τέρθριος: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - "perh." to "perhaps") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2:") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τέρθριος:'''<br /><b class="num">1)</b> реевый: ὁ τ. (sc. [[κάλως]]) мор. реевый канат, брас Arph.;<br /><b class="num">2)</b> кормовой, т. е. попутный ([[πνοή]] Soph.). | |elrutext='''τέρθριος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[реевый]]: ὁ τ. (sc. [[κάλως]]) мор. реевый канат, брас Arph.;<br /><b class="num">2)</b> кормовой, т. е. попутный ([[πνοή]] Soph.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[τέρθριος]], ὁ,<br />the [[rope]] from the end of a [[sail]]-[[yard]] ([[τέρθρον]]), the [[brace]], Ar. | |mdlsjtxt=[[τέρθριος]], ὁ,<br />the [[rope]] from the end of a [[sail]]-[[yard]] ([[τέρθρον]]), the [[brace]], Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:10, 19 August 2022
English (LSJ)
ὁ, A rope from the end of a sail-yard (τέρθρον), used for reefing, Ar.Eq.440, cf. Sch. ad loc.; τ. κάλοι Erot., Gal.19.145. II τερθρία πνοή, cited from S. (Fr.333) in EM753.7, is there expld. by ὀπισθία, a stern wind, but perhaps rather a stiff gale requiring the use of τέρθριοι.
German (Pape)
[Seite 1093] ὁ, ein Schiffsseil, ein Tau an der Raa, um die Segel aufzuspannen u. einzuziehen; Ar. Equ. 442; eigtl. adj., sc. κάλως, wie sich auch τέρθριοι κάλωες finden, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
τέρθριος: ὁ, τὸ σχοινίον τὸ ἀπὸ τοῦ ἄκρου τῆς τοῦ ἱστίου κεραίας (τέρθρου), Ἀριστοφ. Ἱππ. 440· τ. κάλως Γαληνοῦ Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 578. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τέρθριοι· οἱ εἰς τὸ κέρας τοῦ ἱστίου ἑκατέρωθεν δεδεμένοι (κάλοι), ἐν οἷς καὶ τὸ ἄρμενον ἕλκουσι». ΙΙ. τερθρία πνοή, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Σοφ. (Ἀποσπ. 304) παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. ἑρμηνεύεται αὐτόθι διὰ τοῦ ὀπισθία, δηλ. ἄνεμος τῆς πρύμνης.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
câble fixé à l’extrémité de la vergue.
Étymologie: τέρθρον.
Greek Monolingual
-α, -ο / τέρθριος, -ία, -ο, ΝΑ τέρθρον
νεοελλ.
ναυτ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τέρθρο (α. «τέρθρια υπέρα» — καλώδιο με το οποίο υψώνεται το κέρας επιδρόμου ή ημιολίου, κν. η τσούντα του πικιού
β. «τέρθριο σύσπαστο» — η τσούντα)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ τέρθριος
σχοινί που κρέμεται από το άκρο της κεραίας του ιστού
2. φρ. «τερθρία πνοή» — άνεμος της πρύμνης ή, κατ' άλλους, πιθ. ισχυρός άνεμος για την αντιμετώπιση του οποίου έπρεπε να χρησιμοποιηθούν τα παραπάνω σχοινιά (Σοφ.).
Greek Monotonic
τέρθριος: ὁ, σχοινί από την άκρη καταρτιού πλοίου (τέρθρον), υποστήριγμα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
τέρθριος:
1) реевый: ὁ τ. (sc. κάλως) мор. реевый канат, брас Arph.;
2) кормовой, т. е. попутный (πνοή Soph.).
Middle Liddell
τέρθριος, ὁ,
the rope from the end of a sail-yard (τέρθρον), the brace, Ar.