κατερείπω: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katereipo | |Transliteration C=katereipo | ||
|Beta Code=katerei/pw | |Beta Code=katerei/pw | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[throw]] or [[cast down]], Ἴλιον κατερεῖψαι <span class="bibl">Pi.<span class="title">Pae.</span> 8.33</span>; <b class="b3">κατὰ γάρ μιν ἐρείπει πῦρ</b> Orac. ap. <span class="bibl">Hdt.7.140</span>; σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τῆς κατοικίας <span class="bibl">Str.6.1.6</span>, cf. <span class="bibl">Max.Tyr.1.3</span>: metaph., <b class="b3">κ. τινά</b> [[ruin]], [[corrupt]] him, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sol.</span>6</span>:—Pass., | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[throw]] or [[cast down]], Ἴλιον κατερεῖψαι <span class="bibl">Pi.<span class="title">Pae.</span> 8.33</span>; <b class="b3">κατὰ γάρ μιν ἐρείπει πῦρ</b> Orac. ap. <span class="bibl">Hdt.7.140</span>; σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τῆς κατοικίας <span class="bibl">Str.6.1.6</span>, cf. <span class="bibl">Max.Tyr.1.3</span>: metaph., <b class="b3">κ. τινά</b> [[ruin]], [[corrupt]] him, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sol.</span>6</span>:—Pass., [[fall in ruins]], of Troy, <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>477</span> (lyr.); [τὸ τεῖχος] κατερήρειπτο <span class="bibl">Hdn.8.2.4</span> codd.; κατερηρειμμένα <span class="title">IG</span> 5(1).538.22 (Sparta); <b class="b3">κατηριμμένα</b> ib.12(5).1097.11 (Ceos, ii A.D.), 12(3).324.17(Thera, ii A.D.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> intr. in aor. 2, <b class="b2">fall down, fall prostrate</b>, [ὑπὸ ποταμοῦ] ἔργα κατήριπε κάλ' αἰζηῶν <span class="bibl">Il.5.92</span>; κ. ἐς μέλαν ὕδωρ <span class="bibl">Theoc.13.49</span>: pf., τεῖχος μὲν γὰρ δὴ κατερήριπεν <span class="bibl">Il.14.55</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:15, 1 July 2020
English (LSJ)
A throw or cast down, Ἴλιον κατερεῖψαι Pi.Pae. 8.33; κατὰ γάρ μιν ἐρείπει πῦρ Orac. ap. Hdt.7.140; σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τῆς κατοικίας Str.6.1.6, cf. Max.Tyr.1.3: metaph., κ. τινά ruin, corrupt him, Plu.Sol.6:—Pass., fall in ruins, of Troy, E.Hec.477 (lyr.); [τὸ τεῖχος] κατερήρειπτο Hdn.8.2.4 codd.; κατερηρειμμένα IG 5(1).538.22 (Sparta); κατηριμμένα ib.12(5).1097.11 (Ceos, ii A.D.), 12(3).324.17(Thera, ii A.D.). II intr. in aor. 2, fall down, fall prostrate, [ὑπὸ ποταμοῦ] ἔργα κατήριπε κάλ' αἰζηῶν Il.5.92; κ. ἐς μέλαν ὕδωρ Theoc.13.49: pf., τεῖχος μὲν γὰρ δὴ κατερήριπεν Il.14.55.
German (Pape)
[Seite 1397] (s. ἐρείπω), niederwerfen, niederreißen; ἃ (πόλις) καπνῷ κατερείπεται τυφομένα Eur. Hec. 477; in tmesi, κατὰ γάρ μιν ἐρείπει πῦρ Orak. bei Her. 7, 140; σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τῆς κατοικίας Strab. VI, 259; τὸ τεῖχος κατερήρειπτο Hdn. 8, 2, 11; übh. zu Grunde richten, einen Menschen, Plut. Sol. 6. – Der aor. II. κατήριπον hat intrans. Bdtg, niederfallen, hin-, zusammenstürzen, Il. 5, 92, Theocr. 13, 49, wie das IL. perf., τεῖχος κατερήριπεν Il. 14, 55.
Greek (Liddell-Scott)
κατερείπω: μέλλ. -ψω, καταρρίπτω, κατὰ γάρ νιν ἐρείπει πῦρ καὶ Ἄρης Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140· σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τῆς κατοικίας Στραβ. 259· κ. τινί, διαφθείρω, Πλουτ. Σόλων 6.- Παθ., καταπίπτω εἰς ἐρείπια, ἐπὶ τῆς Τροίας, Τροία κατερείπεται καπνῷ τυφομένα Εὐρ. Ἑκάβω. 477· τὸ τεῖχος κατερήριπτο Ἡρῳδιαν. 8. 2· κατερηρειμμένα Συλλ. Ἐπιγρ. 1330. 22· κατηρειμμένα αὐτόθι (προσθῆκαι) 2349d, 2454· κατηρείφθη τεῖχος Ἀρρ. Ἀνάβ. 2. 22, 7. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἀορ. β΄, καταπίπτω, κρημνίζομαι, ὑπ’ ὄμβρου ἔργα κατήριπε κάλ’ αἰζηῶν Ἰλ. Ε. 92, πρβλ. Θεόκρ. 13. 49· οὕτως ἐν τῷ πρκμ. τεῖχος μὲν γὰρ δὴ κατερήριπεν Ἰλ. Ξ. 25.
French (Bailly abrégé)
ao. κατήρειψα, pf. Pass. κατερήρειμμαι;
1 tr. renverser de fond en comble, détruire ; fig. corrompre;
2 intr. (à l’ao.2 κατήριπον et au pf. κατερήριπα) tomber, s’abattre.
Étymologie: κατά, ἐρείπω.
English (Autenrieth)
aor. κατήριπεν, perf. κατερήριπεν: aor. and perf., intr., fall down, be prostrated, fig., ‘fall away,’ ‘come to nought,’ Il. 5.92. (Il.)
English (Slater)
κατερείπω
1 cast down ἔδοξ[ε γὰρ] τεκεῖν πυρφόρον ἐρι[ ] Ἑκατόγχειρα, σκληρᾷ [ ] Ἴλιον πᾶσάν νιν ἐπὶ π[έδον] κατερεῖψαι (v. τίκτω) Πα. 8A. 23.
Greek Monolingual
κατερείπω (AM)
μετατρέπω κάτι σε ερείπιο, γκρεμίζω, κατερειπώνω (α. «σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τὰς κατοικίας», Στράβ.
β. «Τροία κατερείπεται καπνῷ τρυφομένα δορίκτητος Ἀργεΐων», Ευ ρ.)
αρχ.
1. μτφ. διαφθείρω («γάμου καὶ παιδοποιΐας..., ἃ καὶ σὲ κατερείπει τὸν ἐρρωμενέστατον», Πλούτ.)
2. (αμτβ. στον αόρ. β' και στον παρακμ.) κατήριπον, κατερήριπα
έπεσα, γκρεμίστηκα («κατήριπεν εἰς μέλαν ὕδωρ», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐρείπω «ερειπώνω»].
Greek Monotonic
κατερείπω: μέλ. -ψω,
I. καταρρίπτω ή απορρίπτω, σε Χρησμ. παρά Ηροδ. — Παθ., συντρίβομαι, συνθλίβομαι, λέγεται για την Τροία, σε Ευρ.
II. αμτβ., στον αόρ. βʹ κατήρῐπον, καταπέφτω, κατακρημνίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.· ομοίως στον παρατ., τεῖχος κατερήριπεν, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κατερείπω: Diod. κατερειπόω (aor. 1 κατήρειψα, aor. 2 κατήρῐπον, pf. κατερήρῐπα; pf. pass. κατερήρειμμαι)
1) разрушать, сокрушать (κατά μιν ἐρείπει πῦρ τε καὶ ὀξὺς Ἄρης Her.; σεισμος κατερείπων Plut.; καπνῷ κατερείπεσθαι Eur.);
2) губить (τινά Plut.);
3) (с aor. 2) рушиться, погибать (τεῖχος κατερήριπεν Hom.): κατήριπε ἐς ὕδωρ Theocr. он утонул.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-ερείπω met acc. terneerwerpen, doen instorten, verwoesten; overdr.: ἃ καὶ σὲ κατερείπει wat zelfs jou terneerdrukt Plut. Sol. 6.6. med.-pass. intrans., met them. aor. κατήριπον en perf. κατερήριπα, instorten:; κατερείπεται (Troje) stort in Eur. Hec. 477 ( lyr. ); τεῖχος... κατερήριπεν de muur is ingestort Il. 14.55; in... vallen:. κατήριπε δ ’ ἐς μέλαν ὕδωρ hij stortte in het donkere water Theocr. Id. 13.49.
Middle Liddell
fut. ψω
I. to throw or cast down, Orac. ap. Hdt.:—Pass. to fall in ruins, of Troy, Eur.
II. intr. in aor2 κατ-ήρῐπον, to fall down, fall prostrate, Il., Theocr.; so in perf., τεῖχος κατ-ερήριπεν Il.