ἐπάγγελμα: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπάγγελμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> объявление, заявление (τὸ ἐ. ὃ ἐππαγγέλλομαι Plat.): ἐπαγγέλματι μὲν, οὐ [[πάντως]] δὲ καὶ κατὰ ἀλήθειαν Sext. на словах, но отнюдь не на деле;<br /><b class="num">2)</b> обещание, предложение (ὑποσχέσεις καὶ ἐπαγγέλματα Dem.);<br /><b class="num">3)</b> pl. (в Риме) комиции Plut.
|elrutext='''ἐπάγγελμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[объявление]], [[заявление]] (τὸ ἐ. ὃ ἐππαγγέλλομαι Plat.): ἐπαγγέλματι μὲν, οὐ [[πάντως]] δὲ καὶ κατὰ ἀλήθειαν Sext. на словах, но отнюдь не на деле;<br /><b class="num">2)</b> [[обещание]], [[предложение]] (ὑποσχέσεις καὶ ἐπαγγέλματα Dem.);<br /><b class="num">3)</b> pl. (в Риме) комиции Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 11:15, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάγγελμα Medium diacritics: ἐπάγγελμα Low diacritics: επάγγελμα Capitals: ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ
Transliteration A: epángelma Transliteration B: epangelma Transliteration C: epaggelma Beta Code: e)pa/ggelma

English (LSJ)

ατος, τό, A promise, profession, D.19.178 (pl.); τὸ Πρωταγόρου ἐ. Arist.Rh.1402a25, cf. Pl.Prt.319a; ὑπὸ τοῦ μεγέθους τοῦ ἐ. οὐδὲν θαυμαστὸν ἀπιστεῖν Id.Euthd.274a: pl., Metrod. ap. Phld. Rh.1.88S.; ἐπαγγέλματι, opp. κατ' ἀλήθειαν, S.E.M.1.182. 2 subject of a treatise, that which it purports to contain, τὸ ἐ. τοῦ λόγου D.H.Dem.33; τὸ ἐ. τοῦ συγγράμματος Ael.Tact.Praef.7. 3 = ἐπαγγελία 7, Crito ap.Gal.13.878, Id. ap. Aët.15.16. 4 art, profession, τὸ ἐ. τῆς ἀοτοποιΐας M.Ant.3.2.

German (Pape)

[Seite 893] τό, Ankündigung; D. Hal. de vi Dem. 33; das Versprechen, καὶ ὑποσχέσεις 19, 178; wie professio, das Fach, zu welchem sich Einer bekennt, ἐπαγγέλλεσθαι Plat. Prot. 319 a Euthyd. 274 a. Dah. ἐπαγγέλματι μέν εἰσι τέχναι dem κατ' ἀλήθειαν entggstzt, Sext. Emp. adv. gramm. 182.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάγγελμα: τό, ἀγγελία, ἄγγελμα, Διον. Ἀλ. π. Δημ. 33. 2) τὸ ὑπισχνεῖσθαι ἄνευ σκοποῦ ἐκτελέσεως, ταῖς ὑποσχέσεσι καὶ τοῖς ἐπαγγέλμασι τοῖς τούτου προκαταληφθέντας τότε Δημ. 397· 3· τὸ Πρωταγόρου ἐπάγγελμα ψεῦδος γάρ ἔστι καὶ οὐκ ἀληθές, ἀλλὰ φαινόμενον εἰκὸς Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 11. 3) ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πλάτ. Εὐθύδ. 274Α, Πρωτ. 319Α: πρβλ. ἐπαγγέλλω 5. 4) ἐν τῷ πληθ. = τῷ Λατ. comitia, ἐκκλησία, συνέλευσις Ρωμαίων πολιτῶν, Πλούτ. 2. 276C, ἔνθα διάφ. γρ. ἐπαγγελία. 5) διαταγή, προσταγή, Λεόντ. Μοναχ. 693Α.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 déclaration, promesse ; chose promise;
2 τὰ ἐπαγγέλματα les comices à Rome.
Étymologie: ἐπαγγέλλω.

English (Strong)

from ἐπαγγέλλω; a self-committal (by assurance of conferring some good): promise.

English (Thayer)

ἐπαγγελματος, τό (ἐπαγγέλλω), a promise: Demosthenes, Isocrates, others.)

Greek Monolingual

το (AM ἐπάγγελμα) επαγγέλλομαι
βιοποριστική εργασία («το επάγγελμα του δικηγόρου»)
νεοελλ.
φρ.
1. «ελευθέρια ή ελεύθερα επαγγέλματα» — αυτά που δεν ανήκουν στην εξαρτημένη εργασία, που ασκούνται από επιστήμονες ή επαγγελματίες που δεν ανήκουν στον υπαλληλικό κλάδο
2. «εξ επαγγέλματος»
α) (για δικαστή) από δική του πρωτοβουλία, από επαγγελματική υποχρέωση, αυτεπάγγελτα, χωρίς μήνυση κάποιου
β) (γι' αυτόν που θεωρεί έργο του να κάνει κάτι) από μακρόχρονη άσκηση και συνήθεια
μσν.
1. καλή αγγελία («ἐνεφύης δὲ γαστρί, φέρων αὐτοῖς τὸ ἐπάγγελμα», Μηναία)
2. προσταγή
αρχ.
1. επαγγελία, υπόσχεση («τοῦτό ἐστιν, ἔφη... τὸ ἐπάγγελμα, ὅ ἐπαγγέλλομαι», Πλάτ.)
2. το θέμα μιας πραγματείας
3. ἐπαγγέλματα
σύνοδος, εκκλησία, συνέλευση τών Ρωμαίων πολιτών
4. η διαφημιζόμενη ιαματική ιδιότητα ενός φαρμάκου.

Greek Monotonic

ἐπάγγελμα: -ατος, τό, υπόσχεση, διακήρυξη, εξαγγελία, σε Δημ.· η επαγγελματική ιδιότητα κάποιου, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπάγγελμα: ατος τό
1) объявление, заявление (τὸ ἐ. ὃ ἐππαγγέλλομαι Plat.): ἐπαγγέλματι μὲν, οὐ πάντως δὲ καὶ κατὰ ἀλήθειαν Sext. на словах, но отнюдь не на деле;
2) обещание, предложение (ὑποσχέσεις καὶ ἐπαγγέλματα Dem.);
3) pl. (в Риме) комиции Plut.

Middle Liddell

ἐπάγγελμα, ατος, τό, [from ἐπαγγέλλω
a promise, profession, Dem.:— one's profession, Plat.

Chinese

原文音譯:™p£ggelma 誒普-昂給而馬
詞類次數:名詞(2)
原文字根:在上-信息(果效)
字義溯源:自受約束,應許,宣告;源自(ἐπαγγέλλομαι)=在宣告);由(ἐπί)*=因著)與(ἄγγελος)=使者)組成;而 (ἄγγελος)出自(ἀγγελία)X*=帶來消息)
出現次數:總共(2);彼後(2)
譯字彙編
1) 應許(2) 彼後1:4; 彼後3:13

English (Woodhouse)

profession, what one claims to do

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)