ὑπτιάζω: Difference between revisions
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
m (Text replacement - "</span> [[to be " to "</span> to [[be ") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπτιάζω''': μέλλ. -άσω· ([[ὕπτιος]])· ― [[κεῖμαι]] [[ὕπτιος]], ἐξαπλώνομαι «ἀνάσκελα», ὑπὸ ἀσθενείας... ὑπτίαζεν Ἡρῳδιαν. 1. 4· «τὸ ὑπτιάζειν ἐπὶ ἀναπαύσεως λέγεται» Εὐστ. 249, 5· ὑπτιάζων [[βόλος]], ἀτυχὴς [[βόλος]] τῶν κύβων, ἀντίθετον τῷ [[πρανής]], | |lstext='''ὑπτιάζω''': μέλλ. -άσω· ([[ὕπτιος]])· ― [[κεῖμαι]] [[ὕπτιος]], ἐξαπλώνομαι «ἀνάσκελα», ὑπὸ ἀσθενείας... ὑπτίαζεν Ἡρῳδιαν. 1. 4· «τὸ ὑπτιάζειν ἐπὶ ἀναπαύσεως λέγεται» Εὐστ. 249, 5· ὑπτιάζων [[βόλος]], ἀτυχὴς [[βόλος]] τῶν κύβων, ἀντίθετον τῷ [[πρανής]], Πολυδ. Ζ΄, 204. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ ὑπερηφάνων ἀνθρώπων, περιπατῶ μὲ τὴν κεφαλὴν ἐπηρμένην, Αἰσχίν. 18, 34. 2) εἶμαι [[ἄφροντις]], ἀμελῶ, ἀδιαφορῶ, Ἡρῳδιαν. 2. 12, κλπ.· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 2. 8. Β. μεταβατ., [[κάμπτω]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], ὑπ. τὰς χεῖρας (πρβλ. [[ὕπτιος]] ΙΙ), Ἑβδ. (Ἰὼβ ΙΑ΄, 13). ― Παθητ., [[κάρα]] γὰρ ὑπτιάζεται, ἡ [[κεφαλή]] του κλίνει πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Σοφ. Φιλ. 822· ὑπτιαζόμενοι, κείμενοι ὕπτιοι, ἐπὶ [[νῶτον]], ἐξηπλωμένοι «ἀνάσκελα», Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλεμ. 3. 7, 29· ― ἐπὶ ναοῦ, ἐπ. αὐτὸν [[ἄνοδος]] [[ἠρέμα]] [[προσάντης]] ὑπτίαστο (πρβλ. [[ὕπτιος]] IV) [[αὐτόθι]] 5. 5, 6. ΙΙ. μεταφορ., καθιστῶ τινα ὑπεροπτικόν, Ἰώ. Λυδ. περὶ Ἀρχ. 2. 26. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὑπτιάζω]] ΝΜΑ [[ὕπτιος]]<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[ξαπλώνω]] [[ανάσκελα]]<br /><b>2.</b> [[θέτω]] κάποιον ή [[κάτι]] σε ύπτια [[θέση]], [[ξαπλώνω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[ανάσκελα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>(μτβ.)</b> [[καθιστώ]] κάποιον υπεροπτικό («ἡ [[τύχη]] ὑπτιάζει τινά», Ιω. Λυδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανακατώνω]], [[διαταράσσω]] («ὑπτιάζειν καὶ ἀνατρέπειν τὴν [[γαστέρα]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χαλαρώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[συμπεριφέρομαι]] με [[έπαρση]], με [[αλαζονεία]]<br />β) [[είμαι]] [[αμελής]], [[αδιαφορώ]] («ὑπτιάζειν πρὸς τὴν τῶν πραγμάτων ἐπιμέλειαν», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br />γ) [[καθιστώ]] κάποιον υποχείριο, [[υποτάσσω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>ὑπτιάζομαι</i><br />(για ακτίνες φωτός) [[αποκλίνω]], εκτρέπομαι<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ὑπτιάζων [[βόλος]]» — [[ατυχής]] [[ρίψη]] βόλου στο [[παιχνίδι]] με τα ζάρια (<b> | |mltxt=[[ὑπτιάζω]] ΝΜΑ [[ὕπτιος]]<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[ξαπλώνω]] [[ανάσκελα]]<br /><b>2.</b> [[θέτω]] κάποιον ή [[κάτι]] σε ύπτια [[θέση]], [[ξαπλώνω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[ανάσκελα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>(μτβ.)</b> [[καθιστώ]] κάποιον υπεροπτικό («ἡ [[τύχη]] ὑπτιάζει τινά», Ιω. Λυδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανακατώνω]], [[διαταράσσω]] («ὑπτιάζειν καὶ ἀνατρέπειν τὴν [[γαστέρα]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χαλαρώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[συμπεριφέρομαι]] με [[έπαρση]], με [[αλαζονεία]]<br />β) [[είμαι]] [[αμελής]], [[αδιαφορώ]] («ὑπτιάζειν πρὸς τὴν τῶν πραγμάτων ἐπιμέλειαν», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br />γ) [[καθιστώ]] κάποιον υποχείριο, [[υποτάσσω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>ὑπτιάζομαι</i><br />(για ακτίνες φωτός) [[αποκλίνω]], εκτρέπομαι<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ὑπτιάζων [[βόλος]]» — [[ατυχής]] [[ρίψη]] βόλου στο [[παιχνίδι]] με τα ζάρια (<b>Πολυδ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 21:27, 7 July 2020
English (LSJ)
(ὕπτιος)
A lay oneself back, fall back, Hdn.1.4.7, Procop. Goth.4.31, Eust.249.5; ὑπτιάζων βόλος an unlucky cast, opp. πρανής, Poll.7.204. II metaph., of haughty persons, carry oneself with languid arrogance, Aeschin.1.132. 2 to be supine, careless, or negligent, Hdn.2.12.2, etc.; πρὸς τὴν ἐπιμέλειαν Id.2.8.9; of literary style, ὑπτιάζων λόγος languid style, τὸν ὑ. λόγον ὀρθοῖ καὶ γοργὸν ποιεῖ Hermog.Id.2.1. B trans., bend back, ὑ. τὰς χεῖρας (cf. ὕπτιος 11) LXXJb.11.13:—Pass., κάρα γὰρ ὑπτιάζεται his head lies supine, S.Ph.822; ὑπτιαζόμενοι lying on their backs, J.BJ3.7.29; ἐπ' αὐτὸν ἄνοδος ἠρέμα προσάντης ὑπτίαστο the approach sloped gently upwards (cf. ὕπτιος IV), ib.5.5.6. 2 Pass., diverge, of light rays, Phlp. in Mete.21.11. 3 upset, ὑπτιάζειν καὶ ἀνατρέπειν τὴν γαστέρα Gal.6.593; relax, [τὸ στόμα τῆς γαστρός], opp. ῥωννύειν, Id.15.461. II metaph., make subservient, Lyd.Mag.2.26.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπτιάζω: μέλλ. -άσω· (ὕπτιος)· ― κεῖμαι ὕπτιος, ἐξαπλώνομαι «ἀνάσκελα», ὑπὸ ἀσθενείας... ὑπτίαζεν Ἡρῳδιαν. 1. 4· «τὸ ὑπτιάζειν ἐπὶ ἀναπαύσεως λέγεται» Εὐστ. 249, 5· ὑπτιάζων βόλος, ἀτυχὴς βόλος τῶν κύβων, ἀντίθετον τῷ πρανής, Πολυδ. Ζ΄, 204. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ ὑπερηφάνων ἀνθρώπων, περιπατῶ μὲ τὴν κεφαλὴν ἐπηρμένην, Αἰσχίν. 18, 34. 2) εἶμαι ἄφροντις, ἀμελῶ, ἀδιαφορῶ, Ἡρῳδιαν. 2. 12, κλπ.· πρός τι ὁ αὐτ. 2. 8. Β. μεταβατ., κάμπτω πρὸς τὰ ὀπίσω, ὑπ. τὰς χεῖρας (πρβλ. ὕπτιος ΙΙ), Ἑβδ. (Ἰὼβ ΙΑ΄, 13). ― Παθητ., κάρα γὰρ ὑπτιάζεται, ἡ κεφαλή του κλίνει πρὸς τὰ ὀπίσω, Σοφ. Φιλ. 822· ὑπτιαζόμενοι, κείμενοι ὕπτιοι, ἐπὶ νῶτον, ἐξηπλωμένοι «ἀνάσκελα», Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλεμ. 3. 7, 29· ― ἐπὶ ναοῦ, ἐπ. αὐτὸν ἄνοδος ἠρέμα προσάντης ὑπτίαστο (πρβλ. ὕπτιος IV) αὐτόθι 5. 5, 6. ΙΙ. μεταφορ., καθιστῶ τινα ὑπεροπτικόν, Ἰώ. Λυδ. περὶ Ἀρχ. 2. 26.
French (Bailly abrégé)
I. intr. 1 se coucher, tomber à la renverse;
2 se tenir renversé en arrière, avoir une attitude d’orgueil;
II. tr. 1 jeter à la renverse ; Pass. être couché à la renverse;
2 lier en arrière : τὰς χεῖρας SEPT lier les mains derrière le dos.
Étymologie: ὕπτιος.
Greek Monolingual
ὑπτιάζω ΝΜΑ ὕπτιος
1. (αμτβ.) ξαπλώνω ανάσκελα
2. θέτω κάποιον ή κάτι σε ύπτια θέση, ξαπλώνω κάποιον ή κάτι ανάσκελα
μσν.
(μτβ.) καθιστώ κάποιον υπεροπτικό («ἡ τύχη ὑπτιάζει τινά», Ιω. Λυδ.)
αρχ.
1. ανακατώνω, διαταράσσω («ὑπτιάζειν καὶ ἀνατρέπειν τὴν γαστέρα», Γαλ.)
2. χαλαρώνω
3. μτφ. α) συμπεριφέρομαι με έπαρση, με αλαζονεία
β) είμαι αμελής, αδιαφορώ («ὑπτιάζειν πρὸς τὴν τῶν πραγμάτων ἐπιμέλειαν», Ηρωδιαν.)
γ) καθιστώ κάποιον υποχείριο, υποτάσσω
4. παθ. ὑπτιάζομαι
(για ακτίνες φωτός) αποκλίνω, εκτρέπομαι
5. φρ. «ὑπτιάζων βόλος» — ατυχής ρίψη βόλου στο παιχνίδι με τα ζάρια (Πολυδ.).
Greek Monotonic
ὑπτιάζω: (ὕπτιος), μέλ. -άσω, βρίσκομαι σε ύπτια θέση, ξαπλώνομαι ανάσκελα, περπατώ με το κεφάλι ψηλά, σε Αισχίν. — Παθ., κάρα ὑπτιάζεται, το κεφάλι του κλίνει προς τα πίσω, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπτιάζω:
1) откидывать назад: κάρα ὑπτιάζεται Soph. голова запрокинулась (у спящего Филоктета);
2) гордо закидывать голову (ὑπτιάζων καὶ κατασκοπούμενος ἑαυτόν Aeschin.).
Middle Liddell
fut. άσω ὕπτιος
to bend oneself back, to carry one's head high, Aeschin.:—Pass., κάρα ὑπτιάζεται his head lies supine, Soph.