σφεδανός: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=sfedano/s
|Beta Code=sfedano/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[σφοδρός]], [[vehement]], [[violent]], στάσιες <span class="bibl">Xenoph.1.23</span>; [[γένυες]] (sc. [[λέοντος]]) <span class="title">AP</span>6.219.12 (Antip.); τόξον <span class="bibl">Euph.9.10</span>; κάρηαρ <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>642</span>; [[ῥοιζός]] Epic. in <span class="title">Arch.Pap.</span>7p.4. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Hom. only neut. sg. as adverb, [[eagerly]], σφεδανὸν Δαναοῖσι κελεύων <span class="bibl">Il.11.165</span>, <span class="bibl">16.372</span>; σφεδανὸν ἔφεπ' ἔγχεϊ <span class="bibl">21.542</span> (Aristarch. and several codd. [[σφεδανῶν]], from σφεδανάω, [[raging]], cf. Theognost.<span class="title">Can.</span>12, Hsch.).</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[σφοδρός]], [[vehement]], [[violent]], στάσιες <span class="bibl">Xenoph.1.23</span>; [[γένυες]] (sc. [[λέοντος]]) <span class="title">AP</span>6.219.12 (Antip.); τόξον <span class="bibl">Euph.9.10</span>; κάρηαρ <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>642</span>; [[ῥοιζός]] Epic. in <span class="title">Arch.Pap.</span>7p.4. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Hom. only neut. sg. as adverb, [[eagerly]], σφεδανὸν Δαναοῖσι κελεύων <span class="bibl">Il.11.165</span>, <span class="bibl">16.372</span>; σφεδανὸν ἔφεπ' ἔγχεϊ <span class="bibl">21.542</span> (Aristarch. and several codd. [[σφεδανῶν]], from σφεδανάω, [[raging]], cf. Theognost.<span class="title">Can.</span>12, Hsch.).</span>
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />violent, véhément, impétueux ; <i>adv.</i> • σφεδανόν IL vivement.<br />'''Étymologie:''' cf. [[σφαδᾴζω]], [[σφοδρός]] ; sel. d'autres, apparenté à [[σπεύδω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σφεδᾰνός''': -ή, -όν, = [[σφοδρός]], [[ὁρμητικός]], [[βίαιος]], [[ἰσχυρός]], στάσιες Ξενοφάν. 1. 23˙ γένυες λέοντος Ἀνθολ. Π. 11. 219˙ κάρηνον Νικ. Θηρ. 642. ΙΙ. παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς ἐπίρρ., μετὰ σπουδῆς, συντόνως, [[ἐπιτεταμένως]], σφοδρῶς, σφεδανὸν Δανάοισι κελεύων Ἰλ. Λ. 165, Π. 372˙ σφεδανὸν ἔφεπ’ ἔγχεϊ Φ. 542 ([[ἔνθα]] ὁ Heyne ἑπόμενος τῷ Ἀριστάρχῳ ἔγραψε σφεδανῶν, ἐκ ῥήματ. σφεδανάω, μαινόμενος, [[ὁρμητικός]], πρβλ. Θεογνώστ. Κανόν. 12, Ἡσύχ.˙ ἀλλ’ ἴδε Spiztn. ἐν τόπῳ καὶ εἰς Ἰλ. Λ. 165).
|lstext='''σφεδᾰνός''': -ή, -όν, = [[σφοδρός]], [[ὁρμητικός]], [[βίαιος]], [[ἰσχυρός]], στάσιες Ξενοφάν. 1. 23˙ γένυες λέοντος Ἀνθολ. Π. 11. 219˙ κάρηνον Νικ. Θηρ. 642. ΙΙ. παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς ἐπίρρ., μετὰ σπουδῆς, συντόνως, [[ἐπιτεταμένως]], σφοδρῶς, σφεδανὸν Δανάοισι κελεύων Ἰλ. Λ. 165, Π. 372˙ σφεδανὸν ἔφεπ’ ἔγχεϊ Φ. 542 ([[ἔνθα]] ὁ Heyne ἑπόμενος τῷ Ἀριστάρχῳ ἔγραψε σφεδανῶν, ἐκ ῥήματ. σφεδανάω, μαινόμενος, [[ὁρμητικός]], πρβλ. Θεογνώστ. Κανόν. 12, Ἡσύχ.˙ ἀλλ’ ἴδε Spiztn. ἐν τόπῳ καὶ εἰς Ἰλ. Λ. 165).
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />violent, véhément, impétueux ; <i>adv.</i> • σφεδανόν IL vivement.<br />'''Étymologie:''' cf. [[σφαδᾴζω]], [[σφοδρός]] ; sel. d'autres, apparenté à [[σπεύδω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφεδᾰνός Medium diacritics: σφεδανός Low diacritics: σφεδανός Capitals: ΣΦΕΔΑΝΟΣ
Transliteration A: sphedanós Transliteration B: sphedanos Transliteration C: sfedanos Beta Code: sfedano/s

English (LSJ)

ή, όν, A = σφοδρός, vehement, violent, στάσιες Xenoph.1.23; γένυες (sc. λέοντος) AP6.219.12 (Antip.); τόξον Euph.9.10; κάρηαρ Nic.Th.642; ῥοιζός Epic. in Arch.Pap.7p.4. II Hom. only neut. sg. as adverb, eagerly, σφεδανὸν Δαναοῖσι κελεύων Il.11.165, 16.372; σφεδανὸν ἔφεπ' ἔγχεϊ 21.542 (Aristarch. and several codd. σφεδανῶν, from σφεδανάω, raging, cf. Theognost.Can.12, Hsch.).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
violent, véhément, impétueux ; adv. • σφεδανόν IL vivement.
Étymologie: cf. σφαδᾴζω, σφοδρός ; sel. d'autres, apparenté à σπεύδω.

Greek (Liddell-Scott)

σφεδᾰνός: -ή, -όν, = σφοδρός, ὁρμητικός, βίαιος, ἰσχυρός, στάσιες Ξενοφάν. 1. 23˙ γένυες λέοντος Ἀνθολ. Π. 11. 219˙ κάρηνον Νικ. Θηρ. 642. ΙΙ. παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς ἐπίρρ., μετὰ σπουδῆς, συντόνως, ἐπιτεταμένως, σφοδρῶς, σφεδανὸν Δανάοισι κελεύων Ἰλ. Λ. 165, Π. 372˙ σφεδανὸν ἔφεπ’ ἔγχεϊ Φ. 542 (ἔνθα ὁ Heyne ἑπόμενος τῷ Ἀριστάρχῳ ἔγραψε σφεδανῶν, ἐκ ῥήματ. σφεδανάω, μαινόμενος, ὁρμητικός, πρβλ. Θεογνώστ. Κανόν. 12, Ἡσύχ.˙ ἀλλ’ ἴδε Spiztn. ἐν τόπῳ καὶ εἰς Ἰλ. Λ. 165).

Greek Monolingual

και σφαδανός -ή, -όν, Α
1. σφοδρός, ορμητικός, βίαιος («ἢ στάσιας σφεδανάς», Ξενοφ.)
2. (στον Όμ. το ουδ. ως επίρρ.) σφεδανόν
με ορμή, με σφοδρότητα, ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα sp(h)e(n)d- «σπαράζω, σπαρταρώ» (βλ. λ. σφαδάζω) και έχει σχηματιστεί με έρρινο επίθημα -ανός (πρβλ. ἐδ-ανός, σκεπ-ανός). Το επίθ. συνδέεται με το συνώνυμο του σφοδ-ρός, με υγρό επίθημα -ρός (βλ. λ. σφοδρός)].

Greek Monotonic

σφεδᾰνός: -ή, -όν = σφοδρός,
I. ορμητικός, βίαιος, ισχυρός, σε Ανθ.
II. σε Όμηρ. μόνο ως επίρρ., ορμητικά, με ζήλο, με σπουδή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφεδανός -ή -όν [~ σφαδάζω, σφενδόνη] gewelddadig, hevig, heftig. adv. acc. n. onstuimig, wild.

Russian (Dvoretsky)

σφεδᾰνός: сильный, мощный (γένυες λέοντος Anth.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: violent, vehement (Il. [-όν adv.], Xenoph., hell. epic, AP).
Derivatives: Besides σφοδρός, adv. -ρα, -ρῶς id. (μ 124) with σφοδρ-ότης f. violence, vehemence (Pl., X. a.o.), -ύνομαι, -ύνω, also w. ἐπι-, to become, make violent, vehement (A. Pr. 1011, Ph., Plu. a.o.; after the opposite πραΰνομαι a.o., s. Fraenkel Denom. 37), -όομαι id. (Ph. v.l., Gal.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: With σφεδανός cf. ἐδανός, στεγανός, σκεπανός, ἰδανός a.o. (Chantraine Form. 196 f., Schwyzer 489f.); so it can be a primary formation. On the other hand σφοδρός is prob. to be judged like οἰκτρός, φοβερός a.o.; together with σφεδανός it can go back on an r: n-stem (Benveniste Origines 20) [improbable]. Possible Greek cognates are σφαδάζω and σφενδόνη; s.v. with further combinations. -- On σφόδρα also Aly Glotta 15, 97 ff. and Thesleff Intensification 92 ff.

Middle Liddell

σφεδᾰνός, ή, όν = σφοδρός
I. furious, Anth.
II. in Hom. only as adv. vehemently, eagerly.

Frisk Etymology German

σφεδανός: {sphedanós}
Meaning: heftig, ungestüm (Il. [-όν Adv.], Xenoph., hell. Epik, AP).
Derivative: Daneben σφοδρός, Adv. -ρα, -ρῶς ib. (seit μ 124) mit σφοδρότης f. Heftigkeit, Ungestüm (Pl., X. u.a.), -ύνομαι, -ύνω, auch m. ἐπι-, heftig, ungestüm werden, machen (A. Pr. 1011, Ph., Plu. u.a.; nach dem Oppositum πραΰνομαι u.a., s. Fraenkel Denom. 37), -όομαι ib. (Ph. v.l., Gal.).
Etymology: Zu σφεδανός vgl. ἐδανός, στεγανός, σκεπανός, ἰδανός u.a. (Chantraine Form. 196 f., Schwyzer 489f.); es kann somit eine Primärbildung sein. Dagegen ist wohl σφοδρός wie οἰκτρός, φοβερός u.a. zu beurteilen; zusammen mit σφεδανός kann es auf einen r: n-Stamm zurückgehen (Benveniste Origines 20). Denkbare griech. Verwandte sind σφαδάζω und σφενδόνη; s.d. mit weiteren Kombinationen. — Zu σφόδρα noch Aly Glotta 15, 97 ff. und Thesleff Intensification 92 ff.
Page 2,829