διόρθωμα: Difference between revisions
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diorthoma | |Transliteration C=diorthoma | ||
|Beta Code=dio/rqwma | |Beta Code=dio/rqwma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">making straight, setting right</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>33</span> (pl.); [[instrument]] or <b class="b2">means of setting right</b>, <b class="b3">δ. τι ἐντιθέναι εἰς</b>… ib.<span class="bibl">37</span>; | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">making straight, setting right</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>33</span> (pl.); [[instrument]] or <b class="b2">means of setting right</b>, <b class="b3">δ. τι ἐντιθέναι εἰς</b>… ib.<span class="bibl">37</span>; [[means of correction]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1284b20</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[amendment]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Num.</span>17</span>; [[revision]], νόμου <span class="bibl"><span class="title">PRev.Laws</span> 57.1</span> (iii B. C.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:20, 30 June 2020
English (LSJ)
ατος, τό,
A making straight, setting right, Hp.Art.33 (pl.); instrument or means of setting right, δ. τι ἐντιθέναι εἰς… ib.37; means of correction, Arist.Pol.1284b20. II amendment, Plu.Num.17; revision, νόμου PRev.Laws 57.1 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 635] τό, Berichtigung, Verbesserung. Arist. pol. 3. 13; τὸ περὶ τὸν νόμον Plut. Num. 17.
Greek (Liddell-Scott)
διόρθωμα: τό, τὸ διορθοῦσθαι, τακτοποίησις, Ἱππ. Ἄρθρ. 799· ὄργανον ἢ μέσον πρὸς διόρθωσιν, δ. τι ἐντιθέναι εἰς…, αὐτόθι 802. ΙΙ. διόρθωσις σφάλματος, τροποποίησις, βελτίωσις, Ἀριστ. Πολ. 3. 13, 23, Πλούτ. Νουμ. 17.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
redressement ; fig. réforme, amélioration.
Étymologie: διορθόω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 medic. férula ἐς τὸν μυκτῆρα ἄκρον δ. τι ... ἐντιθέναι Hp.Art.38
•c. gen. asentamiento correcto τῶν πλευρέων Hp.Art.49
•en metáf. enderezamiento βέλτιον μὲν οὖν τὸν νομοθέτην ... μὴ δεῖσθαι τοιαύτης ἰατρείας· δεύτερος δὲ πλοῦς ... πειρᾶσθαι τοιούτῳ διωρθώματι διορθοῦν lo mejor sería que el legislador ... no necesitara de tal remedio, pero una segunda maniobra ... es intentar enderezar con tal medio ref. al ostracismo, Arist.Pol.1284b20.
2 jur. corrección escrita, acta de corrección, reglamento rectificativo de leyes y ordenanzas εἰ δέ τί κα τῶν δι[ο] ρθωμάτων ... ἀμφίλλογον γίνηται FD 4.352.3.7 (II a.C.), κατὰ τὸ δ. τὸ κυρωθὲν ὑπὸ τοῦ δήμου según el acta de corrección sancionada por la asamblea, IEryth.166.2 (II a.C.), δραχμὰς ... ἃς ἐπηνγείλατο κατὰ τὸ δ. εἰς τὴν τοῦ θεάτρου κατασκευήν IIasos 180.8 (II/I a.C.), δεκαπέντε στατῆρας κατὰ τὸν νόμον, ἃ γίνεται κατὰ τὸ δ. δεινάρια εἴκοσι IG 9(2).415b.57 (Tesalia I a.C.), cf. IIasos 23.17 (II a.C.), SEG 34.558.16 (Larisa II a.C.), Jahresh.35.1943 Beibl.121.3 (Quíos I a.C.), en el Egipto ptol. de reglamentos fiscales δ. τοῦ νόμου ἐπὶ τῇ ἐλαικῇ PRev.Laws.57.1, 59.1, 103.4, cf. UPZ 112.1.6 (ambos III a.C.).
3 gener. reforma περὶ τὸν νόμον Plu.Num.17, διορθωμάτων γινομένων τῷ ἔθνει τούτῳ διὰ τῆς σῆς προνοίας Act.Ap.24.2
•enmienda moral τὸν σοφὸν ... ἐπιχαρήσεσθαί τινι ἐπὶ τῷ διορθώματι que el sabio se alegrará con el que se enmienda Epicur.[1] 121b.
English (Thayer)
(διόρθωσις) διορθώσεως, ἡ (from διορθόω);
1. properly, in a physical sense, a making straight, restoring to its natural and normal condition something which in some way protrudes or has got out of line, as (in Hippocrates) broken or misshapen limbs.
2. of acts and institutions, reformation: καιρός διορθώσεως a season of reformation, or the perfecting of things, referring to the times of the Messiah, Aristotle, Pol. 3,1, 4 (p. 1275{b}, 13); νόμου, de mund. 6, p. 400{b}, 29; (cf. Josephus, contra Apion 2,20, 2); Polybius 3,118, 12 τῶν πολιτευματων, Diodorus 1,75 τῶν ἁμαρτημάτων, Josephus, Antiquities 2,4, 4; b. j. 1,20, 1; others; (cf. Lob. ad Phryn., p. 250f).)
Greek Monolingual
το (AM διόρθωμα) διορθώ
1. τακτοποίηση, αποκατάσταση στην ορθή θέση
2. απάλειψη σφαλμάτων, συμπλήρωση κενών, βελτίωση
νεοελλ.
1. επισκευή, επιδιόρθωση
2. τιμωρία
αρχ.
1. όργανο ή μέσο για διόρθωση
2. (για νόμο) τροποποίηση.
Greek Monotonic
διόρθωμα: τό, διόρθωση, τακτοποίηση, τροποποίηση, βελτίωση, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
διόρθωμα: ατος τό досл. выпрямление, перен. исправление, улучшение Arst., Plut.
Middle Liddell
διόρθωμα, ατος, τό, [from διορθόω n
a making straight, amendment, Plut. [from διορθόω
Chinese
原文音譯:katÒrqwma 卡特-哦而拖馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向下-直立的
字義溯源:完全正直,正,改正,改良,情況良好,順適,更正;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ὀρθός)*=正直的)組成。註:和合本以 (διόρθωμα)代替 (διόρθωμα / κατόρθωμα)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 正(1) 徒24:3