κυλλός: Difference between revisions
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=") |
(2a) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κυλλός]], ή, όν<br />[[crooked]], [[crippled]], [[properly]] of legs [[bent]] outwards by [[disease]], Ar.:— ἔμβαλε κυλλῇ (sc. χειρί) put [[into]] a [[crooked]] [[hand]], i. e. with the fingers [[crooked]] like a [[beggar]]'s, Ar. | |mdlsjtxt=[[κυλλός]], ή, όν<br />[[crooked]], [[crippled]], [[properly]] of legs [[bent]] outwards by [[disease]], Ar.:— ἔμβαλε κυλλῇ (sc. χειρί) put [[into]] a [[crooked]] [[hand]], i. e. with the fingers [[crooked]] like a [[beggar]]'s, Ar. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''κυλλός''': {kullós}<br />'''Meaning''': [[verkrüppelt]], [[verstümmelt an Hand und Fuß]] (ion. att.);<br />'''Composita''' : als Vorderglied in [[κυλλοποδίων]] (Vok. -ον) Beiw. des Hephaistos [[mit verkrüppeltem Fuß]], [[Hinker]] (Il.), aus [[κυλλόπους]] ib. (hell.) nach den Nomina auf -ίων erweitert (Schwyzer 487).<br />'''Derivative''': κυλλόομαι, -όω [[verkrüppeln]] (Hp., Gal.) mit -ωσις, -ωμα; [[κυλλαίνω]] intr. ib. (S., Ph.). — Auch [[κύλλαιος]]· [[βόστρυχος]] H.? (Grošelj Živa Ant. 3, 202).<br />'''Etymology''' : Wohl mit [[κελλόν]]· στρεβλόν, πλάγιον H. (s. [[κελλάς]]) irgendwie zusammenhängend; das -υ- auch in [[κυλίνδω]]. Die zur Erklärung davon herangezogenen aind. ''kuṇi''- [[lahm am Arm]] und noch mehr ''kuṇḍá''- n. [[Krug]] sind unzuverlässige Zeugen, s. Mayrhofer Wb. s. v. Über die angenommene weitere Beziehung zu (''s'')''qel''- [[biegen]], [[krumm]] s. WP. 2, 597 f., Pok. 928, W.-Hofmann s. ''colubra''; vgl. noch zu [[κυρτός]].<br />'''Page''' 2,47 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:08, 2 October 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A club-footed and bandy-legged, opp. βλαισός, Hp. Art.53, cf. 62; κ. πούς ib.53, Ar.Av.1379. 2 generally, deformed, contracted, κ. οὖς Hp.Art.40; crippled in the arm, κ. ἠκόντιζεν ἀμείνονα AP11.84 (Lucill.), cf. Ev.Matt.15.30, Gal.UP1.17, al.; ἔμβαλε κυλλῇ (sc. χειρί) put into a crooked hand, i.e. with the fingers crooked like a beggar's, to catch an alms, Ar.Eq.1083, cf. Sch.adloc. 2 of things, crooked, κ. κυκλάς PLond.3.776.10 (vi A.D.). II κυλλά, τά, choliambi, Herod.8.79.
Greek (Liddell-Scott)
κυλλός: -ή, -όν, ὁ ἔχων βεβλαμμένους τοὺς πόδας, χωλός, κυρίως ἐπὶ ποδῶν κεκαμμένων πρὸς τὰ ἐκτὸς διὰ νόσον, ἀντίθ. τῷ βλαισός, Ἱππ. π. Ἄρθ. 820, πρβλ. 819Β, 827Ε· μηρὸς κυλλότερος 822Β· κ. ποὺς 821Β, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1379· κ. οὖς Ἱππ. 805Η. ἴδε Foës. Oecon. ― ἔμβαλε κυλλῇ (δηλ. χειρί), βάλε εἰς τὸ κοῖλον τῆς χειρός, ἢ κατ’ ἄλλους εἰς τὸ «κουλλὸν χέρι», Ἀριστοφ. Ἱππ. 1083, πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 courbé;
2 tortu, déformé.
Étymologie: R. Κυρ, Κυλ, être courbé ; cf. κοῖλος.
English (Strong)
from the same as κυλιόω; rocking about, i.e. crippled (maimed, in feet or hands): maimed.
English (Thayer)
κυλλή, κυλλόν (akin to κύκλος, κυλίω, Latin circus, curvus, etc.; Curtius, § 81);
1. crooked; of the members of the body (Hippocrates, Aristophanes av. 1379): as distinguished from χωλός, it seems to be injured or disabled in the hands (but doubted by many), Tr marginal reading brackets κυλλούς and WH read it in marginal reading only).
2. maimed, mutilated (οὕς, Hippocrates, p. 805 (iii., p. 186, Kühn edition)): Mark 9:43.
Greek Monolingual
κυλλός, -ή, -όν (AM)
αυτός που έχει παραμορφωμένο το ένα του χέρι
αρχ.
1. αυτός που έχει κάποιο ελάττωμα στο ένα ή και στα δύο του πόδια, κυρίως πόδια που λυγίζουν προς τα έξω από αρθρίτιδα
2. γεν. στρεβλός, παραμορφωμένος («κυλλὸν οὖς», Ιπποκρ.)
3. (για πράγμα) αγκυλωτός, στρεπτός
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κυλλά
(μετρ.) οι χωλίαμβοι
5. φρ. «ἔμβαλε κυλλῇ» (ενν. χειρί)
βάλε στο κοίλο του χεριού, στη χούφτα του τεντωμένου και με τα δάκτυλα κυρτωμένα χεριού, όπως του επαίτη που ζητεί ελεημοσύνη (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εμφανίζει θ. κυλ- (πρβλ. κυλίνδω) και ανάγεται στην ΙΕ ρίζα (s)kel- «στρέφω, στηρίζω, κυρτός». Συνδέεται πιθ. με τη γλώσσα του Ησύχ. κελλόν- στρεβλόν, πλάγιον, καθώς και με αρχ.-ινδ. kuni- «παράλυτος στα χέρια»].
Greek Monotonic
κυλλός: -ή, -όν, κουτσός, παράλυτος, χωλός, κυρίως λέγεται για στρεβλά πόδια από ασθένεια, σε Αριστοφ.· ἔμβαλε κυλλῇ (ενν. χειρί), του έβαλε σε παράλυτο-κουλό χέρι, δηλ. με τα δάχτυλα κυρτωμένα, όπως σε ζητιάνου, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
κυλλός: кривой, хромой (πούς Arph.). - см. тж. κυλλή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυλλός -ή -όν krom, misvormd (van personen en lichaamsdelen).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: deformed, crippled, crooked in hand and foot etc.' (IA.).
Compounds: as 1. member in κυλλο-ποδίων (voc. -ον) adjunct of Hephaistos with crippled feet, hinker (Il.), from κυλλό-πους id. (hell.) after the nouns in -ίων (Schwyzer 487).
Derivatives: κυλλόομαι, -όω be crippled (Hp., Gal.) with -ωσις, -ωμα; κυλλαίνω intr. id. (S., Ph.). Also κύλλαιος βόστρυχος H.? (Grošelj Živa Ant. 3, 202).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [928] *(s)kel- bend, crook
Etymology: Prob. with κελλόν στρεβλόν, πλάγιον H. (s. κελλάς s. v.) connected; [the -υ- in κυλίνδω does not belong here]. (The adduced Skt. kuṇi- lame of an arm and even more kuṇḍá- n. jar do not belong here, s. Mayrhofer Wb. s. v.) The form is recently explained by B. Vine, Comp. Indogerm. (1999) 566 from *kol-i̯ó- (according to a variant of Cowgill's law of ο > υ). Pok. 928; cf. also on κυρτός. Or is the word rather Pre-Greek; cf. Fur. 354 n. 55.
Middle Liddell
κυλλός, ή, όν
crooked, crippled, properly of legs bent outwards by disease, Ar.:— ἔμβαλε κυλλῇ (sc. χειρί) put into a crooked hand, i. e. with the fingers crooked like a beggar's, Ar.
Frisk Etymology German
κυλλός: {kullós}
Meaning: verkrüppelt, verstümmelt an Hand und Fuß (ion. att.);
Composita : als Vorderglied in κυλλοποδίων (Vok. -ον) Beiw. des Hephaistos mit verkrüppeltem Fuß, Hinker (Il.), aus κυλλόπους ib. (hell.) nach den Nomina auf -ίων erweitert (Schwyzer 487).
Derivative: κυλλόομαι, -όω verkrüppeln (Hp., Gal.) mit -ωσις, -ωμα; κυλλαίνω intr. ib. (S., Ph.). — Auch κύλλαιος· βόστρυχος H.? (Grošelj Živa Ant. 3, 202).
Etymology : Wohl mit κελλόν· στρεβλόν, πλάγιον H. (s. κελλάς) irgendwie zusammenhängend; das -υ- auch in κυλίνδω. Die zur Erklärung davon herangezogenen aind. kuṇi- lahm am Arm und noch mehr kuṇḍá- n. Krug sind unzuverlässige Zeugen, s. Mayrhofer Wb. s. v. Über die angenommene weitere Beziehung zu (s)qel- biegen, krumm s. WP. 2, 597 f., Pok. 928, W.-Hofmann s. colubra; vgl. noch zu κυρτός.
Page 2,47