λαῖλαψ: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(5)
(3)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λαῖλαψ:''' -ᾰπος, ἡ (από το επιτατικό <i>λα-</i>, [[λαι-]])· [[θύελλα]], μανιασμένη [[καταιγίδα]], [[τυφώνας]], [[ανεμοστρόβιλος]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''λαῖλαψ:''' -ᾰπος, ἡ (από το επιτατικό <i>λα-</i>, [[λαι-]])· [[θύελλα]], μανιασμένη [[καταιγίδα]], [[τυφώνας]], [[ανεμοστρόβιλος]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λαῖλαψ:''' ᾰπος ἡ<br /><b class="num">1)</b> (тж. λ. ἀνέμου NT и λ. [[ὑγρά]] Plut.) буря с ливнем, вихрь, ураган (ἐρεμνή Hom.; [[χειμωνοτύπος]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> смерч (λ. καὶ [[στρόβιλος]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> перен. туча, наплыв, тьма ([[δυσμενέων]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 12:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαῖλαψ Medium diacritics: λαῖλαψ Low diacritics: λαίλαψ Capitals: ΛΑΙΛΑΨ
Transliteration A: laîlaps Transliteration B: lailaps Transliteration C: lailaps Beta Code: lai=lay

English (LSJ)

ᾰπος, ἡ,

   A furious storm, hurricane, βαῖνον ἐρεμνῇ λαίλαπι ἶσοι Il.12.375; κελαινῇ λ. ἶσος 11.747; ἄνεμος σὺν λαίλαπι πολλῇ 17.57; Ζέφυρος βαθείῃ λ. τύπτων 11.306; Ζέφυρος μεγάλῃ σὺν λ. θύων Od. 12.408, cf. 426; ὅτε τε Ζεὺς λαίλαπα τείνῃ Il.16.365; ὦρσεν ἔπι ζαῆν ἄνεμον . . λ. θεσπεσίῃ Od.12.314, cf. 9.68; ὡς δ' ὑπὸ λαίλαπι . . βέβριθε χθών Il.16.384, cf. Semon.1.15; Νότου λαίλαπι Anacr.113; λαίλαπι χειμωνοτύπῳ A.Supp.33 (anap.), cf. LXX Jb.21.18, Plb.30.11.6; acc. to Arist.Mu.395a7, a whirlwind sweeping upwards: metaph., ἔτλης λαίλαπα δυσμενέων AP7.147 (Arch.).—Not found in early Prose, but common later, cf. λ. ἀνέμου Ev.Marc.4.37, Plu.Tim.28; spelt λαῖλαμψ Sammelb.4324.15:—a form λαιλαπετός, ὁ, occurs in Sch. A Il.11.495, Hsch.

German (Pape)

[Seite 6] απος, ἡ, Sturmwind mit Regen od. dickem Gewölk, der Alles in Finsterniß einhüllt; νέφος φαίνετ' ἰὸν κατὰ πόντον, ἄγει δέ τε λαίλαπα πολλήν, Il. 4, 278 u. öfter; νηυσὶ δ' ἐπῶρσ' ἄνεμον βορέην νεφεληγερέτα Ζεὺς λαίλαπι θεσπεσίῃ, Od. 9, 68; ἐλθὼν ἄνεμος σὺν λαίλαπι πολλῇ 17, 57; auch im Vergleich, ἐπ' ἐπάλξεις βαῖνον ἐρεμνῇ λαίλαπι ἶσοι, Il. 12, 375; λαίλαπι χειμωνοτύπῳ, Aesch. Suppl. 34, u. sp. D., χειμερίοις ἀνέμοις ἢ λαίλαπι πόντου, Arat. Phaen. 760. Auch in Prosa, πάντα εἰκῆ καὶ φύρδην ἐπράττετο καθαπερεὶ λαίλαπός τινος ἐκπεπτωκυίας εἰς αὐτούς, Pol. 30, 14, 6; N. T. Nach Arist. mund. 4, 15 ein von unten nach oben streichender Wirbelwind.

Greek (Liddell-Scott)

λαῖλαψ: απος, ἡ, (πιθ. κατ’ ἀναδιπλ. ἐκ τοῦ λα-, λαι- ἐπιτατικοῦ)· βαῖνον ἐρεμνῇ λαίλαπι ἶσοι Ἰλ. Μ. 375· κελαινῇ λ. ἶσος Λ. 747· ἄνεμος σὺν λαίλαπι πολλῇ Ρ. 57· Ζέφυρος βαθείῃ λ. τύπτων Λ. 306· Ζέφυρος μεγάλῃ σὺν λαίλαπι θύων Ὀδ. Μ. 408, πρβλ. 426. λαίλαπα τείνει Ζεὺς Ἰλ. Π. 365· ὦρσεν ἔπι ζαῆν ἄνεμον... λ. θεσπεσίῃ Ὀδ. Μ. 314, πρβλ. Ι. 68· ὡς δ’ ὑπὸ λαίλαπι... βέβριθε χθὼν Ἰλ. Π. 384, πρβλ. Σιμων. Ἀμοργ. 1. 15· Νότου λαίλαπι Ἀνακρ. 113· λαίλαπι χειμωνοτύπῳ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 34· - κατὰ τὸν Ἀριστ. Κόσμ. 4. 16, εἶναι ἀνεμοστρόβιλος παρασύρων πρὸς τὰ ἄνω, πρβλ. Ἑβδ. (Ἰὼβ ΚΑ΄, 18), Πολύβ. 30. 14, 6· - μεταφ., ἔτλης λαίλαπα δυσμενέων Ἀνθ. Π. 7. 147. Δὲν ἀπαντᾷ ἐν τῷ δοκίμῳ πεζῷ λόγῳ. Τύπος τις λαιλαπετός, ὁ, ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ἑνετ. Σχολ. Ἰλ. Λ. 495, Ἡσύχ. - Ἴδε Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 364-366.

French (Bailly abrégé)

λαίλαπος (ἡ) :
tourbillon de vent avec pluie, bourrasque, ouragan, tempête.
Étymologie: R. Λαπ par développement de la R. Λα, engloutir, absorber, dévorer, d’où détruire, avec redoubl.

English (Autenrieth)

απος: tempest of wind and rain, hurricane.

English (Slater)

λαῑλαψ
   1 storm φέρει λαιλ[α fr. 1a.

Spanish

huracán

English (Strong)

of uncertain derivation; a whirlwind (squall): storm, tempest.

English (Thayer)

(L T Tr WH) not λαῖλαψ (Griesbach), cf. Winer s Grammar, § 6,1e.; Lipsius, Grammat. Untersuch., p. 37f; (Chandler § 620; Tdf. Proleg., p. 101)), λαίλαπος, ἡ (masculine in א* Thomas Magister, Ritschl edition, p. 226,4), a whirlwind, tempestuous wind: λαῖλαψ ἀνέμου (cf. German Sturmwind; ἄνεμος σύν λαίλαπι πολλή, Homer, Iliad 17,57), a violent attack of wind (A. V. a storm of wind), a squall (see below)), Sept., Schmidt (chapter 55 § 13), λαῖλαψ is never a single gust, nor a steadily blowing wind, however violent; but a storm breaking forth from black thunder-clouds in furious gusts, with floods of rain, and throwing everything topsy-turvy; according to Aristotle, de mund. 4, p. 395{a}, 7 it is 'a whirlwind revolving from below upward.')

Greek Monolingual

λαῑλαψ, -απος, ἡ (Α, Μ λαῑλαψ, ὁ)
βλ. λαίλαπα.

Greek Monotonic

λαῖλαψ: -ᾰπος, ἡ (από το επιτατικό λα-, λαι-θύελλα, μανιασμένη καταιγίδα, τυφώνας, ανεμοστρόβιλος, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

λαῖλαψ: ᾰπος ἡ
1) (тж. λ. ἀνέμου NT и λ. ὑγρά Plut.) буря с ливнем, вихрь, ураган (ἐρεμνή Hom.; χειμωνοτύπος Aesch.);
2) смерч (λ. καὶ στρόβιλος Arst.);
3) перен. туча, наплыв, тьма (δυσμενέων Anth.).