πλόκαμος: Difference between revisions

From LSJ

Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σποράProcreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid

Menander, Monostichoi, 641
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=plokamos
|Transliteration C=plokamos
|Beta Code=plo/kamos
|Beta Code=plo/kamos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[lock]] or <b class="b2">braid of hair</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>6</span>,<span class="bibl">187</span>, <span class="bibl">Hdt.4.34</span>: in pl., <b class="b2">locks, curling hair</b>, prop. of women, <span class="bibl">Il.14.176</span>; of a man, κομᾶν πλόκαμοι <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.82</span>; <b class="b3">π. Τυφῶ</b>, dithyrambic phrase in <span class="bibl">Ar. <span class="title">Nu.</span>336</span>; τί πλόκαμοι ῥέξωμεν, ὅτ' οὔρεα τοῖα σιδήρῳ εἴκουσιν; Call. in <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>9.1092.47</span>: in sg. also, collectively, = [[κόμη]], <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>313</span>, etc.; τριχὸς π. <span class="bibl">Id.<span class="title">Th.</span>564</span> (lyr.); χαίτας π. <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>309</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">Βερενίκης π</b>., a constellation, Hsch., cf. Call.l.c.; ἡ τοῦ π. συστροφή <span class="bibl">Ptol. <span class="title">Tetr.</span>26</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[πλεκτάνη]] <span class="bibl">11</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>1.1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">π. θαυμαστός</b>, = [[πλέγμα δικτυοειδές]], v.l. in <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>9.4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> in pl., of wicker [[baskets]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Nat.Fac.</span>1.15</span>.</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[lock]] or <b class="b2">braid of hair</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>6</span>,<span class="bibl">187</span>, <span class="bibl">Hdt.4.34</span>: in pl., [[locks]], [[curling hair]], prop. of women, <span class="bibl">Il.14.176</span>; of a man, κομᾶν πλόκαμοι <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.82</span>; <b class="b3">π. Τυφῶ</b>, dithyrambic phrase in <span class="bibl">Ar. <span class="title">Nu.</span>336</span>; τί πλόκαμοι ῥέξωμεν, ὅτ' οὔρεα τοῖα σιδήρῳ εἴκουσιν; Call. in <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>9.1092.47</span>: in sg. also, collectively, = [[κόμη]], <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>313</span>, etc.; τριχὸς π. <span class="bibl">Id.<span class="title">Th.</span>564</span> (lyr.); χαίτας π. <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>309</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">Βερενίκης π</b>., a constellation, Hsch., cf. Call.l.c.; ἡ τοῦ π. συστροφή <span class="bibl">Ptol. <span class="title">Tetr.</span>26</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[πλεκτάνη]] <span class="bibl">11</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>1.1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">π. θαυμαστός</b>, = [[πλέγμα δικτυοειδές]], v.l. in <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>9.4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> in pl., of wicker [[baskets]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Nat.Fac.</span>1.15</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:30, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλόκᾰμος Medium diacritics: πλόκαμος Low diacritics: πλόκαμος Capitals: ΠΛΟΚΑΜΟΣ
Transliteration A: plókamos Transliteration B: plokamos Transliteration C: plokamos Beta Code: plo/kamos

English (LSJ)

ὁ,

   A lock or braid of hair, A.Ch.6,187, Hdt.4.34: in pl., locks, curling hair, prop. of women, Il.14.176; of a man, κομᾶν πλόκαμοι Pi.P.4.82; π. Τυφῶ, dithyrambic phrase in Ar. Nu.336; τί πλόκαμοι ῥέξωμεν, ὅτ' οὔρεα τοῖα σιδήρῳ εἴκουσιν; Call. in PSI9.1092.47: in sg. also, collectively, = κόμη, A.Fr.313, etc.; τριχὸς π. Id.Th.564 (lyr.); χαίτας π. E.Ph.309 (lyr.).    2 Βερενίκης π., a constellation, Hsch., cf. Call.l.c.; ἡ τοῦ π. συστροφή Ptol. Tetr.26.    II = πλεκτάνη 11, Ael.VH1.1.    2 π. θαυμαστός, = πλέγμα δικτυοειδές, v.l. in Gal.UP9.4.    3 in pl., of wicker baskets, Id.Nat.Fac.1.15.

German (Pape)

[Seite 637] ὁ, 1) geflochtenes Haar, Haarflechte, Locke; gew. im plur., Il. 14, 176; κομᾶν πλόκαμ οι κερθέντες, Pind. P. 4, 82; im sing. bei Her. 4, 34. 7, 1; auch Aesch. Spt. 546 Ch. 7; u. Eur. öfter u. Folgde, bes. Dichter, wie Ap. Rh. 2, 707; Anacr. u. Anth. – 2) geflochtenes, gedrehtes Seil, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πλόκᾰμος: ὁ, (πλέκω) πλεξίδα μαλλίων, Αἰσχύλ. Χο. 7. 187· ἐν τῷ πληθ., οἱ οὖλοι βόστρυχοι, κυρίως ἐπὶ γυναικῶν, Ἰλ. Ξ. 176· κομᾶν πλόκαμοι Πινδ. Π. 4. 145· πλ. Τυρῶ, διθυραμβικὴ φράσις ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 333· ― ἐν τῷ ἑνικῷ ὡσαύτως περιληπτικῶς, = κόμη, Ἡρόδ. 4. 34, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 332, κτλ., τριχὸς πλ. ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 564· χαίτας πλ. Εὐρ. Φοίν. 309. 2) Βερενίκης πλ., ἀστερισμός τις, Ὑγίνου Ἀστρ. 2. 24. ΙΙ. = πλεκτάνη ΙΙΙ, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 1.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 boucle de cheveux ; chevelure bouclée;
2 c. πλεκτάνη.
Étymologie: πλέκω.

English (Autenrieth)

(πλέκω): lock of hair, pl., Il. 14.176†.

English (Slater)

πλόκαμος
   1 lock of hair. οὐδὲ κομᾶν πλόκαμοι κερθέντες ᾤχοντ' ἀγλαοί (P. 4.82) ἀν]δησάμεναι πλοκάμους Πα. 13. a. 16. μελιρρόθων δ' ἕπεται πλόκαμοι (ἐπέων πλόκοι coni. Schr.) fr. 246a.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και πλοκαμός, Ν
1. πλέγμα από τις τρίχες της κόμης σε επίμηκες σχήμα, πλεξούδα
2. φρ. «Πλόκαμος της Βερενίκης» — αστερισμός γνωστός και ως Κόμη της Βερενίκης
νεοελλ.-μσν.
1. ζωολ. επίμηκες όργανο, συνήθως χωρίς σκελετικό, αλλά με μυϊκό στήριγμα, που προεκτείνεται στο σώμα διαφόρων ζώων και είναι εξογκωμένο και πλούσιο σε ποικίλες αισθητικές απολήξεις, ιδιαίτερα απτικές, κν. πλοκάμι
2. αρχιτ. διακοσμητικό κατασκεύασα που μοιάζει με πλέγμα
αρχ.
1. (με περιληπτ. σημ.) κόμη, μαλλιά
2. πλεκτό, στριμμένο σχοινί, πλεκτάνη
3. αστρον. αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου
4. στον πληθ. oἱ πλόκαμοι
α) (σχετικά με γυναίκες) πλεγμένα σγουρά μαλλιά
β) καλάθι από λυγαριά, πανέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλοκ- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του πλέκω + επίθημα -αμος (πρβλ. όρχ-αμος, ουλ-αμός). Για τη σημ. της λ. βλ. λ. πλέκω.

Greek Monotonic

πλόκᾰμος: ὁ (πλέκω), βόστρυχος ή πλεξίδα από μαλλιά, σε Αισχύλ.· στον πληθ., βόστρυχοι, κυρίως λέγεται για γυναίκες, σε Ομήρ. Ιλ.· στον ενικ. περιληπτικώς, κόμη, σε Ηρόδ.· τριχὸς πλόκαμος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πλόκᾰμος: ὁ прядь, локон, pl. кудри, волосы Hom., Her., Pind., Aesch. etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλόκαμος -ου, ὁ [πλέκω] (haar)lok, krul; plur. (haar)lokken, krullen;; τὰν Κασάνδραν ἵν ’ ἀκούω ῥίπτειν ξανθοὺς πλοκάμους waar, naar ik hoor, Cassandra haar blonde lokken schudt Eur. IA 758; sing. collect. (haar)lokken, krullen.

Frisk Etymological English

See also: s. πλέκω.

Middle Liddell

πλόκᾰμος, ὁ, πλέκω
a lock or braid of hair, Aesch.: in pl. locks, properly of women, Il.:—in sg., collectively, = κόμη, Hdt.; τριχὸς πλ. Aesch.

Frisk Etymology German

πλόκαμος: {plókamos}
See also: s. πλέκω.
Page 2,563