στύραξ: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>ακος (ὁ) :<br /><b>1</b> bout | |btext=<span class="bld">1</span>ακος (ὁ) :<br /><b>1</b> bout d'une lance;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> lance, pique.<br />'''Étymologie:''' DELG apparenté à [[σταυρός]], [[στῦλος]], de la grande famille de [[ἵστημι]].<br /><span class="bld">2</span>ακος (ὁ) :<br />styrax, <i>arbre qui produit la gomme ou résine dont on fait l’encens</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée, suff. qui se retrouve dans de nombreux noms de plantes : [[δόναξ]], [[θρῖδαξ]], etc.<br /><i><b>Par.</b></i> [[λίβανος]]. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles |
Revision as of 12:30, 23 August 2022
English (LSJ)
[ῠ] (A), ᾰκος, ὁ, A storax, Mnesim.4.62 (anap.), Arist.HA 534b25, Thphr.HP9.7.3, Dsc.1.66, Sor.2.29, Aret.CD1.2, PSI4.297.12 (v A.D.). II στύραξ, ὁ or ἡ, the tree producing this gum, Styrax officinalis, fem. in Hdt.3.107, masc. in Str.12.7.3, Plu.Lys.28.
στύραξ [ῠ] (B), ᾰκος, ὁ, A spike at the lower end of a spear-shaft, X. HG6.2.19, Pl.La.184a; shaft, ἀκοντίων Onos.10.4 (pl.).
German (Pape)
[Seite 959] ακος, ἡ, seltener ὁ, der Strauch od. Baum, der das Gummiharz storax, τὸ στύραξ, giebt, Strab., Diosc., Plut. Lys. 28. ακος, τό, storax, ein wohlriechendes, als Räucherwerk gebrauchtes Gummiharz, das der Strauch ἡ στύραξ giebt, Diosc. ακος, ὁ, wie σαυρωτήρ, das untere Ende des Lanzenschaftes, auch der ganze Schaft; ἕως ἄκρου τοῦ στύρακος ἀντελάβετο, Plat. Lach. 183 e; auch die ganze Lanze, der Speer selbst, Xen. Hell. 6, 2, 10; Plut. Marcell. 26.
Greek (Liddell-Scott)
στύραξ: (Α), ᾰκος, ὁ, storax, ἡδύοσμόν τι ῥητινῶδες κόμμι χρησιμεῦον ὡς θυμίαμα, ὀσμή σεμνὴ μυκτῆρα δονεῖ λιβάνου .. σμύρνης .. στύρακος Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 62, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 27, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 3, Διοσκ. 1. 79. ΙΙ. στύραξ, ἡ, τὸ δένδρον τὸ παράγον τὸ κόμμι τοῦτο, Ἡρόδ. 3. 107· ἀλλ’ ἀρσ. παρὰ Στράβ. 570, Πλουτ. Λύσανδρ. 28.
French (Bailly abrégé)
1ακος (ὁ) :
1 bout d'une lance;
2 p. ext. lance, pique.
Étymologie: DELG apparenté à σταυρός, στῦλος, de la grande famille de ἵστημι.
2ακος (ὁ) :
styrax, arbre qui produit la gomme ou résine dont on fait l’encens.
Étymologie: DELG étym. ignorée, suff. qui se retrouve dans de nombreux noms de plantes : δόναξ, θρῖδαξ, etc.
Par. λίβανος.
Spanish
Greek Monolingual
(I)
-ακος, ο, ΝΑ, και στύραξ, ἡ, Α
βλ. στύρακας.
(II)
-ακος, ο, ΝΑ
(στην αρχαιότητα) το κάτω αιχμηρό άκρο του δόρατος το οποίο έμπηγαν στο έδαφος, ο σταυρωτήρ
αρχ.
κοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στῠρ-αξ (με επίθημα -αξ, πρβλ. πίν-αξ, χάρ-αξ) ανήκει, κατά μία άποψη, στην οικογένεια του ρ. ἵστημι και έχει σχηματιστεί από τη λ. σταυρός, αλλά με τον φωνηεντισμό τών τ. στῦλος, στύω, δηλ. από τη μηδενισμένη βαθμίδα στ- με βραχύ το φωνήεν -υ- της παρέκτασης (βλ. λ. σταυρός, στύλος, στύω). Κατ' άλλη άποψη, η λ. στύραξ με σημ. «κοντάρι» προήλθε από τη λ. στύραξ (Ι) «είδος δέντρου» (πρβλ. τη φρ. στυράκινα ἀκοντίσματα «ακόντια κατασκευασμένα από ξύλο στύρακα»). Ανάλογη περίπτωση χρησιμοποίησης του ον. δένδρου για να δηλωθεί το όπλο που κατασκευαζόταν από το ξύλο του δένδρου αυτού έχουμε στη λ. μελία. Ωστόσο, πρόβλημα γεννά το γεγονός ότι το φυτό στύραξ εισήχθη στην Ελλάδα από τους Φοίνικες και δεν πρέπει να ήταν πολύ διαδομένο στην Ελλάδα].
Greek Monotonic
στύραξ: (Α), -ᾰκος, ὁ,
I. μοσχολίβανο, αρωματικό ρετσίνι που χρησιμοποιείται ως θυμίαμα, σε Αριστ.
II. ἡ, δέντρο που παράγει αυτό το ρετσίνι, σε Ηρόδ.
• στύραξ: (Β), -ᾰκος, ὁ, οξύ άκρο στο κάτω μέρος δόρατος, λόγχη, σε Ξεν., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
στύραξ: ᾰκος (ῠ) ὁ, ион. ἡ стиракс
1) растение, дающее благовонную смолу Her., Plut.;
2) благовонная смола, употреблявшаяся для курений Arst.
ᾰκος (ῠ) ὁ
1) досл. нижний конец копья, перен. древко Plat.;
2) копье Xen., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στύραξ -ακος, ὁ en ἡ storax of styrax (de boom Styrax officinalis); uitbr. geurige bruinrode, harsachtige, glanzende stof die uit deze boom wordt gehaald: storax of styrax.
στύραξ -ακος, ὁ [~ σταυρός?, στῦλος?] puntige onderkant van de lansschacht.
Frisk Etymological English
1. -ακος
Grammatical information: m. f.
Meaning: des. of a gummi and of the producing shrub or tree Styrax officinalis (Hdt., Arist., Thphr., Str. a.o.).
Derivatives: στυράκ-ιον n. dimin. (pap.), -ινος made of styrax-tree or of styrax (LXX, Str., Dsc. a.o.), -ίζω to smell or taste like styrax (Dsc.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Semit.
Etymology: On the formatiom cf. ὄμφαξ, δόναξ, ἄνθραξ a.o. -- After Hdt. 3, 107 introduced into Greece by the Phoenicians, what points to Semitic origin. Lagarde and Lewy Fremdw. 41 f. compare Hebr. ṣorī the resin of the Mastix tree and the terebinth; doubts in Schrader-Nehring Reallex. 2, 501. -- With the tree-name is prob. 2. στύραξ identical; to be noted, beside μελίη ash and (staff of a) spear, esp. the στυράκινα ἀκοντίσματα in Str. 12, 7, 3. -- Lat. LW [loanword] styrax, storax, from where OE stor, OHG storr id. (W.-Hofmann s. v. w. lit.).
2. -ακος
Grammatical information: m.
Meaning: (lower end of a) spear-shaft (X., Pl. a.o.).
Derivatives: Dimin. στυράκ-ιον n. (Th., Aen. Tact.); -ίζειν κεντρίζειν H., EM.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formation like χάραξ, κάμαξ a.o., acc. to usual interpretation (e.g. Persson Beitr. 2, 714, WP. 2, 608) to σταυρός with zero grade with short vowel; cf. στῦλος, στύω. -- Prob. rather identical with the tree-name; s. 1. στύραξ. -- The word may well be Pre-Greek.
Middle Liddell
1
I. storax, a fragrant gum, Arist.
II. ἡ στ., the tree producing this gum, Hdt.
2
the spike at the lower end of a spear-shaft, Xen., Plat.
Frisk Etymology German
στύραξ: 1. -ακος
{stúraks}
Grammar: m.
Meaning: das untere Ende des Lanzenschaftes, Lanzenschaft (X., Pl. u.a.)
Derivative: mit dem Demin. στυράκιον n. (Th., Aen. Tact.); -ίζειν· κεντρίζειν H., EM.
Etymology: Bildung wie χάραξ, κάμαξ u.a., nach gewöhnlicher Annahme (z.B. Persson Beitr. 2, 714, WP. 2, 608) zu σταυρός mit kurzvokalischer Schwundstufe; vgl. στῦλος, στύω. — Wohl eher mit dem Baumnamen identisch; s. 2. στύραξ.
Page 2,814
2. -ακος
{stúraks}
Grammar: m. f.
Meaning: Bez. eines Gummiharzes und des entsprechenden Strauches oder Baumes Styrax officinalis (Hdt., Arist., Thphr., Str. u.a.).
Derivative: Davon στυράκιον n. Demin. (Pap.), -ινος ‘vom Styraxbaum od. von Styrax’ (LXX, Str., Dsk. u.a.), -ίζω ‘wie Styrax riechen od. schmecken’ (Dsk.).
Etymology: Zur Bildung vgl. ὄμφαξ, δόναξ, ἄνθραξ u.a. — Nach Hdt. 3, 107 von den Phöniziern in Griechenland eingeführt, was für semitische Herkunft spricht. Lagarde und Lewy Fremdw. 41 f. vergleichen hebr. ṣŏrī das Harz des Mastixbaumes und der Terebinthe; Bedenken bei Schrader-Nehring Reallex. 2, 501. — Mit dem Baumnamen ist wahrscheinlich 1. στύραξ identisch; zu bemerken, außer μελίη Esche und ‘Lanze(nschaft)’, bes. die στυράκινα ἀκοντίσματα bei Str. 12, 7, 3. —Lat. LW styrax, storax, woraus ags. stor, ahd. storr ib. (W.-Hofmann s. v. m. Lit.).
Page 2,814-815