ἀπειρέσιος: Difference between revisions

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> c. otro alarg. métr. [[ἀπερείσιος]] <i>Il</i>.1.13, 6.49, Hes.<i>Fr</i>.198.10; ἀπερίσιος Orph.<i>Fr</i>.31.11, <i>PGurob</i> 1.11 (III a.C.)<br /><b class="num">I</b> en sg.<br /><b class="num">1</b> [[infinito]], [[inmenso]] γαῖα <i>Il</i>.20.58, ὀϊζύς <i>Od</i>.11.621, κυνυλαγμός Stesich.78, [[δῆρις]] <i>Batr</i>.4, [[ἄλγος]] <i>AP</i> 7.363, θοίνη <i>Buc.Anon</i>.13, ἠχώ Nonn.<i>D</i>.22.135, ὄλβος A.R.2.1182, ἀλκή A.R.1.159<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. ἀπειρέσιον τρομέεσκον infinitamente se asustaron</i> Q.S.2.179.<br /><b class="num">2</b> fig. [[indecible]], [[prodigioso]] [[εἶδος]] Hes.<i>Fr</i>.22.7, [[Δῆλος]] sagrada Delos</i> Thgn.8.<br /><b class="num">II</b> en plu. [[innumerables]], [[numerosísimos]] [[ἄποινα]] <i>Il</i>.1.13, 6.49, ἕδνα <i>Il</i>.16.178, <i>Od</i>.19.529, Hes.<i>Fr</i>.198.10, αἶγες <i>Od</i>.9.118, ὄρνιθες Simon.62, δῶρα Orph.l.c., A.R.1.419, <i>PGurob</i> l.c. (ἄνδρες) Theoc.25.100, Μαινάδες Nonn.<i>D</i>.30.220<br /><b class="num">•</b>intensificado por πολλοί: ἄνθρωποι <i>Od</i>.19.174, ἄνδρες Hes.<i>Fr</i>.240.4.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De ἀ- priv. y raíz que se encuentre en πέρας ‘fin’, ‘término’, con alarg. métrico como tb. [[ἀπερείσιος]].
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> c. otro alarg. métr. [[ἀπερείσιος]] <i>Il</i>.1.13, 6.49, Hes.<i>Fr</i>.198.10; ἀπερίσιος Orph.<i>Fr</i>.31.11, <i>PGurob</i> 1.11 (III a.C.)<br /><b class="num">I</b> en sg.<br /><b class="num">1</b> [[infinito]], [[inmenso]] γαῖα <i>Il</i>.20.58, ὀϊζύς <i>Od</i>.11.621, κυνυλαγμός Stesich.78, [[δῆρις]] <i>Batr</i>.4, [[ἄλγος]] <i>AP</i> 7.363, θοίνη <i>Buc.Anon</i>.13, ἠχώ Nonn.<i>D</i>.22.135, ὄλβος A.R.2.1182, ἀλκή A.R.1.159<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. ἀπειρέσιον τρομέεσκον infinitamente se asustaron</i> Q.S.2.179.<br /><b class="num">2</b> fig. [[indecible]], [[prodigioso]] [[εἶδος]] Hes.<i>Fr</i>.22.7, [[Δῆλος]] sagrada Delos</i> Thgn.8.<br /><b class="num">II</b> en plu. [[innumerables]], [[numerosísimos]] [[ἄποινα]] <i>Il</i>.1.13, 6.49, ἕδνα <i>Il</i>.16.178, <i>Od</i>.19.529, Hes.<i>Fr</i>.198.10, αἶγες <i>Od</i>.9.118, ὄρνιθες Simon.62, δῶρα Orph.l.c., A.R.1.419, <i>PGurob</i> l.c. (ἄνδρες) Theoc.25.100, Μαινάδες Nonn.<i>D</i>.30.220<br /><b class="num">•</b>intensificado por πολλοί: ἄνθρωποι <i>Od</i>.19.174, ἄνδρες Hes.<i>Fr</i>.240.4.<br /><b class="num">• Etimología:</b> De ἀ- priv. y raíz que se encuentre en πέρας ‘fin’, ‘término’, con alarg. métrico como tb. [[ἀπερείσιος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:35, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓πειρέσῐος Medium diacritics: ἀπειρέσιος Low diacritics: απειρέσιος Capitals: ΑΠΕΙΡΕΣΙΟΣ
Transliteration A: apeirésios Transliteration B: apeiresios Transliteration C: apeiresios Beta Code: a)peire/sios

English (LSJ)

α, ον, A boundless, immense, γαῖα, ὀϊζύς, Il.20.58, Od.11.621; δῆρις Batr.4; countless, ἄνθρωποι πολλοί, ἀπειρέσιοι Od.19.174, cf. Hes.Fr.134.4, Theoc.25.100; ὄρνιθες Simon.40; ἀπειρέσιον εἶδος = untold beauty, Hes.Fr.33; once in Trag., ἀπειρέσιοι πόνοι S.Aj.928 (lyr.): neut. as Adv., Q.S.2.179, 3.386. (Like ἀπερείσιος, by metrical lengthening for ἀπερέσιος; root περ- in πεῖραρ, ἄπειρος B.)

German (Pape)

[Seite 284] α, ον, verlängerte Form von ἄπειρος, vgl. ἀπερείσιος, unbegrenzt, unermeßlich groß, γαῖα Il. 20, 58; ὀιζύς Od. 11, 621, wie πόνοι Soph. Ai. 929; unendlich viel, αἶγες Od. 9, 118; ἄνθρωποι Od. 19, 174; ἄνδρες Hes. frg. 39, 4; sp. D., wie Theocr. 25, 100.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειρέσιος: -α, -ον, (ος, ον, μόνον ἐν Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 225), ἐκτεταμ. ποιητ. τύπος ἀντὶ τοῦ ἄπειρος (σημασία ΙΙ), ἀπέραντος, ἄπειρος, μέγας, γαῖα, ὀΐζὺς Ἰλ. Υ. 58, Ὀδ. Λ. 621· δῆρις Βατραχομ. 4: ἀναρίθμητος, πολύς, ἄνθρωποι, ἄνδρες, ἔεδνα, ἄποινα Ὀδ. Τ. 174, Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 4, κτλ.: ὡσαύτως, ἀπ. εἶδος, ἄφατος καλλονή, Ἡσ. Ἀποσπ. 73. 3: - ἅπαξ παρὰ Τραγ., ἀπ. πόνοι Σοφ. Αἴ. 928 (λυρ.): - τό οὐδέτερον ὡς ἐπίρρ., Κόïντ. Σμ. 2. 179. Πρβλ. ἀπείριτος, ἀπερείσιος.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
infini.
Étymologie: cf. ἄπειρος².

English (Autenrieth)

and ἀπερείσιος, 3 (πέρας, πείρατα): unlimited, boundless, infinite, of quantity or numbers, γαῖαν ἀπειρεσίην, Il. 20.58; ἄνθρωποι πολλοί, ἀπειρέσιοι, Od. 19.174; ἀπερείσἰ ἄποινα, Il. 1.13.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Alolema(s): c. otro alarg. métr. ἀπερείσιος Il.1.13, 6.49, Hes.Fr.198.10; ἀπερίσιος Orph.Fr.31.11, PGurob 1.11 (III a.C.)
I en sg.
1 infinito, inmenso γαῖα Il.20.58, ὀϊζύς Od.11.621, κυνυλαγμός Stesich.78, δῆρις Batr.4, ἄλγος AP 7.363, θοίνη Buc.Anon.13, ἠχώ Nonn.D.22.135, ὄλβος A.R.2.1182, ἀλκή A.R.1.159
neutr. como adv. ἀπειρέσιον τρομέεσκον infinitamente se asustaron Q.S.2.179.
2 fig. indecible, prodigioso εἶδος Hes.Fr.22.7, Δῆλος sagrada Delos Thgn.8.
II en plu. innumerables, numerosísimos ἄποινα Il.1.13, 6.49, ἕδνα Il.16.178, Od.19.529, Hes.Fr.198.10, αἶγες Od.9.118, ὄρνιθες Simon.62, δῶρα Orph.l.c., A.R.1.419, PGurob l.c. (ἄνδρες) Theoc.25.100, Μαινάδες Nonn.D.30.220
intensificado por πολλοί: ἄνθρωποι Od.19.174, ἄνδρες Hes.Fr.240.4.
• Etimología: De ἀ- priv. y raíz que se encuentre en πέρας ‘fin’, ‘término’, con alarg. métrico como tb. ἀπερείσιος.

Greek Monolingual

ἀπειρέσιος, -α, -ον κ. απερείσιος, -α, -ον (Α)
1. απεριόριστος, απέραντος
2. αναρίθμητος, πολύς
3. ανείπωτος, εξαίρετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Και οι δύο τ. χρησιμοποιούνται για να εξυπηρετήσουν μετρικές ανάγκες, ανάλογα με τη θέση της λ. στον στίχο. Ο παράλληλος τ. απείριτος απαντά στον Όμηρο και τον Ησίοδο ως επίθ. της λ. πόντος, ενώ στη μεταγενέστερη ποιητική γλώσσα χαρακτηρίζει και άλλους όρους. Ο τ. απειρέσιος πιθ. από το αμάρτυρο ρηματ. επίθ. του πείρω α -πέρ -ετος παρεκτεταμένο με το επίθημα -ιος ή από το απείρετος < πείραρ «τέρμα». Η υπόθεση ότι ο τ. απείριτος προέρχεται από τ. α -περι -ιτος, όπου ιτος ρηματ. επίθ. του είμι (πρβλ. αμάξιτος), δεν ικανοποιεί].

Greek Monotonic

ἀπειρέσιος: -α, -ον, εκτεταμ. τύπος του ἄπειρος (Β), απεριόριστος, απέραντος, απροσμέτρητος, αναρίθμητος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπειρέσιος: Hom., Hes., Batr., Soph. = ἄπειρος II.

Frisk Etymological English

ἀπερείσιος
Grammatical information: adv.
Meaning: endless, immense (Il.).
Other forms: Also ἀπείριτος (Od.)
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: For *ἀπερέσιος, a ιο-derivation of *ἀ-περ-ετος, a privative verbal adjective to πείρω (q. v.), with metrical lengthening (Chantr. Gramm. hom. 1, 101). - With the same meaning ἀπείριτος (κ 195, Hes. Th. 109 u. a.) with unclear -ι-. Not from *ἀπερι-ι-τος (to ἰέναι, Bechtel Lex.).

Middle Liddell

[ἄπειρος2]
boundless, immense, countless, Hom., Od.

Frisk Etymology German

ἀπειρέσιος: ἀπερείσιος
{apeirésios}
Meaning: endlos, unermeßlich (ep. poet.).
Etymology : Metrische Dehnungen, die miteinander rhythmisch abwechseln (Chantraine Gramm. hom. 1, 101), für *ἀπερέσιος, eine erweiternde ιο-Ableitung von *ἀπερετος, das ein privatives Verbaladjektiv zum Präsens πείρω (s. d.) darstellt. Schulze Q. 245. — In derselben Bedeutung steht ἀπείριτος (κ 195, Hes. Th. 109 u. a.) mit unklarem -ι-. Die Erklärung aus *ἀπεριι-τος (zu ἰέναι, Schulze Q. 116 A. 3, Bechtel Lex.) überzeugt nicht. Vgl. noch Schwyzer 106 A. 3 (wenig befriedigend).
Page 1,120