νεμεσητός: Difference between revisions
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νεμεσητός:''' эп. [[νεμεσσητός]], дор. νεμεσσᾱτός 3<br /><b class="num">1)</b> достойный порицания, позорный, предосудительный: οὐ νεμεσητὸν [[ἕνεκα]] [[τούτου]] ὑπηρετεῖν Plat. не зазорно (будет) потрудиться для этого;<br /><b class="num">2)</b> заслуженный, основательный: [[οὔτι]] νεμεσσητὸν [[κεχολῶσθαι]] Hom. не без оснований рассердиться; νεμεσητὰ [[παθεῖν]] Plut. пострадать по заслугам;<br /><b class="num">3)</b> внушающий страх, грозный (sc. [[Ἀχιλλεύς]] Hom.). | |elrutext='''νεμεσητός:''' эп. [[νεμεσσητός]], дор. νεμεσσᾱτός 3<br /><b class="num">1)</b> достойный порицания, позорный, предосудительный: οὐ νεμεσητὸν [[ἕνεκα]] [[τούτου]] ὑπηρετεῖν Plat. не зазорно (будет) потрудиться для этого;<br /><b class="num">2)</b> заслуженный, основательный: [[οὔτι]] νεμεσσητὸν [[κεχολῶσθαι]] Hom. не без оснований рассердиться; νεμεσητὰ [[παθεῖν]] Plut. пострадать по заслугам;<br /><b class="num">3)</b> [[внушающий страх]], [[грозный]] (sc. [[Ἀχιλλεύς]] Hom.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[νεμεσητός]], επιξ [[νεμεσσητός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> causing [[indignation]] or [[wrath]], νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη 'twere [[enough]] to make one [[wroth]], Il., etc.; so Soph., etc.<br /><b class="num">II.</b> to be regarded with awe, [[awful]], Il., Theocr. | |mdlsjtxt=[[νεμεσητός]], επιξ [[νεμεσσητός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> causing [[indignation]] or [[wrath]], νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη 'twere [[enough]] to make one [[wroth]], Il., etc.; so Soph., etc.<br /><b class="num">II.</b> to be regarded with awe, [[awful]], Il., Theocr. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:40, 19 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, in Hom. always νεμεσσητός, exc. Il.11.649:—A causing indignation or wrath, worthy of it, νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη 3.410, etc.: c. inf., οὔ τι νεμεσσητὸν κεχολῶσθαι 9.523, Od.22.59; οὔτοι νεμεσητόν S.Ph.1193 (lyr.), cf. Pl.Euthd.282b; οὐ ν. τὸ διαμαρτάνειν Phld.Sto.339.12; ν. ἰδεῖν Tyrt.10.26; ψεῦδος δὲ… ν. κατὰ φύσιν Pl.Lg.943e; νεμεσητὸν ἐὰν… it is matter for indignation that... Arist.Rh.1387a32, cf. IPE12.34.17 (Olbia). 2 retributive, ἔπαθε πρᾶγμα ν. retribution, Plu. Ages.22; so νεμεσητὰ παθεῖν Id.Per.37; πάθος ν. ἔπαθε Id.Pomp.38; τὸ ν. ἀφοσιούμενος ib.42. b deserving retribution, Nic.Dam.68.9J. II Act., prone to wrath, αἰδοῖος νεμεσητός Il.11.649; Κύπρι νεμεσσατά Theoc.1.101.
German (Pape)
[Seite 239] ep. νεμεσσητός, was Unwillen, Zorn, Haß, Neid nach sich zieht, was zu verargen ist, tadelnswerth, also ungebührlich; νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη, Il. 3, 410, dem 412 entspricht Τρωαὶ δέ μ' ὀπίσσω πᾶσαι μωμήσονται; οὐ μὲν γάρ τι νεμεσσητόν, 19, 182; οὔτι νεμεσσητὸν κεχολῶσθαι, 9, 523; Od. 22, 59; οὔ τοι νεμεσητόν, Soph. Phil. 1178; einzeln auch in Prosa, οὐδὲ νεμεσητὸν ἕνεκα τούτου ὑπηρετεῖν, Plat. Euthyd. 282 b, vgl. Legg. XII, 943 e, öfter; Plut. πάθος νεμεσητὸν ὑπὸ φιλοτιμίας ἔπαθεν, Pomp. 38; Agesil. 22; νεμεσητὰ παθεῖν, die Nemesis erfahren, Pericl. 37. – Auch der, vor dem man Scheu, Ehrfurcht empfindet, neben αἰδοῖος Il. 11, 649.
Greek (Liddell-Scott)
νεμεσητός: -ή, -όν, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε νεμεσσητός, πλὴν ἅπαξ (ἴδε κατωτ. ΙΙ)· ― ὁ προξενῶν ἀγανάκτησιν ἢ ὀργήν, ἄξιος ἀγανακτήσεως, νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη, «μεμπτὸν δ’ ἂν εἴη τοῦτό γε» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Γ. 410, κτλ.· μετ’ ἀπαρ. (πρβλ. νέμεσις ΙΙ), οὔτι νεμεσσητὸν κεχολῶσθαι Ι. 523, Ὀδ. Χ. 59· οὕτως, οὕτοι νεμεσητὸν Σοφ. Φιλ. 1193, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 282Β· ν. ἰδεῖν Τυρταῖ. 6. 26· ψεῦδος δέ... ν. κατὰ φύσιν Πλάτ. Νόμ. 943Ε· ἐὰν οὖν ἀγαθὸς ὤν μὴ τοῦ ἀρμόττοντος τυγχάνῃ, νεμεσητὸν Ἀριστ. Ρητ. 2. 9, 11. ― Ἐπίρρ. -τῶς, Θεόδ. Μετοχ. ΙΙ. ἄξιος σεβασμοῦ, σεβαστός, αἰδοῖος νεμεσητὸς Ἰλ. Λ. 649· Κύπρι νεμεσσατὰ (κατὰ τὸν Σχολ.: «ἀξία μέμψεως») Θεόκρ. 1. 101.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui mérite la colère des dieux, coupable, criminel, ou en gén. répréhensible;
2 causé par la jalousie des dieux, qui marque la colère ou la haine des dieux.
Étymologie: adj. verb. de νεμεσάω.
English (Autenrieth)
causing indignation, reprehensible, wrong, usually neut. as pred., Il. 3.310; w. neg., ‘no wonder,’ Il. 9.523, Od. 22.59, to be dreaded, Il. 11.649.
Greek Monolingual
νεμεσητός, επικ. τ. νεμεσσητός, δωρ. τ. νεμεσσατός, -ή, -όν (Α) νεμεσώ
1. αυτός που προκαλεί αγανάκτηση και οργή και ο άξιος οργής, ο αξιοκατάκριτος, μεμπτός («ψεῡδός δὲ αἰδοῑ καὶ δίκῃ νεμεσητὸν κατὰ φύσιν», Πλάτ.)
2. αυτός που ανταποδίδεται, («πάθος νεμεσητὸν ὑπὸ φιλοτιμίας ἔπαθε», Πλούτ.)
3. άξιος ανταμοιβής, ανταπόδοσης
4. αυτός του οποίου την αγανάκτηση πρέπει να φοβάται κανείς, ο φοβερός («Κύπρι νεμεσσατά», Θεόκρ.).
επίρρ...
νεμεσητῶς (Μ)
με αξιοκατάκριτο τρόπο.
Greek Monotonic
νεμεσητός: Επικ. νεμεσσητός, -ή, -όν,
I. αυτός που προκαλεί αγανάκτηση ή οργή· νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη, αυτό θα ήταν αρκετό για να εξοργίσει κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ομοίως, σε Σοφ. κ.λπ.
II. αυτός που αντιμετωπίζεται με σεβασμό, αξιοσέβαστος, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
νεμεσητός: эп. νεμεσσητός, дор. νεμεσσᾱτός 3
1) достойный порицания, позорный, предосудительный: οὐ νεμεσητὸν ἕνεκα τούτου ὑπηρετεῖν Plat. не зазорно (будет) потрудиться для этого;
2) заслуженный, основательный: οὔτι νεμεσσητὸν κεχολῶσθαι Hom. не без оснований рассердиться; νεμεσητὰ παθεῖν Plut. пострадать по заслугам;
3) внушающий страх, грозный (sc. Ἀχιλλεύς Hom.).
Middle Liddell
νεμεσητός, επιξ νεμεσσητός, ή, όν
I. causing indignation or wrath, νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη 'twere enough to make one wroth, Il., etc.; so Soph., etc.
II. to be regarded with awe, awful, Il., Theocr.