σωφρονίζω: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σωφρονίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i> ([[σώφρων]])·<br /><b class="num">1.</b> κάνω κάποιον σώφρονα, τον κάνω να έλθει στα λογικά του, να φρονιμευθεί, να συνετισθεί, [[παιδεύω]], [[τιμωρώ]], σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ. — Παθ., τιμωρούμαι, κολάζομαι, [[γίνομαι]] [[φρόνιμος]], [[έρχομαι]] στα συγκαλά μου, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[πάθη]], [[ορθώνω]], [[μετριάζω]], σε Ξεν.· ομοίως, [[σωφρονίζω]] ἀμπνοάς, [[αναπνέω]] με λιγότερη [[σφοδρότητα]], σε Ευρ.· ἐς εὐτέλειαν [[σωφρονίζω]], [[περιορίζω]], [[περικόπτω]] δαπάνες, σε Θουκ.
|lsmtext='''σωφρονίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i> ([[σώφρων]])·<br /><b class="num">1.</b> κάνω κάποιον σώφρονα, τον κάνω να έλθει στα λογικά του, να φρονιμευθεί, να συνετισθεί, [[παιδεύω]], [[τιμωρώ]], σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ. — Παθ., τιμωρούμαι, κολάζομαι, [[γίνομαι]] [[φρόνιμος]], [[έρχομαι]] στα συγκαλά μου, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[πάθη]], [[ορθώνω]], [[μετριάζω]], σε Ξεν.· ομοίως, [[σωφρονίζω]] ἀμπνοάς, [[αναπνέω]] με λιγότερη [[σφοδρότητα]], σε Ευρ.· ἐς εὐτέλειαν [[σωφρονίζω]], [[περιορίζω]], [[περικόπτω]] δαπάνες, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''σωφρονίζω:''' <b class="num">1)</b> вразумлять, наставлять, учить уму-разуму (τινά Eur., Xen., Plat., Dem.): σεσωφρονίσθαι Plat. образумиться;<br /><b class="num">2)</b> умерять, сдерживать, ограничивать (τὴν λαγνείαν λιμῷ Xen.): τῶν κατὰ τὴν πόλιν τι ἐς εὐτέλειαν σωφρονίσαι Thuc. несколько ограничить государственные расходы; ἀμπνοὰς οὐ σ. Eur. бурно дышать.
}}
}}

Revision as of 09:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωφρονίζω Medium diacritics: σωφρονίζω Low diacritics: σωφρονίζω Capitals: ΣΩΦΡΟΝΙΖΩ
Transliteration A: sōphronízō Transliteration B: sōphronizō Transliteration C: sofronizo Beta Code: swfroni/zw

English (LSJ)

   A recall a person to his senses, chasten, E.Fr.209, Pl.Grg.478d, X.Cyr. 8.6.16, etc.; ἡ τοιαύτη ἧττα σωφρονίζειν ἱκανή ib.3.1.20; τοὺς πονηροτάτους αἱ συμφοραὶ σ. D.25.93: folld. by inf., ἵνα σωφρονίζωσιν τὰς νέας φιλάνδρους εἶναι κτλ. Ep.Tit.2.4:—Pass., to be chastened, learn self-control, Th.6.78, X.Cyr.3.1.19, etc.    2 of passions, things, etc., σ. τὸ θυμούμενον τῆς γνώμης Antipho 2.3.3; οὐ τὴν λαγνείαν λιμῷ σ. X.Mem.2.1.16; ἀμπνοὰς σ. to pant less violently, E.HF869 (troch.); τῶν κατὰ τὴν πόλιν τι ἐς εὐτέλειαν σ. to reduce the expenses of government at home, Th.8.1.

German (Pape)

[Seite 1062] zur Besonnenheit bringen, klug machen, witzigen, bessern, durch Ermahnungen od. Strafen; οὐδέ σ' αἱ τύχαι σεσωφρονίκασιν, Eur. Troad. 350; Antiph. 4 γ 2; Thuc. 6, 78; σωφρονίζει καὶ δικαιοτέρους ποιεῖ ἡ δίκη, Plat. Gorg. 478, l, u. öfter; dah. auch strafen, züchtigen, δι' ἀκολασίαν αὐτοὺς σεσωφρονίσθαι, Phaed. 69 a; im Zaum halten, τὴν λαγνείαν λιμῷ, Xen. Mem. 2, 1, 16, u. öfter, u. Sp., wie Luc. Alex. 21.

Greek (Liddell-Scott)

σωφρονίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ· ― σώφρονα ποιῶ, κάμνω τινὰ νὰ ἔλθῃ εἰς ἑαυτόν, νὰ συνετισθῇ, νὰ γίνῃ φρόνιμος, νὰ βάλῃ γνῶσιν, παιδεύω, τιμωρῶ, Εὐρ. Τρῳ. 350, Ἀποσπ. 208, Ἀντιφῶν 118. 16, Πλάτ., κλπ.· ἡ τοιαύτη ἧττα σωφρονίζειν ἱκανὴ Ξεν. Κύρ. 3. 1, 20· τοὺς πονηροτάτους αἱ συμφοραὶ σωφρ. Δημ. 798. 7. ― Παθ., κολάζομαι, τιμωροῦμαι, γίνομαι σώφρων, ἔρχομαι εἰς ἐμαυτόν, Θουκ. 6. 78, Ξεν., κλπ. 2) ἐπὶ παθῶν, πραγμάτων, κλπ., σ. τὸ θυμούμενον τῆς γνώμης Ἀντιφῶν 118. 16· σ. τὴν λαγνείαν λιμῷ Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 16· σ. ἀμπνοάς, ἀναπνέω μετ’ ἐλάσσονος σφοδρότητος, Εὐρ. Ἡσρ. Μαιν. 869· τῶν κατὰ τὴν πόλιν τι ἐς εὐτέλειαν σ., περιορίζω τὰς δαπάνας τῆς κυβερνήσεως τῆς πόλεως, Θουκ. 8. 1. ΙΙ. ἀμεταβ. = σωφρονέω, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 2, 5. -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 42.

French (Bailly abrégé)

I. rendre modéré, sensé, sage;
II. 1 donner une leçon, corriger ; châtier, acc.;
2 réprimer, contenir : ἐς εὐτέλειαν THC ramener (les dépenses) à la simplicité, réduire les dépenses.
Étymologie: σώφρων.

English (Strong)

from σώφρων; to make of sound mind, i.e. (figuratively) to discipline or correct: teach to be sober.

English (Thayer)

3rd person plural indicative σωφρονιζουσιν, L marginal reading T Tr, others, subjunctive σωφρονίζωσι; "to make one σώφρων, restore one to his senses; to moderate, control, curb, discipline; to hold one to his duty; so from Euripides, and Thucydides down; to admonish, to exhort earnestly (R. V. train"): τινα followed by an infinitive Titus 2:4.

Greek Monolingual

ΝΜΑ σώφρων, -ονος]
καθιστώ σώφρονα κάποιον, συνετίζω, τον κάνω να βάλει γνώση (α. «δεν μπόρεσε κανείς να τον σωφρονίσει» β. «τοὺς πονηροτάτους τὰς γε συμφορὰς σωφρονίζειν λέγουσι», Δημοσθ.)
μσν.-αρχ.
(για πάθη, ορμές) καθιστώ ηπιότερο, καταστέλλω («τὴν λαγνείαν αὐτών τῷ λιμῷ σωφρονίζουσιν», Ξεν.)
αρχ.
1. περιορίζω, μετριάζω
2. φρ. «σωφρονίζω ἀμπνοάς» — αναπνέω πιο ήρεμα (Ευρ.).

Greek Monotonic

σωφρονίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ (σώφρων
1. κάνω κάποιον σώφρονα, τον κάνω να έλθει στα λογικά του, να φρονιμευθεί, να συνετισθεί, παιδεύω, τιμωρώ, σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ. — Παθ., τιμωρούμαι, κολάζομαι, γίνομαι φρόνιμος, έρχομαι στα συγκαλά μου, σε Θουκ. κ.λπ.
2. λέγεται για πάθη, ορθώνω, μετριάζω, σε Ξεν.· ομοίως, σωφρονίζω ἀμπνοάς, αναπνέω με λιγότερη σφοδρότητα, σε Ευρ.· ἐς εὐτέλειαν σωφρονίζω, περιορίζω, περικόπτω δαπάνες, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

σωφρονίζω: 1) вразумлять, наставлять, учить уму-разуму (τινά Eur., Xen., Plat., Dem.): σεσωφρονίσθαι Plat. образумиться;
2) умерять, сдерживать, ограничивать (τὴν λαγνείαν λιμῷ Xen.): τῶν κατὰ τὴν πόλιν τι ἐς εὐτέλειαν σωφρονίσαι Thuc. несколько ограничить государственные расходы; ἀμπνοὰς οὐ σ. Eur. бурно дышать.