θωρακίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thorakizo
|Transliteration C=thorakizo
|Beta Code=qwraki/zw
|Beta Code=qwraki/zw
|Definition=prose form of [[θωρήσσω]], <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[arm with a breastplate]] or [[corslet]], θωρακίσας αὐτοὺς καὶ ἵππους <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.8.22</span>:—Med., [[put on one's breastplate]], <span class="bibl">Id.<span class="title">An.</span>2.2.14</span>:—Pass., [[θωρακισθείς]] ib.<span class="bibl">3.4.35</span>; [[τεθωρακισμένοι]] [[cuirassiers]], <span class="bibl">Th.2.100</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>2.5.35</span>; <b class="b3">ἄγαλμα τεθ</b>. <span class="title">OGI</span>332.7 (Elaea, ii B.C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> generally, [[cover with defensive armour]], τοὺς ἡνιόχους ἐθωράκισε πλὴν τῶν ὀφθαλμῶν <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>6.1.29</span>; ὄγκῳ… χλανίδος εὖ τεθωρακισμένος <span class="bibl">Ephipp.14.10</span>: metaph., <b class="b3">θ. ἑαυτούς</b>, of wild boars, [[to sheathe]] themselves [[in mud]], preparatory to fighting, <span class="bibl">Arist. <span class="title">HA</span>571b16</span>; of the ichneumon, θωρακισθεὶς πηλῷ <span class="bibl">Str.17.1.39</span>.</span>
|Definition=prose form of [[θωρήσσω]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[arm with a breastplate]] or [[corslet]], θωρακίσας αὐτοὺς καὶ ἵππους <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.8.22</span>:—Med., [[put on one's breastplate]], <span class="bibl">Id.<span class="title">An.</span>2.2.14</span>:—Pass., [[θωρακισθείς]] ib.<span class="bibl">3.4.35</span>; [[τεθωρακισμένοι]] [[cuirassiers]], <span class="bibl">Th.2.100</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>2.5.35</span>; <b class="b3">ἄγαλμα τεθ</b>. <span class="title">OGI</span>332.7 (Elaea, ii B.C.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> generally, [[cover with defensive armour]], τοὺς ἡνιόχους ἐθωράκισε πλὴν τῶν ὀφθαλμῶν <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>6.1.29</span>; ὄγκῳ… χλανίδος εὖ τεθωρακισμένος <span class="bibl">Ephipp.14.10</span>: metaph., <b class="b3">θ. ἑαυτούς</b>, of wild boars, [[to sheathe]] themselves [[in mud]], preparatory to fighting, <span class="bibl">Arist. <span class="title">HA</span>571b16</span>; of the ichneumon, θωρακισθεὶς πηλῷ <span class="bibl">Str.17.1.39</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:05, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θωρᾱκίζω Medium diacritics: θωρακίζω Low diacritics: θωρακίζω Capitals: ΘΩΡΑΚΙΖΩ
Transliteration A: thōrakízō Transliteration B: thōrakizō Transliteration C: thorakizo Beta Code: qwraki/zw

English (LSJ)

prose form of θωρήσσω, A arm with a breastplate or corslet, θωρακίσας αὐτοὺς καὶ ἵππους X.Cyr.8.8.22:—Med., put on one's breastplate, Id.An.2.2.14:—Pass., θωρακισθείς ib.3.4.35; τεθωρακισμένοι cuirassiers, Th.2.100, X.An.2.5.35; ἄγαλμα τεθ. OGI332.7 (Elaea, ii B.C.). II generally, cover with defensive armour, τοὺς ἡνιόχους ἐθωράκισε πλὴν τῶν ὀφθαλμῶν X.Cyr.6.1.29; ὄγκῳ… χλανίδος εὖ τεθωρακισμένος Ephipp.14.10: metaph., θ. ἑαυτούς, of wild boars, to sheathe themselves in mud, preparatory to fighting, Arist. HA571b16; of the ichneumon, θωρακισθεὶς πηλῷ Str.17.1.39.

German (Pape)

[Seite 1230] mit dem Brustpanzer, Harnisch versehen, panzern, wappnen; θωρακίσας αὐτοὺς καὶ ἵππους Xen. Cyr. 8, 8, 22; auch von der ganzen Rüstung, τοὺς δ' ἡνιόχους ἐθωράκισε πάντα πλὴν τῶν ὀφθαλμῶν 6, 1, 29; τεθωρακισμένος Thuc. 2, 100; ὄγκῳ χλανίδος Ephipp. bei Ath. XII, 509 d.

Greek (Liddell-Scott)

θωρᾱκίζω: μέλλ. ίσω, πεζὸς τύπος τοῦ θωρήσσω, ὁπλίζω διὰ θώρακος, θωρακίσας αὐτοὺς καὶ ἵππους Ξεν. Κύρ. 8. 8. 22. – Μέσ., φορῶ τὸν θώρακά μου, αὐτόθι 3. 4, 35· οἱ τεθωρακισμένοι, φοροῦντες θώρακα, Θουκ. 2. 100, Ξεν. Ἀν. 2. 5. 35. ΙΙ. καθόλου, καλύπτω δι’ ὁπλισμοῦ ἀμυντικοῦ, ἐθωράκισε πλὴν τῶνὀφθαλμῶν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 6. 1, 29· ὄγκῳ… χλανίδος εὖ τεθωρακισμένος Ἔφιππ. ἐν «Ναυαγῷ» 1. 10· ― μεταφ., θ. ἑαυτούς, ἐπὶ ἀγρίων κάπρων καλυπτόντων ἑαυτοὺς διὰ πηλοῦ πρὸ τῆς μάχης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 3· θωρακισθεὶς πηλῷ Στράβ. 812.

French (Bailly abrégé)

f. θωρακίσω, ao. ἐθωράκισα;
Pass. ao. ἐθωρακίσθην, pf. τεθωράκισμαι;
1 couvrir d’une cuirasse, cuirasser : τινά qqn ; οἱ τεθωρακισμένοι soldats armés d’une cuirasse ; ἵπποι τεθωρακισμένοι XÉN chevaux recouverts d’une cuirasse;
2 p. ext. couvrir d’une armure défensive, acc.;
Moy. θωρακίζομαι se couvrir de sa cuirasse.
Étymologie: θώραξ.

Greek Monolingual

(ΑΜ θωρακίζω) θώραξ
οπλίζω κάποιον με θώρακα, ενισχύω κάποιον με θώρακα
νεοελλ.
1. επενδύω κάτι με σιδερένιες πλάκες ή ελάσματα για να γίνει απρόσβλητο από τα βλήματα («θωρακισμένο αυτοκίνητο»)
2. προστατεύω ένα ηλεκτρικό κύκλωμα ή μια ηλεκτρική συσκευή με θωράκιση
3. μτφ. μέσ. θωρακίζομαι
προφυλάσσομαι, οπλίζομαι με κάτι («θωρακίζομαι με υπομονή»)
4. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τα (τε)θωρακισμένα
στρατιωτικές μονάδες αρμάτων και άλλων οχημάτων οι οποίες χρησιμοποιούνται κυρίως ως τμήματα εφόδου σε χερσαίες και αμφίβιες επιχειρήσεις
μσν.-αρχ.
καλύπτω με αμυντικό οπλισμό
αρχ.
1. μέσ. θωρακίζομαι
φορώ τον θώρακα μου
2. (μτχ. παθ. παρακμ. αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ τεθωρακισμένοι
οι θωρακοφόροι, οι οπλισμένοι με θώρακα ιππείς
3. φρ. (για άγριους κάπρους) «θωρακίζουσι ἑαυτούς» — καλύπτονται με λάσπη πριν τη μάχη.

Greek Monotonic

θωρᾱκίζω: μέλ. -ίσω (θῶραξ),
I. οπλίζω με θώρακα πολεμιστή ή ελαφρύτερο θώρακα, σε Ξεν.· Μέσ., φορώ τον θώρακά μου, στον ίδ.· οἱ τεθωρακισμένοι, αυτοί που φορούν θώρακα, σε Θουκ., Ξεν.
II. γενικά, καλύπτω με αμυντική πανοπλία, ἐθωράκισε πλὴν τῶν ὀφθαλμῶν, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

θωρᾱκίζω:
1) надевать панцирь, одевать в броню, покрывать броней (αὑτοὺς καὶ ἵππους Xen.): ἀνήρ θωρακισθείς Xen. человек, надевший броню; ὁ τεθωρᾱκισμένος Thuc., Xen., Plut. воин в броне;
2) защищать, закрывать (πάντα πλὴν τῶν ὀφθαλμῶν Xen.; οἱ ὗες θωρακίζοντες ἑαυτούς, τῷ πηλῷ μολύνοντες καὶ ξηραίνοντες ἑαυτούς Arst.).

Middle Liddell

θωρᾱκίζω, [θῶραξ]
I. to arm with a breastplate or corslet, Xen.:—Mid. to put on one's breastplate, Xen.: —Pass., θωρακισθείς with one's breastplate on, Xen.; οἱ τεθωρακισμένοι cuirassiers, Thuc., Xen.
II. generally, to cover with defensive armour, ἐθωράκισε πλὴν τῶν ὀφθαλμῶν Xen.