προμήκης: Difference between revisions
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προμήκης:''' <b class="num">1)</b> (тж. π. τὴν μορφήν или τὸ [[σχῆμα]] Arst.): удлиненный, продолговатый (ἡ π. [[φύσις]], sc. τῶν ὄφεων Arst.): π. τὴν κεφαλήν (acc. relat.) Plat. с удлиненной головой;<br /><b class="num">2)</b> состоящий из двух неравных сомножителей ([[ἀριθμός]] Plat.). | |elrutext='''προμήκης:''' <b class="num">1)</b> (тж. π. τὴν μορφήν или τὸ [[σχῆμα]] Arst.): удлиненный, продолговатый (ἡ π. [[φύσις]], sc. τῶν ὄφεων Arst.): π. τὴν κεφαλήν (acc. relat.) Plat. с удлиненной головой;<br /><b class="num">2)</b> состоящий из двух неравных сомножителей ([[ἀριθμός]] Plat.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προμήκης -ες [πρό, μῆκος] langwerpig:. προμήκης τῇ κεφαλῇ met langwerpig hoofd Plut. Per. 3.3. geom. ongelijkzijdig; Plat. Tim. 54a; van getallen die uit ongelijke factoren zijn opgebouwd, bijv. 6=3x2. Plat. Tht. 148a. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:28, 1 January 2019
English (LSJ)
ες, (μῆκος)
A prolonged, elongated, βέλεα Hp.VC11, cf. S. Ichn.294; π. ἡ τῶν ὄφεων φύσις Arist.GA718a20; σφῆκες -έστεροι τὴν μορφήν Id.HA627b25, etc.; of Pericles, π. τὴν κεφαλήν Plu.Per. 3. 2 protruding, γλῶσσα Aret.SA1.5. II oblong, σχῆμα Pl. Tht.148a; φύλλον προμηκέστερον ἀπίου Thphr.HP3.10.1; of rightangled triangles, having the sides which contain the right angle unequal, Pl.Ti.54a. 2 of numbers, made up of two unequal factors (as 8 = 2 X 4, 32 = 4 X 8), opp. τετράγωνος or ἰσόπλευρος, Id.Tht.l.c., D.L.3.24; also of solid numbers, having not more than two out of three factors equal, Anon. in Tht.42.45.
German (Pape)
[Seite 734] ες, vorn lang od. länglich zugehend, oblong Plat. Tim. 54 a u. öfter; auch ἀριθμός, Theaet. 148 a, wie 2 mal 4 = 8, 4. 8 = 32, Nicom. arithm. 2, 18.
Greek (Liddell-Scott)
προμήκης: -ες, (μῆκος) μακρός, βέλος Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 903· πρ. ἡ τῶν ὄφεων φύσις Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 7, 1· σφῆκες προμηκέστεροι τὴν μορφὴν ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 41. 1, κτλ.· ἐπὶ τοῦ Περικλέους, προμήκης τὴν κεφαλὴν Πλουτ. Περικλ. 3. ΙΙ. ἐπιμήκης, ὀρθογώνιος, Πλάτ. Τίμ. 54Α· φύλλον προμηκέστερον ἀπίου Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 1. 2) ἐπὶ ἀριθμῶν, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ δύο ἀνίσων παραγόντων (οἷον 8 = 2 x 4, 32 = 4 x 8), ἀντίθετον τῷ τετράγωνος ἢ ἰσόπλευρος, Πλάτ. Θεαίτ. 148Α, Διογ. Λ. 3. 24. Πρβλ. ἑτερομήκης.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
oblong, allongé ; προμήκης ἀριθμός nombre qui est le produit de deux facteurs inégaux.
Étymologie: πρό, μῆκος.
Greek Monolingual
-όμηκες, ΝΑ
νεοελλ.
φρ. α) «προμήκης μυελός» — τμήμα του εγκεφαλικού στελέχους που αποτελεί συνέχεια του άνω άκρου του νωτιαίου μυελού, περνά από το ινιακό τρήμα και καταλήγει ενούμενο με τη γέφυρα και το οποίο αποτελείται από φαιά ουσία [κυτταρικά σώματα τών νευρώνων] και λευκή ουσία [νευρικές ίνες]
β) «προμήκης δόνηση» — δόνηση του αέρα κατά την οποία η κύμανση, καθώς προχωρεί, παράγει τον ήχο
αρχ.
αυτός που εκτείνεται προς τα εμπρός («προμήκης ἡ τῶν ὄφεων φύσις», Αριστοτ.)
2. (για γλώσσα) αυτή που προεξέχει
3. προσωνυμία του Περικλή επειδή είχε μακρουλό κεφάλι («προμήκη δὴ τὴν κεφαλήν καὶ ἀσύμμετρον», Πλούτ.)
4. επιμήκης, μακρουλός
5. (για ορθογώνιο τρίγωνο) αυτό που έχει τις πλευρές οι οποίες περιλαμβάνουν την ορθή γωνία άνισες («τοῑν δὴ δυοῑν τριγώνοιν τὸ μὲν ἰσοσκελὲς μίαν εἴληχε φύσιν, τὸ δὲ πρόμηκες ἀπεράντους», Πλάτ.)
6. (για αριθμό) αυτός που προέρχεται από δύο άνισους παράγοντες, π.χ. 8 = 2x4
7. (για στερεό σχήμα) αυτός που, από τις τρεις διαστάσεις του, έχει το πολύ τις δύο ίσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. επι-μήκης].
Greek Monotonic
προμήκης: -ες (μῆκος), παρατεταμένος, επιμηκυμένος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
προμήκης: 1) (тж. π. τὴν μορφήν или τὸ σχῆμα Arst.): удлиненный, продолговатый (ἡ π. φύσις, sc. τῶν ὄφεων Arst.): π. τὴν κεφαλήν (acc. relat.) Plat. с удлиненной головой;
2) состоящий из двух неравных сомножителей (ἀριθμός Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προμήκης -ες [πρό, μῆκος] langwerpig:. προμήκης τῇ κεφαλῇ met langwerpig hoofd Plut. Per. 3.3. geom. ongelijkzijdig; Plat. Tim. 54a; van getallen die uit ongelijke factoren zijn opgebouwd, bijv. 6=3x2. Plat. Tht. 148a.