δυσ-: Difference between revisions
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
m (Text replacement - "‘([\w\s]+)’" to "‘$1’") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dys- | |Transliteration C=dys- | ||
|Beta Code=dus | |Beta Code=dus | ||
|Definition=insepar. Prefix, opp. [[εὖ]], | |Definition=insepar. Prefix, opp. [[εὖ]], [[un-]], [[mis]]-, with notion of [[hard]], [[bad]], [[unlucky]], etc., as [[δυσήλιος]], [[δύσαγνος]]; [[destroying the good sense]] of a word, or [[increasing its bad sense]]: hence, joined even to words expressing negation, as [[δυσάμμορος]], [[δυσανάσχετος]]; poet. in strong contrasts, as <b class="b3">Πάρις Δύσπαρις, γάμος δύσγαμος</b>. Before στ, σθ, σπ, σφ<b class="b3">, σχ</b>, the final ς was omitted, v. δυστ-. (Cf. Skt. [[duṣ-]], [[dur]]-, e.g. [[durmanās]], = [[δυσμενής]]; ONorse [[tor]]-, e.g. [[torsóttligr]] (δύσμαχος); OIr. [[du-]], [[do]]-, e.g. [[dochruth]] 'misshapen'.) | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 23:04, 23 August 2022
English (LSJ)
insepar. Prefix, opp. εὖ, un-, mis-, with notion of hard, bad, unlucky, etc., as δυσήλιος, δύσαγνος; destroying the good sense of a word, or increasing its bad sense: hence, joined even to words expressing negation, as δυσάμμορος, δυσανάσχετος; poet. in strong contrasts, as Πάρις Δύσπαρις, γάμος δύσγαμος. Before στ, σθ, σπ, σφ, σχ, the final ς was omitted, v. δυστ-. (Cf. Skt. duṣ-, dur-, e.g. durmanās, = δυσμενής; ONorse tor-, e.g. torsóttligr (δύσμαχος); OIr. du-, do-, e.g. dochruth 'misshapen'.)
Greek (Liddell-Scott)
δῠσ-: ἀχώριστον προθεματικὸν μόριον, ἀντίθ. εὖ, ἀείποτε ἔχον τὴν ἔννοιαν τῆς δυσκολίας, δυστυχίας, κττ., ὡς δυσήλιος, δύσαγνος· ἀναιρεῖ δὲ τὴν καλὴν σημασίαν τῆς λέξεως ἢ ἐπαυξάνει τὴν κακήν· διὰ ταῦτα συντίθεται ἔτι καὶ μετὰ λέξεων περιεχουσῶν ἄρνησιν, ὡς δυσάμμορος, δυσάσχετος. Οἱ ποιηταὶ ἀγαπῶσι νὰ μεταχειρίζωνται αὐτὸ εἰς ἰσχυρὰς ἀντιθέσεις, ὡς Πάρις, Δύσπαρις, γάμος δύσγαμος, - ὥστε πολλάκις καταντᾷ σχεδὸν= ἀν- ἢ ἀ- στερητ.· - σύνθετα δὲ σχηματίζονται ὑπὸ τοὺς αὐτοὺς περιορισμοὺς, ὑφ’ οὓς καὶ μετὰ τοῦ εὖ (ἴδε ἐν λέξει). Πρὸ τῶν στ, σθ, σπ, σφ, σχ, τὸ τελικὸν σ παρελείπετο· ἴδε δυστ-. Πρβλ. Σανσκρ. dus-, dur-, π.χ. durmanâs = δυσμενής· Γοτθ. tuz- ἐν τῷ tuzverjan (=διακρίνεσθαι), Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. ια΄, 23), Παλαιο- Σκανδιν. tor-, ἐν τῷ torsóttligr (δύσμαχος)· Παλαιο-Γερμ. zur-, Γερμ. zer-).
Spanish (DGE)
(δῠσ-)
prefijo que indica negación.
• Etimología: Cf. ai. duṣ-, dur-, av. duš-, duž-, gót. tuz-, air. du, do-, arm. t-; prob. de la r. *dus- que en grado pleno da lugar a δεύομαι ‘necesitar’, ‘ser inferior’ < *δευσ-. ai. doṣa- ‘falta’.
English (Strong)
a primary inseparable particle of uncertain derivation; used only in composition as a prefix; hard, i.e. with difficulty: + hard, + grievous, etc.
Greek Monolingual
αρχαίο αχώριστο πρόθεμα (πρβλ. αρχ. ινδ. dus-, dur-, αβ. duš, duž, γοτθ. tuz-werjan «αμφιβάλλω», αγγλοσαξ. tor-, αρχ. άνω γερμ. zur, αρχ. ιρλ. du-, do-, αρμ. t-) που ανάγεται σε IE dus- «κακό» (βλ. λ. δεύομαι). Το πρόθεμα με αρχική σημασία «κακό», έλλειψη» προσέλαβε αργότερα και στερητική λειτουργία. Αντιτίθεται στο ευ (πρβλ. ευμενής-δυσμενής) και επιτελεί ποικίλες λειτουργίες στη σύνθεση
επιτείνει τη σημασία μιας ήδη κακόσημης λ. (πρβλ. δυσαλγής), μεταβάλλει αρνητικά τη σημασία ενός τ. (πρβλ. δυσσεβής) και σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιείται στη θέση του στερητικού μορίου α(ν)- (πρβλ. δύσαγνος, δυσκελής, δυστυχής), χωρίς όμως πάντα να υπάρχει ακριβής σημασιολογική αντιστοιχία ανάμεσα σε σύνθετα του δυσ- και του α(ν)
(πρβλ. δυσγενής-αγενής, δυστυχής-ατυχής). Λειτουργεί επίσης επιτατικά σε σύνθετα που έχουν ήδη στερητική σημασία (πρβλ. δυσάμμορος, δυσάνολβος). Τα σύνθετα του δυσ-, που ξεπερνούν τα χίλια, απαντούν τόσο στον ποιητικό λόγο ως εκφραστικοί τύποι και ως νεωτερισμοί (πρβλ. δυσαριστοτόκεια «δυστυχής μητέρα ενός ήρωα»), όσο και στον πεζό (πρβλ. δυσεντερία). Τέλος συντίθεται με λέξεις ήδη σύνθετες με προθέσεις (πρβλ. δυσέκφευκτος, δυσεπιχείρητος, δυσκατάπαυστος, δυσπρόσβατος)].
Frisk Etymology German
δυσ-: {dus-}
Grammar: untrennbares Präfix
Meaning: miß-, übel-, un- (seit Il.). Einzelheiten über Bedeutung und Gebrauch bei Schwyzer 432, Wackernagel Syntax 2, 295ff.
Etymology: Altererbtes Element, das auch im Indoiranischen (aind. duṣ-, dur-, aw. duš-, duž-) stark produktiv war. Einzelne Komposita sind in beiden Sprachzweigen zu belegen wie δυσμενής = aind. dur-mánas-, aw. duš-manah-; s. auch zu δύστηνος. Auch in anderen Sprachen lebt das Präfix weiter, so im Germanischen (got. tuz-werjan zweifeln, awno. ags. tor-, ahd. zur-), im Keltischen (air. du-, do-), im Armenischen (t-, z. B. t-gēt unwissend). Ob ebenfalls lat. dif-ficilis als *dus-fac. zu erklären ist (Wackernagel a. a. O.), bleibt offen. Auch das slav. Wort für Regen, aksl. dъždь, russ. doždь usw. wird von vielen Forschern hierher gezogen, aber schwerlich mit Recht; s. Vasmer Russ. et. Wb. s. v. m. Lit. — Idg. *dus- wird gewöhnlich mit δεύομαι ermangeln (s. 2. δέω) verbunden.
Page 1,425