προστυγχάνω: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prostygchano
|Transliteration C=prostygchano
|Beta Code=prostugxa/nw
|Beta Code=prostugxa/nw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">obtain one's share of</b>, and generally, [[obtain]], προστυχόντι τῶν ἴσων <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>552</span>; ἐμοῦ κολαστοῦ προστυχών <span class="bibl">Id.<span class="title">El.</span>1463</span>: c. dat., <b class="b2">meet with, hit upon</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>844b</span>, <span class="bibl">893e</span>, <span class="bibl"><span class="title">Plt.</span>262b</span>, <span class="bibl"><span class="title">Sph.</span>246b</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of events, [[befall]] one, κακότας π. τινί <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>42.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> = [[πρόσειμι]], φασι τῷ ἐμβρύῳ προστυγχάνειν ἕτερον χιτῶνα <span class="bibl">Sor.1.58</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> abs., <b class="b3">ὁ προστυγχάνων</b> <b class="b2">the first person one meets, anybody</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>914b</span>; <b class="b3">πᾶς ὁ π</b>. ib. <span class="bibl">808e</span>; οἱ αἰεὶ -τυγχάνοντες <span class="bibl">Th.1.97</span>; ὁ προστυχὼν Φρύξ <span class="bibl">Herod.3.36</span>: so in neut., <b class="b3">τὰ προστυχόντα ξένια</b> [[whatever]] fare <b class="b2">there was</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>754</span>; <b class="b3">ἐρρύφεον τὸ προστυχόν</b> <b class="b2">anything that came handy</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>39</span>; but <b class="b3">τὸ προστυχόν</b> [[casualness]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>34c</span>; <b class="b3">πράξει τὸ π. ἑκάστοτε</b> will act [[offhand]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>962c</span>; <b class="b3">ἐκ τοῦ προστυχόντος</b> <b class="b2">offhand, ex tempore</b>, Plu.2.150d, 407b; so <b class="b3">κατὰ τὸ π</b>. <span class="bibl">D.H.7.1</span>.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">obtain one's share of</b>, and generally, [[obtain]], προστυχόντι τῶν ἴσων <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>552</span>; ἐμοῦ κολαστοῦ προστυχών <span class="bibl">Id.<span class="title">El.</span>1463</span>: c. dat., <b class="b2">meet with, hit upon</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>844b</span>, <span class="bibl">893e</span>, <span class="bibl"><span class="title">Plt.</span>262b</span>, <span class="bibl"><span class="title">Sph.</span>246b</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of events, [[befall]] one, κακότας π. τινί <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>42.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> = [[πρόσειμι]], φασι τῷ ἐμβρύῳ προστυγχάνειν ἕτερον χιτῶνα <span class="bibl">Sor.1.58</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> abs., <b class="b3">ὁ προστυγχάνων</b> <b class="b2">the first person one meets, anybody</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>914b</span>; <b class="b3">πᾶς ὁ π</b>. ib. <span class="bibl">808e</span>; οἱ αἰεὶ -τυγχάνοντες <span class="bibl">Th.1.97</span>; ὁ προστυχὼν Φρύξ <span class="bibl">Herod.3.36</span>: so in neut., <b class="b3">τὰ προστυχόντα ξένια</b> [[whatever]] fare <b class="b2">there was</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>754</span>; <b class="b3">ἐρρύφεον τὸ προστυχόν</b> <b class="b2">anything that came handy</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>39</span>; but <b class="b3">τὸ προστυχόν</b> [[casualness]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>34c</span>; <b class="b3">πράξει τὸ π. ἑκάστοτε</b> will act [[offhand]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>962c</span>; <b class="b3">ἐκ τοῦ προστυχόντος</b> [[offhand]], [[ex tempore]], Plu.2.150d, 407b; so <b class="b3">κατὰ τὸ π</b>. <span class="bibl">D.H.7.1</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:25, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστυγχάνω Medium diacritics: προστυγχάνω Low diacritics: προστυγχάνω Capitals: ΠΡΟΣΤΥΓΧΑΝΩ
Transliteration A: prostynchánō Transliteration B: prostynchanō Transliteration C: prostygchano Beta Code: prostugxa/nw

English (LSJ)

   A obtain one's share of, and generally, obtain, προστυχόντι τῶν ἴσων S.Ph.552; ἐμοῦ κολαστοῦ προστυχών Id.El.1463: c. dat., meet with, hit upon, Pl.Lg.844b, 893e, Plt.262b, Sph.246b.    2 of events, befall one, κακότας π. τινί Pi.Fr.42.5.    3 = πρόσειμι, φασι τῷ ἐμβρύῳ προστυγχάνειν ἕτερον χιτῶνα Sor.1.58.    4 abs., ὁ προστυγχάνων the first person one meets, anybody, Pl.Lg.914b; πᾶς ὁ π. ib. 808e; οἱ αἰεὶ -τυγχάνοντες Th.1.97; ὁ προστυχὼν Φρύξ Herod.3.36: so in neut., τὰ προστυχόντα ξένια whatever fare there was, E.Alc.754; ἐρρύφεον τὸ προστυχόν anything that came handy, Hp.Acut.39; but τὸ προστυχόν casualness, Pl.Ti.34c; πράξει τὸ π. ἑκάστοτε will act offhand, Id.Lg.962c; ἐκ τοῦ προστυχόντος offhand, ex tempore, Plu.2.150d, 407b; so κατὰ τὸ π. D.H.7.1.

German (Pape)

[Seite 784] (s. τυγχάνω), dazu kommen, zufällig treffen, begegnen, εἰ δέ τις κακότας προστύχῃ, Pind. frg. 177; erlangen, προστυχόντι τῶν ἴσων, Soph. Phil. 548, vgl. El. 1455; τὰ προστυχόντα ξένια, Eur. Alc. 757; u. in Prosa: ἤδη γὰρ καὶ ἐγὼ τούτων συχνοῖς προσέτυχον, Plat. Soph. 246 b; Polit. 262 b; τὸ προστυχόν, Tim. 61 e; εἰ πράξει τὸ προστυχὸν ἑκάστοτε, was sich immer darbietet, Legg. XII, 962 c, ὁ προστυχὼν ἀεὶ τιμωρείσθω, Dem. 25, 96; Sp., ὅπλοις αὐτοσχεδίοις καὶ τοῖς προστυχοῦσιν ὡπλίζετο, Hdn. 7, 12, 2; dah. τὸ προστυχόν, das Zufällige, das Ungefähr, ἐκ τοῦ προστυχόντος, von Ungefähr, durch einen Zufall, Plut. de Pyth. or. 25.

Greek (Liddell-Scott)

προστυγχάνω: λαμβάνω, μερίδιον, ἐκ..., ἐπιτυγχάνω, προστυχόντι τῶν ἴσων, κατὰ τὸν Nauck, ἀφοῦ εἶχον τὴν αὐτὴν τύχην μετὰ σοῦ, δηλ. ἀφοῦ προσωρμίσθην εἰς τὴν αὐτὴν ἀκτήν, Σοφ. Φιλ. 552· ἐμοῦ κολαστοῦ προστυχὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1463· μετὰ δοτ., συναντῶ τι, ἐπιτυγχάνω τι, Πλάτ. Νόμ. 844Β, 893Ε, Πολιτ. 262Β, πρβλ. Σοφιστ. 246Β. 2) ἐπὶ γεγονότων, συμβαίνω εἴς τινα, ἄτα πρ. τινὶ Πινδ. Ἀποσπ. 171. 4. 3) ἀπολ., ὁ προστυγχάνων, ὁ προστυχών, ὁ πρῶτος τυχών, ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ὃν συναντᾷ τις, ὡς τὸ ὁ τυχών, ὁ ἐπιών, Πλάτ. Νόμ. 808Ε. 914ΑΒ, πρβλ. Θουκ. 1. 97· τὰ προστυχόντα ξένια, ὅ, τι παρατίθεται εἰς τὸν ξένον, πρὸς τροφήν του, Εὐρ. Ἄλκ. 754· τὸ προστυχὸν Πλάτ. Τίμ. 34 C· τὸ πρ. ἑκάστοτε ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 962C· - ἐκ τοῦ προστυχόντος, κατὰ τύχην, Πλούτ. 2. 150D, κτλ.· ὡσαύτως ἐκ τοῦ προχείρου, ex tempore, αὐτόθι 407Β· οὕτω, κατὰ τὸ πρ. Διον. Ἁλ. 7. 1, ἐν τέλ. - Πρβλ. παρατυγχάνω.

French (Bailly abrégé)

f. προστεύξομαι, ao.2 προσέτυχον;
1 s’offrir aux regards, se rencontrer : ὁ προστυχών THC le premier venu ; ἐκ τοῦ προστυχοῦντος PLUT selon l’occurrence, à l’improviste;
2 obtenir, gén..
Étymologie: πρός, τυγχάνω.

English (Slater)

προστυγχάνω
   1 befall εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκότας προστᾰχῃ ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν (ἀτλάτα κακότας coni. Boeckh) fr. 42. 6.

Greek Monolingual

ΝΜΑ τυγχάνω
(η μτχ. αορ. β' ως ουσ.) προστυχών, -ούσα, -όν και προστυχών, -οῡσα, -όν
ο πρώτος άνθρωπος τον οποίο συναντά κανείς, ο πρώτος τυχαίος (α. «το ρεύμα παρέσυρε καθετί το προστυχόν» β. «ὁ προστυχῶν Φρύξ», Ηρώνδ.)
αρχ.
1. συναντώ κάποιον τυχαία, πέφτω πάνω σε κάποιον
2. (με δοτ.) συναντώ κάποιον
3. λαμβάνω μερίδιο από κάτι, επιτυγχάνω κάτι («ἐμοῡ κολαστοῦ προστυχών», Σοφ.)
4. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) προστυγχάνων, -ουσα, -ον
ο προστυχών
5. (η μτχ. ουδ. του αορ. β' ως ουσ.) τὸ προστυχόν
το τυχαίο
6. φρ. α) «τὰ προστυχόντα ξένια» — τα παρατιθέμενα σε φιλοξενούμενο εδέσματα
β) «τὸ προστυχὸν ἑκάστοτε» — αυτό που εμφανίζεται, που προκύπτει τυχαία
γ) «ἐκ τοῦ προστυχόντος» — τυχαία, κατά σύμπτωση
δ) «κατὰ τὸ προστυχόν» — πρόχειρα.

Greek Monotonic

προστυγχάνω: μέλ. -τεύξομαι, αποκτώ μερίδιο από κάτι, με γεν., σε Σοφ.· με δοτ., πετυχαίνω, συναντώ τυχαία, βρίσκω στην τύχη, σε Πλάτ.· ὁ προστυγχάνων, ὁ προστυχών, ο πρώτος άνθρωπος που συναντά κάποιος, ο πρώτος που παρουσιάζεται, ο πρώτος τυχών, στον ίδ.· τὰ προστυχόντα ξένια, τροφή που προσφέρεται σε κάποιον επισκέπτη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

προστυγχάνω: (fut. προστεύξομαι, aor. 2 προσέτυχον)
1) случаться, приключаться: ὁ προστυγχάνων или ὁ προστυχών Thuc., Plat. первый встречный, любой; τὸ προστυχόν Plat. случай, случайность; ἐκ τοῦ προστυχόντος Plut. случайным образом; τὰ προστυχόντα ξένια Eur. какое-л. угощение;
2) встречать(ся), наталкиваться: προστυγχάνοντα ἑκάστοτε ἑκάστοις Plat. при всяком столкновении каждого (предмета) с каждым (другим); ὕδατι π. Plat. (при рытье земли) обнаружить воду;
3) получать, обретать: π. τῶν ἴσων Soph. получать справедливую награду.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-τυγχάνω met gen. verkrijgen:. π. τῶν ἴσων een redelijke beloning krijgen Soph. Ph. 552. met dat. aantreffen, ontmoeten:. ἐὰν... μηδαμῶς ὕδατι προστυγχάνῃ als hij totaal geen water aantreft Plat. Lg. 844b. abs. er toevallig (net, precies) zijn: ptc. subst.. ἐρρύφεον τὸ προστυχόν zij slurpten een drankje, net wat voorhanden was Hp. Acut. 39; ὁ προστυγχάνων de eerste de beste Plat. Lg. 808e; ἐκ τοῦ προστυχόντος bij toeval Plut. Phil. 7.4.

Middle Liddell

fut. -τεύξομαι
to obtain one's share of a thing, c. gen., Soph.: c. dat. to meet with, hit upon, light upon, Plat.:— ὁ προστυγχάνων, ὁ προστυχών the first person one meets, the first that offers, any body, Plat.; τὰ προστυχόντα ξένια the guests' fare set before him, Eur.