ἐξαμιλλάομαι: Difference between revisions
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐξᾰμιλλάομαι:''' (aor. med. и pass. ἐξημιλλήθην)<br /><b class="num">1)</b> побеждать в состязании (τινα Eur., Plut.): τὰς τεθρίππους ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς τινι Eur. победивший кого-л. на состязании квадриг;<br /><b class="num">2)</b> [[изгонять]] (τινα γῆς Eur.): τινὰ φόβῳ ἐ. Eur. преследовать кого-л. страхом; ἔστ᾽ ἂν ὄμματος [[ὄψις]] ἐξαμιλληθῇ πυρί Eur. пока зрение (Полифема) не будет уничтожено огнем. | |elrutext='''ἐξᾰμιλλάομαι:''' (aor. med. и pass. ἐξημιλλήθην)<br /><b class="num">1)</b> [[побеждать в состязании]] (τινα Eur., Plut.): τὰς τεθρίππους ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς τινι Eur. победивший кого-л. на состязании квадриг;<br /><b class="num">2)</b> [[изгонять]] (τινα γῆς Eur.): τινὰ φόβῳ ἐ. Eur. преследовать кого-л. страхом; ἔστ᾽ ἂν ὄμματος [[ὄψις]] ἐξαμιλληθῇ πυρί Eur. пока зрение (Полифема) не будет уничтожено огнем. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. ήσομαι aor1 [[part]]. ἐξαμιλλησάμενος and -ηθείς<br /><b class="num">I.</b> Dep.:— to [[struggle]] [[vehemently]], c. acc. cogn., τὰς τεθρίππους ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς having [[contested]] the [[chariot]]-[[race]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> to [[drive]] out of a [[place]], c. gen., Eur.: to [[drive]] out of his wits, Eur.<br /><b class="num">III.</b> aor1 in [[pass]]. [[sense]], to be [[forced]] out, of the [[Cyclops]]' eye, Eur. | |mdlsjtxt=fut. ήσομαι aor1 [[part]]. ἐξαμιλλησάμενος and -ηθείς<br /><b class="num">I.</b> Dep.:— to [[struggle]] [[vehemently]], c. acc. cogn., τὰς τεθρίππους ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς having [[contested]] the [[chariot]]-[[race]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> to [[drive]] out of a [[place]], c. gen., Eur.: to [[drive]] out of his wits, Eur.<br /><b class="num">III.</b> aor1 in [[pass]]. [[sense]], to be [[forced]] out, of the [[Cyclops]]' eye, Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 19 August 2022
English (LSJ)
aor. 1 part. ἐξαμιλλησάμενος and -ηθείς, E.Hel.1471 (lyr.), 387: imper. A ἐξαμίλλησαι Id.Hyps.Fr.2:—struggle vehemently: c. acc. cogn., τὰς τεθρίππους Οἰνομάῳ . . ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς having contested the chariot-race with him, Id.Hel.387: abs., ib.1471; διαφόροις ὁδοῖς πρὸς ἓν καὶ ταὐτὸν ἄκρον Constantius in Them.Or.p.22 D. II drive out of, ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς E.Or.431; drive out of his wits, τινὰ φόβῳ ib.38. III aor. 1 in pass. sense, to be rooted out, of the Cyclops' eye, πυρί Id.Cyc.628.
German (Pape)
[Seite 867] herauskämpfen; τὰς τεθρίππους ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς, der in den Wettkämpfen den Sieg davongetragen hat, Eur. Hel. 387; auch ἐξαμιλλησάμενος, 1471; τίνες ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς; wer kämpft, d. i. treibt dich zum Lande hinaus? Or. 431, vgl. 38 ἐξ. τινὰ φόβῳ, herausscheuchen. Dah. ἔστ' ἂν ὄμματος ὄψις Κύκλωπος ἐξαμιλληθῇ πυρί, bis das Auge durch Feuer ausgetilgt worden, Eur. Cycl. 628. – In Prosa erst bei Plut., gen. Socr. 23 u. öfter, sich herausarbeiten.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰμιλλάομαι: μέλλ. -ήσομαι: μετοχ. ἀόρ. ἐξαμιλλησάμενος καὶ -ηθεὶς Εὐρ. Ἑλ. 1471, 387: β΄ ἑνικ. τοῦ πρκμ. ἐξαμίλλησαι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 764: Ἀποθ. Ἀγωνίζομαι σφοδρῶς, ἀγωνίζομαι ἕως οὗ νικήσω τὸν ἀντίπαλόν μου, μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὦ τὰς τεθρίππους Οἰνομάῳ... ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς, ὁ νικήσας τὸν Οἰνόμαον ἐν τῇ ἁμίλλῃ τῶν τεθρίππων ἁρμάτων, Εὐρ. Ἑλ. 387. ΙΙ. ἀποδιώκω, ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς Εὐρ. Ὀρ. 4. 31· κάμνω τινὰ νὰ φεύγῃ ἔντρομος ὡς παράφρων, Εὐμενίδας, αἳ τόνδ’ (τὸν Ὀρέστην) ἐξαμιλλῶνται φόβῳ αὐτόθι 38. ΙΙΙ. ἀόρ. α΄ μετὰ σημασ. παθητικῆς, καταστρέφομαι ἐντελῶς, περὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ Κύκλωπος, σιγᾶτε πρὸς θεῶν, θῆρες... ἔς τ’ ἂν ὄμματος ὄψις Κύκλωπος ἐξαμιλληθῇ πυρὶ Εὐρ. Κύκλ. 628· ἀλλ’ ὁ Κόβητος (Var. Lect. σ. 600) διατείνεται ὅτι τὸ σύνθετον δὲν ἔχει τὸν τόπον του ἐνταῦθα καὶ προτείνει ἀντ’ αὐτοῦ τὸ ἐξαμαλδυνθῇ, δηλ. ἀφανισθῇ.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
I. intr. 1 rivaliser avec : τί τινι avec qqn pour qch;
2 rivaliser pour ; tendre à, faire effort, πρός τι en vue de qch;
II. tr. repousser par la force, chasser violemment : τινα γῆς qqn d’un pays ; Pass. être détruit : πυρί par le feu.
Étymologie: ἐξ, ἁμιλλάομαι.
Spanish (DGE)
(ἐξᾰμιλλάομαι) 1 intr. rivalizar con fuerza, competir hasta el final c. ac. int. Εὐμενίδας, αἳ τόνδ' ἐξαμιλλῶνται φόβον Euménides, que rivalizan en (causar) este miedo E.Or.38, c. ac. y dat. de pers. τὰς τεθρίππους Οἰνομάῳ ... ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς ποτε (tú) que otrora competiste con Enómao en el certamen de cuádrigas E.Hel.387, cf. Hel.1471
•c. rég. prep. πρὸς ἓν καὶ ταὐτὸν ἄκρον τῆς εὐδοξίας ... ἐξαμιλλῶνται compiten por llegar a la misma y única cima del reconocimiento público Constantius Imp.Them.19c, cf. Plu.2.593f.
2 tr. lanzar fuera, expulsar c. gen. τίνες πολιτῶν ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς; ¿qué ciudadanos te expulsan del país? E.Or.431, fig. ἰδού, πρὸς αἰθέρ' ἐξαμίλλησαι κόρας mira, lanza tus ojos hacia el cielo E.Fr.752c
•en v. pas. ἔστ' ἂν ὄμματος ὄψις Κύκλωπος ἐξαμιλληθῇ πυρί hasta que la vista del ojo del Cíclope haya sido arrancada por el fuego E.Cyc.628, pero tb. interpr. como 1.
Greek Monotonic
ἐξᾰμιλλάομαι: μέλ. -ήσομαι, μτχ. αορ. αʹ ἐξαμιλλησάμενος και -ηθείς· αποθ.,
I. αγωνίζομαι με δύναμη, μάχομαι έντονα, με σύστ. αιτ., τὰς τεθρίππους ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς, αυτός που έχει διαγωνιστεί στην αρματοδρομία, σε Ευρ.
II. διώχνω από ένα μέρος, με γεν., στον ίδ.· κάνω κάποιον έξω φρενών, στον ίδ.
III. αόρ. αʹ με Παθ. σημασία, σπρώχνομαι έξω με τη βία, λέγεται για το μάτι του Κύκλωπα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξᾰμιλλάομαι: (aor. med. и pass. ἐξημιλλήθην)
1) побеждать в состязании (τινα Eur., Plut.): τὰς τεθρίππους ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς τινι Eur. победивший кого-л. на состязании квадриг;
2) изгонять (τινα γῆς Eur.): τινὰ φόβῳ ἐ. Eur. преследовать кого-л. страхом; ἔστ᾽ ἂν ὄμματος ὄψις ἐξαμιλληθῇ πυρί Eur. пока зрение (Полифема) не будет уничтожено огнем.
Middle Liddell
fut. ήσομαι aor1 part. ἐξαμιλλησάμενος and -ηθείς
I. Dep.:— to struggle vehemently, c. acc. cogn., τὰς τεθρίππους ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς having contested the chariot-race, Eur.
II. to drive out of a place, c. gen., Eur.: to drive out of his wits, Eur.
III. aor1 in pass. sense, to be forced out, of the Cyclops' eye, Eur.