μειαγωγός: Difference between revisions
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μειαγωγός]], -όν (Α)<br />αυτός που οδηγούσε το [[αρνί]], που επρόκειτο να θυσιαστεί, στους φράτορες για να ζυγιστεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μεῖον]] (ΙΙ) «[[πρόβατο]] που θυσιαζόταν στη [[γιορτή]] τών Απατουρίων» <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]] ( | |mltxt=[[μειαγωγός]], -όν (Α)<br />αυτός που οδηγούσε το [[αρνί]], που επρόκειτο να θυσιαστεί, στους φράτορες για να ζυγιστεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μεῖον]] (ΙΙ) «[[πρόβατο]] που θυσιαζόταν στη [[γιορτή]] τών Απατουρίων» <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]] ([[πρβλ]]. <i>παιδ</i>-[[αγωγός]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:10, 23 August 2021
English (LSJ)
ὁA, ὥσπερ μ. ἑστιῶν <τὴν πόλιν> Eup.116.
German (Pape)
[Seite 115] der den φράτορες ein Opferthier darbringt, s. μεῖον, Eupol. bei Harpocr.
Greek (Liddell-Scott)
μειᾰγωγός: -όν, (μεῖον, ἄγω) ὁ ἄγων τὸν πρὸς θυσίαν ἀμνὸν (μεῖον, ὃ ἴδε) εἰς τοὺς φράτορας ὅπως ζυγισθῇ, ὥσπερ μ. ἱστάνων Εὔβουλ. ἐν «Δήμ.» 1 (ἴδε Meineke 5, σελ. 36)· - ἐντεῦθεν μειαγωγέω, ἄγω τὸν ἀμνὸν εἰς τοὺς φράτορας ὅπως ζυγισθῇ ἐνώπιον αὐτῶν, καὶ μεταφορ., μ. τὴν τραγῳδίαν, ζυγίζω αὐτὴν ὡς ζυγίζουσι τοὺς ἀμνούς, Ἀριστοφ. Βάτρ. 798· - μειαγωγία, ἡ, Σουΐδ.· Κατὰ τὸν Ἁρποκρ. «μεῖον καὶ μειαγωγός: Ἰσαῖος ἐν τῷ πρὸς Στρατοκλέα ‘παρέστησε μεῖον’· θῦμά ἐστιν ὃ τοῖς φράτορσι παρεῖχον οἱ τοὺς παῖδας εἰσάγοντες εἰς τούτους. Ἐρατοσθένης δὲ ἐν τοῖς περὶ κωμῳδίας φησὶν οὕτως ‘νόμου ὄντος μὴ μεῖον εἰσάγειν ὡρισμένου τινός, ἐπισκώπτοντες μετὰ παιδιᾶς πάντα τὸν εἰσάγοντα, μεῖον ἔφασαν εἰσάγειν, ὅθεν τὸ μὲν ἱερεῖον μεῖον προσηγορεύθη, μειαγωγὸς δὲ ὁ εἰσάγων’. Ἀπολλόδωρος ἐν τοῖς περὶ θεῶν ‘οἱ φράτορες’, φησίν, ‘ἵνα μείζονας νέμωνται μερίδας, ἐφώνουν ἑστῶτες, ἱστάνειν δεῖν, μεῖον γάρ ἐστι’.»
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui offre la victime μεῖον, pour la réception d’un enfant dans une confrérie.
Étymologie: μείων, ἀγωγός.
Greek Monolingual
μειαγωγός, -όν (Α)
αυτός που οδηγούσε το αρνί, που επρόκειτο να θυσιαστεί, στους φράτορες για να ζυγιστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (ΙΙ) «πρόβατο που θυσιαζόταν στη γιορτή τών Απατουρίων» + ἀγωγός (πρβλ. παιδ-αγωγός)].
Greek Monotonic
μειᾰγωγός: -όν (μεῖον, ἄγω), φέρνω για ζύγισμα το πρόβατο (μεῖον) που προορίζεται για θυσία, σε Εύπολ.
Middle Liddell
μει-ᾰγωγός, όν μεῖον, ἄγω]
bringing the sacrificial lamb (μεῖον) to be weighed, Eupol.