νόσημα: Difference between revisions
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (ΑΜ [[νόσημα]], Α ιων. τ. [[νούσημα]], Μ και νόσημαν) [[νοσώ]]<br />[[πάθηση]] οργανική ή ψυχική, [[απώλεια]] της υγείας και της ισορροπίας του οργανισμού, [[νόσος]], [[αρρώστια]] («τῶν περὶ τὸ [[σῶμα]] νοσημάτων πολλαὶ θεραπεῑαι», Ισοκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> α) [[ηθική]] [[αρρώστια]] («ἔνεστι γάρ πως τοῦτο τῇ τυραννίδι [[νόσημα]] | |mltxt=<b>(I)</b><br />το (ΑΜ [[νόσημα]], Α ιων. τ. [[νούσημα]], Μ και νόσημαν) [[νοσώ]]<br />[[πάθηση]] οργανική ή ψυχική, [[απώλεια]] της υγείας και της ισορροπίας του οργανισμού, [[νόσος]], [[αρρώστια]] («τῶν περὶ τὸ [[σῶμα]] νοσημάτων πολλαὶ θεραπεῑαι», Ισοκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> α) [[ηθική]] [[αρρώστια]] («ἔνεστι γάρ πως τοῦτο τῇ τυραννίδι [[νόσημα]] τοῖς φίλοισι μὴ πεποιθέναι», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) [[βαριά]] [[θλίψη]]<br />γ) [[πολιτική]] [[αναστάτωση]], [[πολιτική]] [[αναταραχή]] («[[τυραννίδα]]... ἔσχατο πόλεως [[νόσημα]]», <b>Πλάτ.</b>).<br /> <b>(II)</b><br />το<br /><b>ζωολ.</b> <b>βλ.</b> [[νόζεμα]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:00, 25 March 2021
English (LSJ)
Ion. νούσημα, ατος, τό, (νοσέω) A disease, Hp.Flat.1, S.Ph. 755, E.El.656, Th.2.49,53, etc.; τὰ περὶ τὸ σῶμα ν. Isoc.8.39; νοσήμασι περιπίπτειν X.Cyr.6.2.27; νοσήματα τῶν σπερμάτων Thphr.HP 8.10.1; [τῶν φυτῶν] ib.4.14.1. 2 metaph., of passion, vice, etc., ἔνεστι γάρ πως τοῦτο τῇ τυραννίδι ν. A.Pr.227; ν. γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους ib.685; νοσοῖμ' ἄν, εἰ ν. τοὺς ἐχθροὺς στυγεῖν ib.978; of love, S.Fr.149.1; τὸ ν. τῆς ἀδικίας Pl.Grg.480b, cf. Chrysipp.Stoic.3.103. b of any grievous affliction, S.OT1293; esp. of disorder in a state, τυραννίδα… ἔσχατον πόλεως ν. Pl.R.544c, cf. D.19.259, etc.
German (Pape)
[Seite 263] τό, die Krankheit; Soph. Phil. 745 u. öfter; Thuc. 2, 49; θανάσιμον, Plat. Rep. III, 406 b. Übertr., ἔνεστι γάρ πως τοῦτο τῇ τυραννίδι νόσημα, τοῖς φίλοις μὴ πεποιθέναι, Aesch. Prom. 225, vgl. 688. 980; Wahnsinn, Soph. Ai. 331; übh. Unglück, τὸ γὰρ νόσημα μεῖζον ἢ φέρειν, O. R. 1293; ἐγγίγνεται νοσήματ' ἐς κρυπτοὺς γάμους, Eur. Ion 1524; auch in Prosa, ἀνομίας νόσημα, Thuc. 2, 53; τὸ νόσημα τῆς ἀδικίας, Plat. Gorg. 480 b, vgl. ἐν σώμασι καλούμενον νόσημα, ἐν δὲ πόλεσιν ἀδικίαν, Legg. X, 906 c; Xen. u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
νόσημα: τό, (νοσέω) ἀσθένεια, λοιμός, ὡς τὸ νόσος, Ἱππ. 295. 24, Σοφ. Φιλ. 755, Εὐρ., Θουκ. 2. 49, 53, κτλ.· τὰ περὶ τὸ σῶμα ν. Ἰσοκρ. 167Β· νοσήματι περιπίπτειν Ξεν. Κύρ. 6. 2, 27. 2) μεταφορ., ἔνεστι γάρ πως τοῦτο τῇ τυραννίδι ν. Αἰσχύλ. Πρ. 225· ν. γὰρ αἴσχιστον εἶναι … συνθέτους λόγους αὐτόθι 685· νοσοῖμ’ ἄν, εἰ ν. τοὺς ἐχθροὺς στυγεῖν αὐτόθι 978· ν. ἔρωτος Σοφ. Ἀποσπ. 162· τὸ ν. τῆς ἀδικίας Πλάτ. Γοργ. 480Β· πρβλ. νοσέω 2. 3) ἐπὶ πάσης βαρείας θλίψεως ἢ ἀκαταστασίας, Σοφ. Ο.Τ. 1293· ἰδίως ἐπὶ ἀκαταστασίας ἐν πολιτείᾳ, Πλάτ. Πολ. 544C, Δημ. 424. 3, κτλ.· πρβλ. νοσέω 3.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
I. maladie;
II. fig. 1 fléau;
2 malheur, infortune.
Étymologie: νοσέω.
English (Strong)
from νοσέω; an ailment: disease.
English (Thayer)
νοσηματος, τό, disease, sickness: Lachmann (Tragg., Aristophanes, Thucydides, Xenophon, Plato, and following.)
Greek Monolingual
(I)
το (ΑΜ νόσημα, Α ιων. τ. νούσημα, Μ και νόσημαν) νοσώ
πάθηση οργανική ή ψυχική, απώλεια της υγείας και της ισορροπίας του οργανισμού, νόσος, αρρώστια («τῶν περὶ τὸ σῶμα νοσημάτων πολλαὶ θεραπεῑαι», Ισοκρ.)
αρχ.
μτφ. α) ηθική αρρώστια («ἔνεστι γάρ πως τοῦτο τῇ τυραννίδι νόσημα τοῖς φίλοισι μὴ πεποιθέναι», Αισχύλ.)
β) βαριά θλίψη
γ) πολιτική αναστάτωση, πολιτική αναταραχή («τυραννίδα... ἔσχατο πόλεως νόσημα», Πλάτ.).
(II)
το
ζωολ. βλ. νόζεμα.
Greek Monotonic
νόσημα: -ατος, τό (νοσέω)·
1. αρρώστια, ασθένεια, λοιμός, σε Σοφ. κ.λπ.
2. μεταφ., ψυχική αρρώστια, κατάθλιψη, μελαγχολία, σε Αισχύλ., Πλάτ.
3. λέγεται για την αναρχία που επικρατεί σε μια πολιτεία, σε Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
νόσημα: ατος τό
1) болезнь Soph., Eur., Thuc.: νοσήματι περιπίπτειν Xen. заболеть; κατέχεσθαι νοσήματι NT быть больным;
2) порок, зло (τῆς ἀδικίας Plat.);
3) бедствие, несчастье: τὸ ν. μεῖζον ἢ φέρειν Soph. это несчастье невозможно вынести.
Middle Liddell
νόσημα, ατος, τό, νοσέω
1. a sickness, disease, plague, Soph., etc.
2. metaph. disease, affliction, Aesch., Plat.
3. of disorder in a state, Plat., etc.
Chinese
原文音譯:nÒshma 挪些馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:病(果效)
字義溯源:病,疾;源自(νοσέω)=生病,成癖);而 (νοσέω)出自(νόσος)*=疾病)。參讀 (ἀσθένεια)同義字
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編:
1) 病(1) 約5:4