χρηστήριος: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - " ," to ",")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χρηστήριος''': -α, -ον, καὶ ος, ον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 241· ([[χράω]] (Γ) Α)· - ὁ ἀνήκων εἰς μαντιον, ἐκ μαντείου, [[μαντικός]], [[προφητικός]] ἐφετμαὶ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὄρνιθες ὁ αὐτ. ἐπὶ Θήβ. 26· χρηστηρίαν ἐσθῆτα ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1270· [[τρίπους]] χρ. Εὐρ. Ἴων 1320· [[τοὔνομα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 822· [[ὡσαύτως]], Ἄπολλον χρηστήριε, δοτὴρ χρησμῶν, Ἡρόδ. 6. 80, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3527, ΙΙ. ([[χράομαι]]) ὡς τὸ [[χρηστικός]], [[κατάλληλος]] ἢ κατεσκευαμένος ἐπίτηδες πρὸς χρῆσιν, [[χρήσιμος]], χρηστήρια σκεύη, «τὰ πρὸς θεωρίαν ἢ θυσίας σκεύη ὠνόμαζον χρηστήρια, ὡς καὶ [[Πλάτων]] ἐν Ἑλλάδι εἴρηκεν ὁ κωμικὸς» Πολυδ. Ι΄ , 11 (ἴδε Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑλλάδι» 6), Στράβ. 604, Συλλ. Ἐπιγρ. 3069 30. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 425.
|lstext='''χρηστήριος''': -α, -ον, καὶ ος, ον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 241· ([[χράω]] (Γ) Α)· - ὁ ἀνήκων εἰς μαντιον, ἐκ μαντείου, [[μαντικός]], [[προφητικός]] ἐφετμαὶ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὄρνιθες ὁ αὐτ. ἐπὶ Θήβ. 26· χρηστηρίαν ἐσθῆτα ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1270· [[τρίπους]] χρ. Εὐρ. Ἴων 1320· [[τοὔνομα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 822· [[ὡσαύτως]], Ἄπολλον χρηστήριε, δοτὴρ χρησμῶν, Ἡρόδ. 6. 80, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3527, ΙΙ. ([[χράομαι]]) ὡς τὸ [[χρηστικός]], [[κατάλληλος]] ἢ κατεσκευαμένος ἐπίτηδες πρὸς χρῆσιν, [[χρήσιμος]], χρηστήρια σκεύη, «τὰ πρὸς θεωρίαν ἢ θυσίας σκεύη ὠνόμαζον χρηστήρια, ὡς καὶ [[Πλάτων]] ἐν Ἑλλάδι εἴρηκεν ὁ κωμικὸς» Πολυδ. Ι΄, 11 (ἴδε Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑλλάδι» 6), Στράβ. 604, Συλλ. Ἐπιγρ. 3069 30. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 425.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 09:48, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρηστήριος Medium diacritics: χρηστήριος Low diacritics: χρηστήριος Capitals: ΧΡΗΣΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: chrēstḗrios Transliteration B: chrēstērios Transliteration C: christirios Beta Code: xrhsth/rios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον A.Eu.241: (χράω (B) A): A oracular, prophetic, ἐφετμαί l. c.; ὄρνιθες Id.Th.26; χρηστηρίαν ἐσθῆτα Id.Ag. 1270; τρίπους χ. E.Ion1320; τοὔνομα Id.Hel.822; also Ἄπολλον χρηστήριε author of oracles, Hdt.6.80, cf. OGI312 (Aegae, ii B. C.). II (χράομαι) = χρηστικός, fitted or designed for use, useful, χρηστήρια σκεύη household utensils or furniture, Pl.Com.27 (τὰ πρὸς θεωρίαν ἢ θυσίαν σ. Poll.10.11); without σκεύη, Mnemos. 57.208 (Argos, vi B. C.), OGI326.30 (Teos, ii B. C.); ὅσα σκύτινα τῶν ὅπλων καὶ τῶν χ. Str.13.1.48, cf. 15.2.6, Nic.Dam.106J.; τὸν περίβολον καὶ τὰ ἐν αὐτῷ χ. Expl.Arch.de Délos 11.291, cf. 120, Durrbach Choixd' inscr.de Délos 119 (ii B. C.); τὰ δώματα καὶ τὰ χ. τῶν ὑδάτων Supp.Epigr.8.170 (Palestine), cf. PCair.Zen.764.37 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1375] auch 2 Endgn, 1) zum Wahrsager, zum Wahrsagen gehörig, prophetisch; ὄρνιθες Aesch. Spt. 26; ἐφετμἡ Λοξίου Eum. 232, die das Orakel gegeben; ἐσθής, das Kleid des Wahrsagers, Ag. 1243, τρίποδα χρηστήριον λιποῦσα Eur. Ion 1320. – 2) (χράομαι) zum Gebrauche gehörig, bestimmt; χρηστήρια, mit und ohne σκεύη, Geschirr, Hausrath, utensilia, Strab. u. a. Sp.; Poll. 10, 11.

Greek (Liddell-Scott)

χρηστήριος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 241· (χράω (Γ) Α)· - ὁ ἀνήκων εἰς μαντιον, ἐκ μαντείου, μαντικός, προφητικός ἐφετμαὶ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὄρνιθες ὁ αὐτ. ἐπὶ Θήβ. 26· χρηστηρίαν ἐσθῆτα ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1270· τρίπους χρ. Εὐρ. Ἴων 1320· τοὔνομα ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 822· ὡσαύτως, Ἄπολλον χρηστήριε, δοτὴρ χρησμῶν, Ἡρόδ. 6. 80, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3527, ΙΙ. (χράομαι) ὡς τὸ χρηστικός, κατάλληλος ἢ κατεσκευαμένος ἐπίτηδες πρὸς χρῆσιν, χρήσιμος, χρηστήρια σκεύη, «τὰ πρὸς θεωρίαν ἢ θυσίας σκεύη ὠνόμαζον χρηστήρια, ὡς καὶ Πλάτων ἐν Ἑλλάδι εἴρηκεν ὁ κωμικὸς» Πολυδ. Ι΄, 11 (ἴδε Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑλλάδι» 6), Στράβ. 604, Συλλ. Ἐπιγρ. 3069 30. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 425.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
qui concerne les oracles, les prophéties.
Étymologie: χράω³.

Greek Monolingual

-ία, -ον, θηλ. και -ος, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μαντείο, προφητικός («χρηστηρίους ὄρνιθας», Αισχύλ.)
2. (ως προσωνυμία του Απόλλωνος) αυτός που δίνει χρησμούς
3. αυτός που προορίζεται ή είναι κατάλληλος για χρήση, χρηστικός
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ χρηστήρια
(με ή χωρίς τη λ. σκεύη) μαγειρικά σκεύη ή έπιπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το θ. του ρ. χρή «πρέπει, χρειάζεται, είναι ανάγκη», με κατάλ. -τήριος (πρβλ. πιεσ-τήριος), και εμφανίζει δυσερμήνευτο -σ- (για τη σημ. του τ. βλ. λ. χρή)].

Greek Monotonic

χρηστήριος: -α, -ον και -ος, -ονχράω (Γ) I.], αυτός που ανήκει ή προέρχεται από μαντείο, μαντικός, προφητικός, σε Αισχύλ., Ευρ.· Ἄπολλον χρηστήριε, δότης χρησμών, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

χρηστήριος: и
1) пророческий, вещий (ἐφετμὴ Λοξίου, ὄρνιθες Aesch.; τοὔνομα Eur.; Ἀπόλλων Her.);
2) прорицательский (ἐσθής Aesch.; τρίπους Eur.).

Middle Liddell

χρηστήριος, η, ον [χράω3]
of or from an oracle, oracular, prophetic, Aesch., Eur.; Ἄπολλον χρηστήριε author of oracles, Hdt.