -ον, ΝΑ- [[πρόσωπο]] [[εναντίον]] του οποίου έχει απαγγελθεί [[κατηγορία]] από μια δικαστική [[αρχή]], [[αλλά]] δεν έχει δικαστεί [[ακόμη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που βαρύνεται με κατηγορίες, που [[είναι]] [[κατηγορούμενος]] ή θεωρείται [[υπεύθυνος]] για [[κάτι]], [[υπόλογος]] («[[είναι]] υπόδικοι στη [[συνείδηση]] του λαού»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[είναι]] απόλυτα εξαρτημένος από κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίκη]]), <b>πρβλ.</b> [[κατά]]-<i>δικος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπόδικος]], -ον, ΝΑ- [[πρόσωπο]] [[εναντίον]] του οποίου έχει απαγγελθεί [[κατηγορία]] από μια δικαστική [[αρχή]], [[αλλά]] δεν έχει δικαστεί [[ακόμη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που βαρύνεται με κατηγορίες, που [[είναι]] [[κατηγορούμενος]] ή θεωρείται [[υπεύθυνος]] για [[κάτι]], [[υπόλογος]] («[[είναι]] υπόδικοι στη [[συνείδηση]] του λαού»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[είναι]] απόλυτα εξαρτημένος από κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίκη]]), <b>πρβλ.</b> [[κατά]]-<i>δικος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπόδῐκος:''' -ον ([[δίκη]]), αυτός που οδηγήθηκε σε [[δίκη]] ή ο υποκείμενος σε [[δίκη]], σε Λυσ. κ.λπ.· <i>τινος</i>, για [[κάτι]], σε Αισχύλ., Ρήτ.· [[ὑπό]]-[[δικός]] τινι, υποκείμενος σε [[μήνυση]], [[αγωγή]] από κάποιον, σε Δημ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 20:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόδῐκος Medium diacritics: ὑπόδικος Low diacritics: υπόδικος Capitals: ΥΠΟΔΙΚΟΣ
Transliteration A: hypódikos Transliteration B: hypodikos Transliteration C: ypodikos Beta Code: u(po/dikos

English (LSJ)

ον, (δίκη)

   A brought to trial or liable to be tried, Lex ap. Lys.10.9, Pl.Lg.954a, al., PHal.1.72, al. (iii B. C.); οὐχ ὑ. [ἐστι] τὰ εἰκότα not liable to action, Arist.Rh.1376a22; τινος for a thing, ὑ. γενέσθαι χερῶν A.Eu.260 (lyr.); ἀνδραποδισμοῦ Pl.Lg.879a; οὐδενὸς τούτων And.4.31; τῆς κακώσεως Is.8.32 (ἐπίδ- codd.); φόνου D.54.25; τοῦ βλάβους PHal.1.101 (iii B. C.): with the person injured in dat., ὑ. τῷ παθόντι Lex ap.D.21.10; ὑ. τῷ ἐθέλοντι τιμωρεῖν γιγνέσθω Pl.Lg. 871b; τῶν διπλασίων ὑ. ἔστω τῷ βλαφθέντι let him be liable to forfeit twice the amount to the person damaged, ib.846b (but ὑ. ποτὶ διπλοῦν IG5(1).1390.78 (Andania, i B. C.)); ὑ. ἀσεβείας γιγνέσθω τῷ ἐθέλοντι Pl.Lg.868d; ἵνα ὑ. γένηται πᾶς ὁ κόσμος τῷ θεῷ Ep.Rom.3.19.

German (Pape)

[Seite 1215] verklagt, schuldig, τινός, Aesch. Eum. 252 ὑπόδικος θέλει γενέσθαι χερῶν, er will sich Recht sprechen lassen; dem ὑπεύθυνος entsprechend, Andoc. 4, 31; Lys. 10, 9; τῆς κακώσεως Is. 8, 33; ψευδομαρτυριῶν ὑπόδικον ποιεῖν τινα Dem. 29, 16; τῆς ἐγγύης 33, 29; ὑπόδικος τῷ παθόντι ἔστω 2, 10 im Gesetz; τῶν διπλασίων ὑπόδικος ἔστω τῷ βλαφθέντι Plat. Legg. VIII, 846 b; ὑπόδικος ἀσεβείας γενέσθω τῷ ἐθέλοντι 868 d, u. sonst, wie Sp., z. B. Luc. Phalar. 2, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόδῐκος: -ον, (δίκη) ὁ ὑπὸ δίκην διατελῶν ἢ ὑποκείμενος εἰς δίκην, Λυσίας 117. 3, Πλάτ. Νόμ. 954Α, κ. ἀλλ.· οὐχ ὑπόδικα [ἐστὶ] τὰ εἰκότα, δὲν ὑπόκεινται εἰς δίκην, Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 17· ― τινος, διά τι πρᾶγμα, ὑπ. γενέσθαι χερῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 260· ἀνδραποδισμοῦ Πλάτ. Νόμ. 879Α· οὐδενὸς τούτων Ἀνδοκ. 33· 13· τῆς κακώσεως Ἰσαῖος 72. 22· φόνου Δημ. 1264. 19· ― τὸ παθὸν πρόσωπον κατὰ δοτ., ὑπ. τῷ παθόντι ὁ αὐτ. 518. 3· ὑπ. τῷ ἐθέλοντι τιμωρεῖν γιγνέσθω Πλάτ. Νόμ. 871Β· τῶν διπλασίων ὑπ. ἔστω τῷ βλαφθέντι, ἂς ὑπόκειται εἰς ζημίαν διπλασίαν τῆς συμβάσης εἰς τὸν παθόντα τὴν βλάβην, αὐτόθι 846Β· ὑπ. ἀσεβείας γιγνέσθω τῷ ἐθέλοντι αὐτόθι 868D, πρβλ. 932D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui peut être cité en justice, responsable : ὑπόδικος χερῶν ESCHL accusé de violence.
Étymologie: ὑπό, δίκη.

English (Strong)

from ὑπό and δίκη; under sentence, i.e. (by implication) condemned: guilty.

English (Thayer)

ὑποδικον, equivalent to ὑπό δίκην ὤν, under judgment, one who has lost his suit; with a dative of the person debtor to one, owing satisfaction to: τῷ Θεῷ, i. e. liable to punishment from God, Aeschylus, Plato, Andocides (405 B.C.>), Lysias, Isaeus, Demosthenes, others.)

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόδικος, -ον, ΝΑ- πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει απαγγελθεί κατηγορία από μια δικαστική αρχή, αλλά δεν έχει δικαστεί ακόμη
νεοελλ.
αυτός που βαρύνεται με κατηγορίες, που είναι κατηγορούμενος ή θεωρείται υπεύθυνος για κάτι, υπόλογοςείναι υπόδικοι στη συνείδηση του λαού»)
αρχ.
αυτός που είναι απόλυτα εξαρτημένος από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -δικος (< δίκη), πρβλ. κατά-δικος].

Greek Monotonic

ὑπόδῐκος: -ον (δίκη), αυτός που οδηγήθηκε σε δίκη ή ο υποκείμενος σε δίκη, σε Λυσ. κ.λπ.· τινος, για κάτι, σε Αισχύλ., Ρήτ.· ὑπό-δικός τινι, υποκείμενος σε μήνυση, αγωγή από κάποιον, σε Δημ. κ.λπ.