πρηγορεών: Difference between revisions

From LSJ

ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.

Source
m (Text replacement - ">" to ">")
(2b)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πρηγορεών]], ορ [[πρηγορών]], ῶνος, ὁ,<br />the [[crop]] of birds, Ar. [From πρό, [[ἀγείρω]], [[because]] birds [[collect]] [[their]] [[food]] [[there]] [[before]] it passes [[into]] the [[second]] [[stomach]].]
|mdlsjtxt=[[πρηγορεών]], ορ [[πρηγορών]], ῶνος, ὁ,<br />the [[crop]] of birds, Ar. [From πρό, [[ἀγείρω]], [[because]] birds [[collect]] [[their]] [[food]] [[there]] [[before]] it passes [[into]] the [[second]] [[stomach]].]
}}
{{FriskDe
|ftr='''πρηγορεών''': -ῶνος<br />{prēgoreṓn}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Kropf der Vögel]] (Ar., H., Poll.).<br />'''Etymology''' : Eig. "Ort (Körperteil) des Vorversammelns (des Fraßes)", "[[ἔνθα]] προαθροίζεται ἡ [[τροφή]]" (Poll.); Bildung auf -εών wie [[ἀνθερεών]], [[κενεών]] und andere Standort- und Körperteilbenennungen (Chantraine Form. 164 f., Schwyzer 488) von *[[προάγορος]] (zum Komp.vokal Schwyzer 398 u. 402) oder direkt von προαγείρειν.<br />'''Page''' 2,593
}}
}}

Revision as of 15:38, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρηγορεών Medium diacritics: πρηγορεών Low diacritics: πρηγορεών Capitals: ΠΡΗΓΟΡΕΩΝ
Transliteration A: prēgoreṓn Transliteration B: prēgoreōn Transliteration C: prigoreon Beta Code: prhgorew/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,

   A crop of birds, Ar.Eq.374 (metaph. of Cleon), Av.1113 (πρηγορῶνα, -ῶνας cj. Bentley); from πρό, ἀγείρω, because birds collect their food there before it passes into the second stomach, Hsch., Poll.2.204, EM688.33, Suid., Apollonius ap.Zonar.: written προηγορεών, EMl.c., cf. Suid.

German (Pape)

[Seite 699] ῶνος, ὁ, = προηγορεών, Ar. Equ. 374 Av. 1113.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
jabot des oiseaux.
Étymologie: πρό, ἀγείρω.

Greek Monolingual

και πρηγορών και προηγορεών, -ῶνος, β, Α
1. είδος εξογκώματος στον λαιμό τών πτηνών, πρόλοβος, γκούσα
2. (στον Αριστοφ.) σκωπτικός χαρακτηρισμός του Κλέωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρηγορεών (< προ-ηγορεών, με έκθλιψη του -ο- ή κράση τών -οη-, πρβλ. προ-ηρόσιος > πρηρόσιος) είναι σύνθ. από την πρόθεση πρό και τη λ. ἀγορά (< ἀγείρω «συγκεντρώνω», με -η- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει) και εμφανίζει επίθημα -εών / -ών, που απαντά σε λ. οι οποίες δηλώνουν κυρίως τόπο, αλλά μερικές φορές και μέλη του σώματος (πρβλ. βουβ-ών, μυ-ών, ποδ-εών). Το εξόγκωμα αυτό στον λαιμό τών πτηνών ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι εκεί συγκεντρώνεται η τροφή πριν από την είσοδό της στο στομάχι].

Greek Monotonic

πρηγορεών: ή πρηγορών, -ῶνος, ὁ, ο πρόλοβος των πτηνών, σε Αριστοφ. (από τα πρὸκαι ἀγείρω, επειδή τα πτηνά συγκεντρώνουν εκεί την τροφή τους πριν αυτή περάσει στο δεύτερο στομάχι).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρηγορεών -ῶνος, ὁ [πρό, ~ ἀγείρω] krop (van vogels).

Russian (Dvoretsky)

πρηγορεών: стяж. πρηγορών, ῶνος ὁ зоб (у птиц) Arph.

Frisk Etymological English

-ῶνος
Grammatical information: m.
Meaning: crop of a bird (Ar., H., Poll.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Prop. "place (bodypart) of collecting (of the bite)", "ἔνθα προαθροίζεται ἡ τροφή" (Poll.); formation in -εών like ἀνθερεών, κενεών and other des. of place and parts of the body (Chantraine Form. 164 f., Schwyzer 488) from *προ-άγορος (on the vowel of the compound Schwyzer 398 a. 402) or direct from προ-αγείρειν.

Middle Liddell

πρηγορεών, ορ πρηγορών, ῶνος, ὁ,
the crop of birds, Ar. [From πρό, ἀγείρω, because birds collect their food there before it passes into the second stomach.]

Frisk Etymology German

πρηγορεών: -ῶνος
{prēgoreṓn}
Grammar: m.
Meaning: Kropf der Vögel (Ar., H., Poll.).
Etymology : Eig. "Ort (Körperteil) des Vorversammelns (des Fraßes)", "ἔνθα προαθροίζεται ἡ τροφή" (Poll.); Bildung auf -εών wie ἀνθερεών, κενεών und andere Standort- und Körperteilbenennungen (Chantraine Form. 164 f., Schwyzer 488) von *προάγορος (zum Komp.vokal Schwyzer 398 u. 402) oder direkt von προαγείρειν.
Page 2,593