ἀναγνωρίζω: Difference between revisions
μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation
(1) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀναγνωρίζω:''' <b class="num">1)</b> вновь узнавать, опознавать (τινά Plat.);<br /><b class="num">2)</b> узнавать, знакомиться (τι Arst.);<br /><b class="num">3)</b> знакомить: ἀναγνωρίσας τινἀς Arst. открывшись или назвав себя некоторым (людям). | |elrutext='''ἀναγνωρίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> вновь узнавать, опознавать (τινά Plat.);<br /><b class="num">2)</b> узнавать, знакомиться (τι Arst.);<br /><b class="num">3)</b> знакомить: ἀναγνωρίσας τινἀς Arst. открывшись или назвав себя некоторым (людям). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 10 January 2019
English (LSJ)
A recognize, Pl.Plt.258a, Prm.127a, al.:—Med.,Apollod. 3.5.5: Pass., LXX Ge.45.1. 2 in a tragedy, recognize or come to the knowledge of a person or thing, so as to produce a dénouement, Arist.Po.1452a36, al. b reveal oneself, make oneself known, ib. 1452b5, al. c causal, cause to recognize, reveal oneself to, D.S.4.59. 3 recognize a rule in a new instance, Arist.APr.67a24.
German (Pape)
[Seite 184] wiedererkennen, Plat., z. B. Lach. 181 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγνωρίζω: ὡς καὶ παρ᾿ ἡμῖν, Πλάτ. Πολιτ. 258Α, Παρμ. 127Α, καὶ ἀλλ.: - Μέσ., Ἀπολλόδ. 3. 5, 5. 2) ἐν τῇ τραγωδίᾳ, ἀναγνωρίζω, λαμβάνω γνῶσιν προσώπου ἐν τοιαύτῃ περιπετείᾳ ὥστε ἐξ αὐτῆς νὰ πηγάζῃ ἡ λύσις τῆς πλοκῆς τοῦ δράματος, Ἀριστ. Ποιητ. 14, 13 κἑξ. 17, 6: ‒ - ἐν 16 φαίνεται ὅτι ἔχει ἐνεργητικὴν σημασίαν, καθιστῶ τινα γνωστόν. ΙΙ. δι᾿ ἐπαγωγῆς, λαμβάνω γνῶσιν πράγματος τινος ὡς εἰ ἐγνώριζον αὐτὸ πρότερον, ὁ αὐτ. Ἀν. Πρ. 2. 21, 7· πρβλ. Πλάτ. Μένων 81C.
French (Bailly abrégé)
reconnaître.
Étymologie: ἀνά, γνωρίζω.
Spanish (DGE)
I 1reconocer c. ac. de pers. με Pl.Prm.127a, τοὺς συγγενεῖς Pl.Plt.258a, ἀλλήλους Pl.La.181c, ἐξ ὧν ἔλεγεν ἀναγνωρίσας αὐτήν X.Eph.5.9.9
•v. med. τὴν μητέρα Apollod.3.5.5
•reconocer una regla en un nuevo ejemplo, Arist.APr.67a24.
2 en v. med.-pas. darse a conocer Ιωσηφ ... ἀνεγνωρίζετο τοῖς ἀδελφοῖς LXX Ge.45.1.
3 reconocer, confesar la dependencia respecto a υἱὸς εἶ ... ἀναγνώρισον τὸν πατέρα Clem.Al.Prot.10.99.3.
4 llegar a conocer bien ταύτην Herm.Vis.1.1.1.
II en teoría lit.
1 según Arist. a propósito de la tragedia reconocer a una persona como Orestes a Ifigenia en IT: en v. pas. ἡ μὲν Ἰφιγένεια τῷ Ὀρέστῃ ἀνεγνωρίσθη Arist.Po.1452b5, Ὀδυσσεὺς ... ἀνεγνωρίσθη ὑπὸ τῆς τροφοῦ Arist.Po.1454b27
•abs. caer en la cuenta, descubrir εἰ πέπραγέ τις ἢ μὴ πέπραγεν, ἔστιν ἀναγνωρίσαι Arist.Po.1452a36.
2 tb. de la tragedia según Arist. darse a conocer, hacer que le reconozcan οἷον Ὀρέστης ἐν τῇ Ἰφιγενείᾳ ἀνεγνώρισεν ὅτι Ὀρέστης Arist.Po.1454b31, cf. 1455b9, 21
•en mitos (Θησεύς) τὸν Αἰγέα διὰ τῶν συμβόλων ἀνεγνώρισε (Teseo) se hizo reconocer por Egeo gracias a las contraseñas D.S.4.59.
English (Thayer)
1st aorist passive ἀνεγνωρίσθην; to recognize: Tr text WH text ἐγνωρίσθη) was recognized by his brethren, cf. Plato, politic., p. 258a. ἀναγνωρίζειν τούς συγγενεῖς.)
Greek Monolingual
(Α ἀναγνωρίζω)
γνωρίζω εκ νέου κάποιον ή κάτι που μού ήταν γνωστό προηγουμένως, ξαναφέρνω στη μνήμη μου, θυμάμαι
νεοελλ.
1. δέχομαι κάτι ως πραγματικό, ομολογώ, παραδέχομαι, αποδέχομαι, εκτιμώ
2. θεωρώ κάτι έγκυρο
3. (μτχ. παθ. πρκμ.) αναγνωρισμένος, -η, -ο
ο γενικά αποδεκτός, έγκυρος, φημισμένος
αρχ.-μσν.
κάνω τον εαυτό μου γνωστό, παρουσιάζομαι, φανερώνομαι, αποκαλύπτομαι
αρχ.
1. (στην τραγωδία) λαμβάνω γνώση προσώπου ή πράγματος και έτσι προκαλείται η λύση της πλοκής του δράματος
2. γνωρίζω, με την εφαρμογή της επαγωγικής μεθόδου, κάτι που δεν γνώριζα πρωτύτερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + γνωρίζω.
ΠΑΡ. αναγνώριση(-ις), αναγνώρισμα, αναγνωρισμός
μσν.- νεοελλ.
αναγνωριστικός νεοελλ. αναγνωρίσιμος].
Russian (Dvoretsky)
ἀναγνωρίζω:
1) вновь узнавать, опознавать (τινά Plat.);
2) узнавать, знакомиться (τι Arst.);
3) знакомить: ἀναγνωρίσας τινἀς Arst. открывшись или назвав себя некоторым (людям).