Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐρευνάω: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρευνάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αναζητώ]] ή [[ερευνώ]] για, [[ψάχνω]], [[επιζητώ]], [[εξετάζω]], σε Όμηρ., σε Αττ.· <i>ὧν χρείαν ἐρευνᾷ</i>, τα πράγματα των οποίων αυτός αναζητά την χρησιμότητά τους, δηλ. τα μέσα που βρίσκει πρόσφορα, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ψάχνω]], [[ερευνώ]] ένα [[μέρος]], σε Ηρόδ., Θεόκρ.<br /><b class="num">3.</b> [[ρωτώ]] για [[κάτι]], [[εξετάζω]] κάποιον, σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> με απαρ., ζητώ να κάνω [[κάτι]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἐρευνάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αναζητώ]] ή [[ερευνώ]] για, [[ψάχνω]], [[επιζητώ]], [[εξετάζω]], σε Όμηρ., σε Αττ.· <i>ὧν χρείαν ἐρευνᾷ</i>, τα πράγματα των οποίων αυτός αναζητά την χρησιμότητά τους, δηλ. τα μέσα που βρίσκει πρόσφορα, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ψάχνω]], [[ερευνώ]] ένα [[μέρος]], σε Ηρόδ., Θεόκρ.<br /><b class="num">3.</b> [[ρωτώ]] για [[κάτι]], [[εξετάζω]] κάποιον, σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> με απαρ., ζητώ να κάνω [[κάτι]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρευνάω:''' <b class="num">1)</b> искать: ἐ. τεύχεα κατὰ μυχὸν θαλάμοιο Hom. искать оружия в глубине комнаты; ἐρευνῶν εὑρήσεις Pind. ища найдешь;<br /><b class="num">2)</b> разыскивать, выслеживать (ἴχνια ἐρευνῶντες κύνες Hom.; κακούργους Xen.): μετ᾽ ἴχνιά τινος ἐ. Hom. отыскивать кого-л. по следам;<br /><b class="num">3)</b> расследовать, узнавать (ζητεῖν καὶ ἐ. τι Plat., Dem.; med. πᾶσαν [[πάντῃ]] φύσιν Plat.);<br /><b class="num">4)</b> выпытывать, спрашивать (πικρὰν φάτιν Eur.): ἐ. τὴν σοφὴν εὐβουλίαν Aesch. следовать велениям благоразумия;<br /><b class="num">5)</b> стараться, пытаться (ποιεῖν τι Theocr.).
}}
}}

Revision as of 20:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρευνάω Medium diacritics: ἐρευνάω Low diacritics: ερευνάω Capitals: ΕΡΕΥΝΑΩ
Transliteration A: ereunáō Transliteration B: ereunaō Transliteration C: erevnao Beta Code: e)reuna/w

English (LSJ)

also ἐρευν-ίω GDI5075.35 (Crete), and ἐραυνάω (q.v.):—

   A seek or search for, search after, track, ἴχνι' ἐρευνῶντες κύνες ἤϊσαν Od.19.436 ; μετ' ἀνέρος ἴχνι' ἐρευνῶν Il.18.321 ; τεύχε' ἐ. Od.22.180 ; τὴν σοφὴν εὐβουλίαν A. Pr.1038 ; θεῶν βουλεύματ' Pi.Fr.61 ; νεκρούς E.Med.1318 ; κακούργους X.Cyr.1.2.12 ; ἄν τινα οἴωμαι σοφὸν εἶναι Pl.Ap.23b. cf. 41b ; τὸ γραμματεῖον D.25.61 ; ὧν..ἂν θεὸς χρείαν ἐρευνᾷ the things whereof he seeks after the use, i.e. whatever things he finds serviceable, S.OT725.    2 search, explore a place, Hdt.5.92.δ', Sor.Vit.Hippocr.3 ; τεναγέων ῥοάς Pi.N.3.24 ; ὄρος Theoc.25.221 ; τοὺς ὑπόπτους τῶν τόπων Ael. Tact.17 : abs., εὑρήσεις ἐρευνῶν thou wilt find by searching, Pi.O.13.113, cf. S.Ant.268 ; εἰσβάντες εἰς τὸ πλοῖον ἠρεύνων Antipho 5.29.    3 inquire after, φάτιν E.Hel.662 (lyr.); παίδων ἐρευνῶν σπέρμ' ὅπως γένοιτό μοι Id.Med.669 ; examine into a question, ib.1084 (anap.), cf. Pl.Tht.200e, al.:—also in Med., διάνοια πᾶσαν φύσιν -ωμένη ib.174a ; οἰκημάτιον X.Eph.2.10.    4 c. inf., seek to do, Theoc.7.45.

German (Pape)

[Seite 1026] ausspüren, erspähen, erforschen, ἴχνια, die Fährte des Wildes auswittern, vom Spürhunde, Od. 19, 436; πολλὰ δέ τ' ἄγκε' ἐπῆλθε μετ' ἀνέρος ἴχνι' ἐρευνῶν εἴποθεν ἐξεύροι Il. 18, 321, der Fährte des Mannes nachspüren; τεύχεα, aufsuchen, Od. 22, 180; Pind. Ol. 13, 109; τὴν σοφὴν εὐβουλίαν, danach spähen, ihm folgen, Aesch. Prom. 1040; Soph. Ant. 268; ὧν ἂν θεὸς χρείαν ἐρευνᾷ O. R. 725; νεκρούς Eur. Med. 1318; καὶ ζητῶ Plat. Apol. 23 b; καὶ ἐξετάζειν 41 b; τὰς αἰτίας Legg. VII, 821 b; auch im med., πᾶσαν φύσιν ἐρευνωμένη Theaet. 174 a (wie Ath. VIII, 345 e); κακούργους Xen. Cyr. 1, 2, 12; Folgde; τὸ γραμματεῖον, untersuchen, Dem. 25, 61; c. inf., versuchen, unternehmen, Theocr. 7, 45.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρευνάω: γραφόμενον -έω ἐν Ἐπιγρ. Κρήτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 59 (ἐρέω): - ἐρευνῶ, ἀναζητῶ τι. ζητῶ νὰ εὕρω τι, ἐπιζητῶ, ἐξετάζω, ἴχνι’ ἐρευνῶντες κύνες ἤϊσαν Ὀδ. Π. 436· μετ’ ἀνέρος ἴχνι’ ἐρευνῶν Ἰλ. Σ. 321· τεύχε’ ἐρ. Ὀδ. Χ. 180· οὕτω παρ’ Ἀττ., ἐρευνᾶν τὴν σοφὴν εὐβουλίαν Αἰσχύλ. Πρ. 1038, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 33· νεκροὺς ἐρευνᾶν κἀμὲ τὴν εἰργασμένην; Εὐρ. Μήδ. 1318· κακούργους Ξεν. Κύρ. 1. 2, 12· τὸ γραμματεῖον Δημ. 788 ἐν τέλ.· παρὰ Σοφ., ἐν Ο. Τ. 725, ἡ φράσις: ὦν γὰρ ἂν θεὸς χρείαν ἐρευνᾷ, εἶναι τολμηρὰ ἔκφρασις ὡς εἰ συνίστατο ἐκ τῶν ἑξῆς δύο προτάσεων: ὦν ἂν χρείαν ἔχῃ καὶ ἃ ἂν χρήσιμα ὄντα ἐρευνᾷ. 2) ἐρευνῶ νὰ εὕρω τι, ἐπισταμένη ὡς, εἰ ὑποστρέψαντες ἐς ζήτησιν ἀπικοίατο, πάντα ἐρευνήσειν μέλλοιεν Ἡρόδ. 5. 92, 4· τὸ πλοῖον Ἀντιφῶν 133. 1· ὄρος τανύφυλλον ἐρευνῶν Θεόκρ. 25. 221: - ἀπολ., εὑρήσεις ἐρευνῶν Πινδ. Ο. 13. 161, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 268. 3) ἐρωτῶ περί τινος, ἒ ἒ· πικρὰν δ’ ἐρευνᾷς φάτιν Εὐρ. Ἑλ. 662· παίδων ἐρευνῶν σπέρμ’ ὅπως γένοιτό μοι ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 669· ἐξετάζω ζήτημά τι, αὐτόθι 1089· ταῦτ’ οὖν... ζητῶ καὶ ἐρ. Πλάτ. Ἀπολογ. 23Β, πρβλ. 41Β, Θεαίτ. 200Ε, κ. ἀλλ.: - ὡσαύτως ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, αὐτόθι 174Α. 4) μετ’ ἀπαρ., ζητῶ νὰ πράξω τι, ὅστις ἐρευνῇ ἶσον ὄρευς κορυφᾷ τελέσαι δόμον, ὅστις ζητεῖ νὰ κατασκευάσῃ οἶκον ἴσον τῇ κορυφῇ ὄρους κατὰ τὸ ὕψος, Θεόκρ. 7. 45.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἠρεύνων, f. ἐρευνήσω, ao. ἠρεύνησα, pf. inus.
rechercher, chercher ; particul. chercher à connaître ou à comprendre.
Étymologie: ἔρευνα.

English (Autenrieth)

track, trace, scent out or seek, Od. 22.180.

English (Slater)

ἐρευνάω
   1 find εὑρήσεις ἐρευνῶν μάσσον' ἢ ὡς ἰδέμεν (O. 13.113) ἰδίᾳ τ' ἐρεύνασε τεναγέων ῥοάς (sc. Ἡρακλέης) (N. 3.24) ὅστις ἄνευθ' Ἑλικωνιάδων βαθεῖαν ἐρευνᾷ σοφίας ὁδόν Πα. 7B. 20. οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει βροτέᾳ φρενί (sc. ἀνήρ: Boeckh: ἐρευνᾶσαι Stob. codd., Clem. Alex.) fr. 61. 4. ἐρευνασάτω μεγαλάνορος Ἡσυχίας τὸ φαιδρὸν φάος (ἐρευνάσατο v. l.) fr. 109. 2.

English (Strong)

apparently from ἐρέω (through the idea of inquiry); to seek, i.e. (figuratively) to investigate: search.

English (Thayer)

ἐρεύνω; 1st aorist imperative ἐρεύνησον; (ἡ ἐρευνᾷ a search); from Homer down; to search, examine into: absolutely, τί, ἐραυνάω (which see in its place) T Tr WH have received everywhere into the text, but Lachmann only in ἐξερευνάω.)

Greek Monotonic

ἐρευνάω: μέλ. -ήσω,
I. αναζητώ ή ερευνώ για, ψάχνω, επιζητώ, εξετάζω, σε Όμηρ., σε Αττ.· ὧν χρείαν ἐρευνᾷ, τα πράγματα των οποίων αυτός αναζητά την χρησιμότητά τους, δηλ. τα μέσα που βρίσκει πρόσφορα, σε Σοφ.
2. ψάχνω, ερευνώ ένα μέρος, σε Ηρόδ., Θεόκρ.
3. ρωτώ για κάτι, εξετάζω κάποιον, σε Ευρ., Πλάτ.
4. με απαρ., ζητώ να κάνω κάτι, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρευνάω: 1) искать: ἐ. τεύχεα κατὰ μυχὸν θαλάμοιο Hom. искать оружия в глубине комнаты; ἐρευνῶν εὑρήσεις Pind. ища найдешь;
2) разыскивать, выслеживать (ἴχνια ἐρευνῶντες κύνες Hom.; κακούργους Xen.): μετ᾽ ἴχνιά τινος ἐ. Hom. отыскивать кого-л. по следам;
3) расследовать, узнавать (ζητεῖν καὶ ἐ. τι Plat., Dem.; med. πᾶσαν πάντῃ φύσιν Plat.);
4) выпытывать, спрашивать (πικρὰν φάτιν Eur.): ἐ. τὴν σοφὴν εὐβουλίαν Aesch. следовать велениям благоразумия;
5) стараться, пытаться (ποιεῖν τι Theocr.).