κενόω: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κενόω:''' Ιων. και ποιητ. κειν-· μέλ. <i>-ώσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκένωσα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐκενώθην</i>, παρακ. <i>κεκένωμαι</i>, Ιων. <i>κεκείνωμαι</i>· ([[κενός]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κενώνω]], [[αδειάζω]], αντίθ. προς το [[πληρόω]], σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· με γεν., [[αδειάζω]] από [[κάτι]] — Παθ., αδειάζομαι, εκκενώνομαι, [[γίνομαι]] ή [[απομένω]] [[άδειος]], σε Σοφ.· <i>ἐς τὸ κενούμενον</i>, στο [[μέρος]] που [[συνεχώς]] αφήνεται άδειο, σε Θουκ.· με γεν., <i>κεκεινωμένος πάντων</i>, απογυμνωμένος από τα πάντα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκκενώνω]] [[μέρος]] με το να εγκαταλείψω, το [[αφήνω]] στη [[τύχη]] του, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., κάνω [[κάτι]] [[κενό]], [[θεωρώ]] κάποιον μηδαμινής αξίας, δεν [[υπολογίζω]], [[αψηφώ]], σε Καινή Διαθήκη — Παθ., είμαι ή [[γίνομαι]] [[κενός]], στο ίδ.
|lsmtext='''κενόω:''' Ιων. και ποιητ. κειν-· μέλ. <i>-ώσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκένωσα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐκενώθην</i>, παρακ. <i>κεκένωμαι</i>, Ιων. <i>κεκείνωμαι</i>· ([[κενός]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κενώνω]], [[αδειάζω]], αντίθ. προς το [[πληρόω]], σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· με γεν., [[αδειάζω]] από [[κάτι]] — Παθ., αδειάζομαι, εκκενώνομαι, [[γίνομαι]] ή [[απομένω]] [[άδειος]], σε Σοφ.· <i>ἐς τὸ κενούμενον</i>, στο [[μέρος]] που [[συνεχώς]] αφήνεται άδειο, σε Θουκ.· με γεν., <i>κεκεινωμένος πάντων</i>, απογυμνωμένος από τα πάντα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκκενώνω]] [[μέρος]] με το να εγκαταλείψω, το [[αφήνω]] στη [[τύχη]] του, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., κάνω [[κάτι]] [[κενό]], [[θεωρώ]] κάποιον μηδαμινής αξίας, δεν [[υπολογίζω]], [[αψηφώ]], σε Καινή Διαθήκη — Παθ., είμαι ή [[γίνομαι]] [[κενός]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κενόω:''' ион. [[κεινόω]]<br /><b class="num">1)</b> делать пустым, опорожнять (τὸ [[ἀγγεῖον]] Arst.): τὸ κενούμενον Thuc. выкапываемая яма;<br /><b class="num">2)</b> опустошать (πᾶσαν ἠπείρου πλάκα Aesch.; ναούς Eur.): [[λοιμός]], ὑφ᾽ οὖ κενοῦται [[δῶμα]] Καδμεῖον Soph. чума, которой опустошается град Кадмов;<br /><b class="num">3)</b> отнимать, лишать (τὴν πόλιν [[ἀνδρῶν]] Aesch.; [[χέρας]] δώρων Eur.; τὸ καύχημά τινος NT): κεκεινωμένου τοῦ τείχεως πάντων Her. когда (крепостная) стена была лишена всех средств обороны;<br /><b class="num">4)</b> оставлять, покидать (βωμόν, λόχμην Eur.);<br /><b class="num">5)</b> удалять, извлекать ([[αἷμα]] Luc.);<br /><b class="num">6)</b> (из)расходовать ([[πᾶν]] [[βέλος]] εἴς τινα Anth.; ἑαυτον NT);<br /><b class="num">7)</b> сводить к нулю, подавлять (τι NT); pass. становиться тщетным ([[ἵνα]] μὴ τὸ [[καύχημα]] κενωθῇ NT).
}}
}}

Revision as of 07:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενόω Medium diacritics: κενόω Low diacritics: κενόω Capitals: ΚΕΝΟΩ
Transliteration A: kenóō Transliteration B: kenoō Transliteration C: kenoo Beta Code: keno/w

English (LSJ)

E.Med.959, Pl.Smp.197d; Ep. κεινόω Nic.Th.56, Al.140: fut.

   A κενώσω E.Ion447: aor. ἐκένωσα Id.Ba.730: pf. κεκένωκα App.BC 5.67:—Pass., fut. κενωθήσομαι Gal.4.709, κενεώσομαι Emp.16: aor. ἐκενώθην Th.2.51: pf. κεκένωμαι Hdt.4.123, Hp.Morb.Sacr.9: (κενός): —empty, πᾶσαν ἠπείρου πλάκα A.Pers.718 (troch.); ναούς E.Ionl.c.: c. gen., empty of a thing, ἀνδρῶν τάνδε πόλιν κενῶσαι A.Supp.660, cf. E.Rh.914 (lyr.); χέρας [δώρων] Id.Med.l.c.; τινὰ τᾶς συοπλουτοσύνας Cerc.4.13; opp. πληροῦν τινά τινος, Pl.l.c., cf. R.560d:—Pass., to be emptied, made or left empty, S.OT29; ἐς τὸ κενούμενον into the space continually left empty, Th.2.76; οἰκίαι πολλαὶ ἐκενώθησαν ib.51: c.gen., τούτων κενεώσεται . . αἰών will be left without them, Emp.l.c.; κεκενωμένου τοῦ τείχεος πάντων stripped of all things, Hdt.l.c.    2 make a place empty by leaving it, desert it, βωμοῦ ἐσχάραν E.Andr.1138; λόχμην Id.Ba.l.c.:—Pass., κενωθεισῶν τῶν νεῶν Th.8.57.    3 Medic., empty by depletion, opp. πληροῦν, Hp.Aph.2.51, cf. Aret.CA1.2, Gal.l.c.; τινα Phld.Lib.p.30 O.; carry off, αἷμα Luc.Ocyp.93; ἐκ τοῦ σώματος χολήν Gal.Nat.Fac.1.13:—Pass., τὰ κενούμενα evacuations, Id.6.78, Antyll. ap. Stob.4.37.27.    4 empty out, pour away, φάρμακον Iamb.Bab.7: metaph., πλοῦτον f.l. in Ph.1.119:—Pass., τοῦ λαοῦ κενωθέντος D.S.24.1; make away with, θανάτου βάρος Cypr. Fr.1.6.    5 expend, εἴς με κένωσον πᾶν βέλος AP5.57 (Arch.).    6 in Pass., waste away, shrivel, Thphr.HP7.4.3, 9.14.3.    II metaph., make empty, ἑαυτόν Ep.Phil.2.7; make void or of no effect, καύχημα 1 Ep.Cor.9.15; ὑπάρξεις Vett.Val.90.7:—Pass., to be or become so, Ep.Rom.4.14.

German (Pape)

[Seite 1417] ion. κεινόω, ausleeren, leer machen, Ggstz πληρόω, Plat. Phil. 35 e; ναοὺς τίνοντες ἀδικίας κενώσετε Eur. Ion 447; von der Pest, ὑφ' οὗ κενοῦται δῶμα Καδμεῖον Soph. O. R. 29; vgl. Aesch. Suppl. 646; τινός, τί τῶνδε τῶν δώρων σὰς κενοῖς χέρας Eur. Med. 959; τούτων κενώσαντες τὴν ψυχήν, hiervon die Seele entblößend, leer machend, Plat. Rep. VIII, 560 d; Conv. 197 c; κεκενῶσθαι τὸν ὀφθαλμόν Poll. 4, 188; πολλαὶ οἰκίαι ἐκενώθησαν ἀπορίᾳ τοῦ θεραπεύσαντος, sie starben aus, Thuc. 2, 51; – leer machen, verlassen, λόχμην κενώσας ἔνθ' ἐκρυπτόμην δέμας Eur. Bacch. 730; – ausschütten, erschöpfen, εἴς με κένωσον πᾶν βέλος Archi. 1 (V, 58). – Pass. nichtig, unnütz gemacht werden, vereitelt werden, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

κενόω: Ἰων. κεινόω, Εὐρ., Πλάτ.: μέλλ. -ώσω, Εὐρ. Ἴων 447: ἐκένωσα, Εὐρ.: πρκμ. κεκένωκα, Ἀππ.- Παθ., μέλλ. κενωθήσομαι, Γαλην.· ὡσαύτως μέσ. μέλλ. μὲ παθ. σημασ. κεινώσομαι (ἴδε κατωτ.): ἀόρ. ἐκενώθην, Θουκ.: πρκμ. κεκένωμαι, Ἰων. κεκείνωμαι. Ἡρόδ.· (κενός). Κενώνω, κενόν τι ποιῶ, «ἀδειάζω», ἀντίθετον τῷ πληρόω, Αἰσχύλ. Πέρσ. 718, Εὐρ. Ἴων 447, κτλ.· μετὰ γεν., κενώνω ἀπό τινος πράγματος, ἀνδρῶν τήνδε πόλιν κενῶσαι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 660, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 914· χέρας δὼρων ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 959· ἀντίθετ. τῷ πληροῦν τινά τινος Πλάτ. Συμπ. 197C, Πολ. 560D.- Παθ., κενοῦμαι, γίνομαι ἢ ἀφίνομαι κενός, ἐν τῷ πληροῦσθαι καὶ κενοῦσθαι Πλάτ. Φίληβ. 35Ε, Σοφ. Ο. Τ. 29· ἐς τὸ κενούμενον, εἰς τὸ μέρος τὸ συνεχῶς ἀφιέμενον κενόν, Θουκ. 2. 70· οἰκίαι πολλαί ἐκενώθησαν αὐτόθι 51· μετὰ γεν., τούτων κεινώσεται... αἰών, θὰ μείνῃ ἄνευ αὐτῶν, Ἐμπεδ. 146· κεκεινωμένου τοῦ τείχεος πάντων, γυμνωθέντος ἀπὸ πάντων, Ἡρόδ. 4. 123. 2) κάμνω μέρος τι κενὸν ἀναχωρῶν ἀπ’ αὐτοῦ, ἐγκαταλείπω, βωμὸν Εὐρ. Ἀνδρ. 1138, λόχμην κενώσας ἔνθ’ ἐκρυπτόμην δέμας Βάκχ. 730.- Παθ., κενωθεισῶν τῶν νεῶν Θουκ. 8. 57. 3) παρ’ ἰατρ., κενῶ δι’ ἐλαττώσεως, Ἱππ. Ἀφ. 1246· ἀφαιρῶ, αἷμα Λουκ. Ὠκύπ. 93· κ. φάρμακον, ἐκχύνω, Ἰάμβλ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 75, 28· ἀπορρίπτω, ἐξαφανίζω, τι Κυπρ. Ἀποσπ. 1. 4) κενώνω, δαπανῶ, μεταχειρίζομαι, εἴς με κένωσον πᾶν βέλος Ἀνθ. Π. 5. 58· κ. πάντα εἰς τοὺς πένητας Ἰω. Χρυσ.· τὴν ἰσχὺν ἔν τινι Γρηγ. Ναζ., κτλ. ΙΙ. μεταφορ., κάμνω τι κενόν, θεωρῶ τινα ὡς μηδενὸς ἄξιον, τι Ἐπιστ. πρ. Φιλιπ. β΄, 7· κάμνω τι μάταιον ἢ ἄνευ ἀποτελέσματος, τι Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. θ΄, 15.- Παθ., εἷμαιγίνομαι μάταιος, Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. δ΄, 14, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. κενώσω, ao. ἐκένωσα, pl. κεκένωκα;
1 vider, évacuer ; Pass. être vidé en parl. de maisons ; ἀνδρῶν πόλιν κ. ESCHL dégarnir une ville de la population mâle ; Pass. κεκενωμένου τοῦ τείχεος πάντων HDT le mur ayant été dénudé de tout ce qui le garnissait;
2 évacuer, faire sortir : αἷμα LUC épuiser le sang.
Étymologie: κενός.

English (Strong)

from κενός; to make empty, i.e. (figuratively) to abase, neutralize, falsify: make (of none effect, of no reputation, void), be in vain.

English (Thayer)

κενῷ: (future κενώσω, L text T Tr WH); 1st aorist ἐκενωσα; passive, perfect κεκνωμαι; 1st aorist ἐκενωθην;
1. to empty, make empty: ἑαυτόν ἐκένωσε, namely, τοῦ εἶναι ἴσα Θεῷ or τῆς μορφῆς τοῦ Θεοῦ, i. e. he laid aside equality with or the form of God (said of Christ), to make void i. e. deprive of force, render vain, useless, of no effect: passive, to make void i. e. cause a thing to be seen to be empty, hollow, false: τό καύχημα, Sept. viz. Jeremiah 15:9; often in Attic writings.)

Greek Monotonic

κενόω: Ιων. και ποιητ. κειν-· μέλ. -ώσω, αόρ. αʹ ἐκένωσα — Παθ., αόρ. αʹ ἐκενώθην, παρακ. κεκένωμαι, Ιων. κεκείνωμαι· (κενός
I. 1. κενώνω, αδειάζω, αντίθ. προς το πληρόω, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· με γεν., αδειάζω από κάτι — Παθ., αδειάζομαι, εκκενώνομαι, γίνομαι ή απομένω άδειος, σε Σοφ.· ἐς τὸ κενούμενον, στο μέρος που συνεχώς αφήνεται άδειο, σε Θουκ.· με γεν., κεκεινωμένος πάντων, απογυμνωμένος από τα πάντα, σε Ηρόδ.
2. εκκενώνω μέρος με το να εγκαταλείψω, το αφήνω στη τύχη του, σε Ευρ.
II. μεταφ., κάνω κάτι κενό, θεωρώ κάποιον μηδαμινής αξίας, δεν υπολογίζω, αψηφώ, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., είμαι ή γίνομαι κενός, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κενόω: ион. κεινόω
1) делать пустым, опорожнять (τὸ ἀγγεῖον Arst.): τὸ κενούμενον Thuc. выкапываемая яма;
2) опустошать (πᾶσαν ἠπείρου πλάκα Aesch.; ναούς Eur.): λοιμός, ὑφ᾽ οὖ κενοῦται δῶμα Καδμεῖον Soph. чума, которой опустошается град Кадмов;
3) отнимать, лишать (τὴν πόλιν ἀνδρῶν Aesch.; χέρας δώρων Eur.; τὸ καύχημά τινος NT): κεκεινωμένου τοῦ τείχεως πάντων Her. когда (крепостная) стена была лишена всех средств обороны;
4) оставлять, покидать (βωμόν, λόχμην Eur.);
5) удалять, извлекать (αἷμα Luc.);
6) (из)расходовать (πᾶν βέλος εἴς τινα Anth.; ἑαυτον NT);
7) сводить к нулю, подавлять (τι NT); pass. становиться тщетным (ἵνα μὴ τὸ καύχημα κενωθῇ NT).