φρίξ: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332
(4b)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''φρίξ:''' ῑκός ἡ<br /><b class="num">1)</b> дрожание, волнение, рябь, зыбь: ὑπὸ φρικὸς Βορέω Hom. из поднятых Бореем волн; [[ἐχεύατο]] πόντον ἔπι φ. Hom. море покрылось зыбью; [[θάλασσα]] φρικὶ χαρασσομένη Anth. подернутое зыбью море;<br /><b class="num">2)</b> вставание или стояние дыбом: φρικὶ μαλλὸν ὀρθώσας Babr. ощетинившись.
|elrutext='''φρίξ:''' ῑκός ἡ<br /><b class="num">1)</b> дрожание, волнение, рябь, зыбь: ὑπὸ φρικὸς Βορέω Hom. из поднятых Бореем волн; [[ἐχεύατο]] πόντον ἔπι φ. Hom. море покрылось зыбью; [[θάλασσα]] φρικὶ χαρασσομένη Anth. подернутое зыбью море;<br /><b class="num">2)</b> вставание или стояние дыбом: φρικὶ μαλλὸν ὀρθώσας Babr. ощетинившись.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φρίσσω]]<br /><b class="num">I.</b> the ruffling of a [[smooth]] [[surface]]: the [[ripple]] caused by a [[gust]] of [[wind]] [[over]] the [[smooth]] sea, Lat. [[horror]], Od.<br /><b class="num">II.</b> a [[bristling]] up, of the [[hair]], Babr.
}}
}}

Revision as of 02:45, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρίξ Medium diacritics: φρίξ Low diacritics: φριξ Capitals: ΦΡΙΞ
Transliteration A: phríx Transliteration B: phrix Transliteration C: friks Beta Code: fri/c

English (LSJ)

ἡ, gen. φρῑκός: (φρίσσω):—

   A ruffling of a smooth surface.    I ripple caused by a gust of wind sweeping over the smooth sea, ὑπὸ φρικὸς Βορέω Il.23.692; μελαίνῃ φρικὶ καλυφθείς, of Proteus coming to the surface, Od.4.402; Ζεφύροιο ἐχεύατο πόντον ἔπι φρίξ ripple spread over the sea from the west wind, Il.7.63; μαλακὴν φρῖκα φέροι Ζέφυρος AP7.668 (Leon.); θάλασσα φρικὶ χαρασσομένη ib.10.2 (Antip.Sid.), cf. 14 (Agath.).—Poet. word for Prose φρίκη.    II bristling up, as of the hair, κριὸς βαθείῃ φρικὶ μαλλὸν ὀρθώσας Babr. 93.7.    2 shivering-fit, Hp.Morb.2.68, POxy.924.3 (iv A. D.); φρὶξ ἐπέσχε νῶτα καὶ κνήμας Babr.95.59.

German (Pape)

[Seite 1306] ἡ, φρικός, jede rauhe, ungleiche, unebne Oberfläche; bes. das Rauh-, Unebenwerden der vom Winde bewegten Oberfläche des Meeres, das leichte Aufschauern der Wasserfläche, und die leicht bewegte Wasserfläche selbst, Il. 23, 692, wie μέλαιναν φρῖχ' ὑπαΐξει ἰχθύς 21, 126; μελαίνῃ φρικὶ καλυφθείς Od. 4, 402, vgl. Il. 7, 63 οἵη δὲ Ζεφύροιο ἐχεύατο πόντον ἔπι φρὶξ ὀρνυμένοιο νέον, μελάνει δέ τε πόντος ὑπ' αὐτῆς, vor dem sich erhebenden Westwinde ergoß sich schauernde Wallung über das Meer; bei Sp. aber auch die heftige, wogende Oberfläche des Meeres im Sturme, φρῖκα θαλάσσης Opp. Hal. 1, 470, dah. als Ggstz μαλακὴ φρίξ, Leon. Al. 28 (VI, 204); φρικὶ χαρασσόμενα κύματα Agath. 57 (X, 14); vgl. Antp. Sid. 37 (X, 2). – Eben so von dem Aufstarren, sich Emporsträuben der Haare u. Mähnen od. der Borsten eines Thieres, βαθείῃ φρικὶ μαλλὸν ὀρθώσας, vom Widder gesagt Babr. 93, 7; von den Aehren eines Saatfeldes, u. bes. von der Haut des Menschen, wenn sie eine sogenannte Gänsehaut überläuft, Hippocr. – Vgl. φρίκη.

Greek (Liddell-Scott)

φρίξ: ἡ, γεν. φρῑκός· (φρίσσω)· ― ἡ φρικίασις, ἐλαφρὰ κυματοειδὴς κίνησις ὁμαλῆς ἐπιφανείας. Ι. ὁ ἐλαφρὸς κυματισμὸς ὃν ἐγείρει πνοὴ αἰφνίδιος ἀνέμου ἐπὶ τὴν ὁμαλὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης, Λατιν. horror, ὑπὸ φρικὸς Βορέω Ἰλ. Ψ. 692· μελαίνῃ φρικὶ καλυφθείς, ἐπὶ τοῦ Πρωτέως ἀνερχομένου εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης, Ὀδ. Δ. 402 (ἴδε ἐν λέξει ὑπαΐσσω)· Ζεφύροιο ἐχεύατο πόντον ἕπι φρίξ, ἐλαφρὸς κυματισμὸς ἐχύθη ἀνὰ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσης ἐκ τοῦ Ζεφύρου, Ἰλ. Η. 63 (ἴδε τὰς λέξ. μελάνω, φρίκη)· οὕτω, μαλακὴν φρῖκα φέροι Ζέφυρος Ἀνθ. Π. 7. 668· φρικὶ χαρασσόμενα κύματα Ἀνθ. Παλ. 10. 14, πρβλ. 10. 2· ― σπάνιον παρὰ τοιῖς πεζογράφοις (ἴδε Αἰλ. περὶ Ζῴων 15. 1)· φρίκη εἶναι ἡ παρ’ αὐτοῖς ἐν χρήσει λέξις. ΙΙ. ἀνατριχίασις, ἀνόρθωσις τῶν τριχῶν, κριὸς βαθείῃ φρικὶ μαλλὸν ὀρθώσας Βαβρ. 93. 7· παροξυσμὸς ῥίγους, Ἱππ. 485, 15· φρὶξ ἐπέσχεν ὦτα καὶ κνήμας Βαβρ. 95. 59.

French (Bailly abrégé)

φρικός (ἡ) :
1 frissonnement de la mer;
2 hérissement des poils d’un animal.
Étymologie: R. Φρικ, se hérisser ; cf. φρίσσω.

English (Autenrieth)

φρῖκός (φρίσσω): ruffling of water caused by wind, ripple.

Greek Monolingual

-ικός, ἡ, Α
1. ελαφρός κυματισμός υδάτινης επιφάνειας, φρικίαση («Ζεφύροιο ἐχεύατο πόντον ἔπι φρίξ», Ομ. Ιλ.)
2. ανατρίχιασμα
3. παροξυσμός ρίγους («πυρετὸς ἴσχει ξηρὸς καὶ φρὶξ ἄλλοτε», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία, κατά μία άποψη, μπορεί να συνδεθεί με το γαλατ. brig «κορυφή, άκρη, μύτη», πιθ. < bhriko- < ρίζα bhrēi-k- (πρβλ. και τη ρίζα bhreg- «στέκομαι όρθιος, προς τα πάνω», με διαφορετική παρέκταση -g-). Η σύνδεση της λ. φρίξ με τα λατ. frigus «ρίγος, ψύχος», frigeo «είμαι ψυχρός, ριγώ» δεν θεωρείται πιθανή, αφού οι τ. αυτοί μπορούν να αναχθούν με βεβαιότητα στην ΙΕ ρίζα srig- «κρύο, ψύχος» (βλ. λ. ρίγος)].

Greek Monotonic

φρίξ: γεν. φρῑκός (φρίσσω
I. ρυτίδωση μιας ομαλής επιφάνειας· ελαφρύς κυματισμός που δημιουργήθηκε από την πνοή του ανέμου πάνω στην ήρεμη επιφάνεια της θάλασσας, Λατ. horror, σε Ομήρ. Οδ.
II. ανατριχίλα, ανόρθωση, λέγεται για τα μαλλιά, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

φρίξ: ῑκός ἡ
1) дрожание, волнение, рябь, зыбь: ὑπὸ φρικὸς Βορέω Hom. из поднятых Бореем волн; ἐχεύατο πόντον ἔπι φ. Hom. море покрылось зыбью; θάλασσα φρικὶ χαρασσομένη Anth. подернутое зыбью море;
2) вставание или стояние дыбом: φρικὶ μαλλὸν ὀρθώσας Babr. ощетинившись.

Middle Liddell

φρίσσω
I. the ruffling of a smooth surface: the ripple caused by a gust of wind over the smooth sea, Lat. horror, Od.
II. a bristling up, of the hair, Babr.