εὐήλατος: Difference between revisions
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evilatos | |Transliteration C=evilatos | ||
|Beta Code=eu)h/latos | |Beta Code=eu)h/latos | ||
|Definition=ον, (ἐλαύνω) <span class="sense"> | |Definition=ον, (ἐλαύνω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[easy to drive]] or [[ride over]], [[πεδία]] [[fit for cavalry operations]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.4.16</span>, cf.<span class="bibl"><span class="title">HG</span>5.4.54</span>; ἡ τῆς ἀρετῆς [ὁδὸς] τὰ πρῶτα οὐκ εὐήλατά κως παρέχειν δοκέει <span class="bibl">Eus.Mynd.63</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[well-ground]], ἄλφι <span class="bibl">Antim.64</span>; [[well-hammered]], ἄκμων <span class="bibl">Euph.51.10</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 02:00, 30 December 2020
English (LSJ)
ον, (ἐλαύνω) A easy to drive or ride over, πεδία fit for cavalry operations, X.Cyr.1.4.16, cf.HG5.4.54; ἡ τῆς ἀρετῆς [ὁδὸς] τὰ πρῶτα οὐκ εὐήλατά κως παρέχειν δοκέει Eus.Mynd.63. II well-ground, ἄλφι Antim.64; well-hammered, ἄκμων Euph.51.10.
German (Pape)
[Seite 1067] leicht zu befahren, zu bereiten, χωρίον εὐήλατον Xen. Hell. 5, 4, 54, wo man leicht hinausreiten kann, vgl. Cyr. 1, 4, 16, wo es eine zum Gebrauche der Reiterei günstige Ebene bezeichnet; ἕως μέν ἐστιν εὐήλατα Ael. H. A. 2, 39; – leicht zu treiben, gut getrieben, gehämmert, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
εὐήλᾰτος: -ον, ἐφ’ οὗ εὐκόλως δύναταί τις νὰ ἱππεύῃ ἢ ἐλαύνῃ ἐφ’ ἄρματος ἢ ἁμάξης, πρὸς ἄναντες εὐήλατον Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 54· τὰ θηρία ἐξελᾶν πρὸς τὰ ἐργάσιμά τε καὶ εὐήλατα ὁ αὐτ. ἐν Κύρου Παιδ. 1. 4, 16. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐήλατον· καλῶς ἐληλαμένον ἢ ἐλαυνόμενον» καὶ «εὐήλατος· ὁ πεδεινὸς καὶ εὐάροτος χῶρος».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
où l’on peut aller à cheval, faire manœuvrer de la cavalerie.
Étymologie: εὖ, ἐλαύνω.
Greek Monolingual
-η, ο (Α εὐήλατος, -ον)
(για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή έχει σφυρηλατηθεί καλά
αρχ.
1. αυτός πάνω στον οποίο μπορεί κάποιος να ιππεύει ή να κινείται εύκολα (α. «λείαν καὶ εὐήλατον ὁδόν» β. «ἡ τῆς ἀρετῆς [ὁδὸς] τὰ πρῶτα οὐκ εὐήλατά κως παρέχειν δοκέει» — ο δρόμος της αρετής φαίνεται από την αρχή ότι δεν μπορεί να προσπελαστεί εύκολα από κάποιον
2. φρ. «πεδίον εὐήλατον» — πεδιάδα κατάλληλη για ιππευτικές ασκήσεις
3. ο αλεσμένος καλά («εὐήλατον ἄλφι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ήλατος (< ελαύνω), πρβλ. ιππ-ήλατος, ποδ-ήλατον].
Greek Monotonic
εὐήλᾰτος: -ον (ἐλαύνω), αυτός που προσφέρεται για ιππασία· πεδίον εὐ., πεδινός χώρος κατάλληλος για το ιππικό, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εὐήλᾰτος: удобный для передвижения верхом (πεδίον Xen.).
Middle Liddell
εὐ-ήλᾰτος, ον ἐλαύνω
easy to drive or ride over, πεδίον εὐ. a plain fit for cavalry, Xen.