παροψίς: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
m (Text replacement - ".[[" to ". [[") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0528.png Seite 528]] ἡ, eine Nebenschüssel mit ausgesuchter Speise, mehr zur Leckerei als zur Sättigung bestimmt, Ath. IX, 367 d ff., mit Beispielen aus den com., vgl. X, 459 c. – Auch eine kleine Schüssel, in welcher das Essen aufgetragen wird, Antiphan. u. Alexis bei Ath. a. a. O.; Artemid. 1, 74; N. T.; welcher Gebrauch von den Atticisten getadelt wird, Lob. Phryn. 176. Bei Xen. Cyr. 1, 3, 4 ist die erste Bedeutung festzuhalten. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0528.png Seite 528]] ἡ, eine Nebenschüssel mit ausgesuchter Speise, mehr zur Leckerei als zur Sättigung bestimmt, Ath. IX, 367 d ff., mit Beispielen aus den com., vgl. X, 459 c. – Auch eine kleine Schüssel, in welcher das Essen aufgetragen wird, Antiphan. u. Alexis bei Ath. a. a. O.; Artemid. 1, 74; N. T.; welcher Gebrauch von den Atticisten getadelt wird, Lob. Phryn. 176. Bei Xen. Cyr. 1, 3, 4 ist die erste Bedeutung festzuhalten. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> plat de friandises <i>ou</i> de hors-d'œuvre;<br /><b>2</b> plat, assiette.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὄψον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παροψίς''': -ίδος, ἡ, ([[ὄψον]]) ἔκτακτον [[ἔδεσμα]] τιθέμενον παρὰ τὸ σύνηθες [[φαγητόν]], Φερεκράτ. ἐν «Χείρωνι» 4, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 236, κ. ἀλλ., Ξενοφ. Κύρ. 1. 3, 4· μεταφορ., τῶν κακῶν παροψίδες, νέαι δοκιμασίαι δυστυχίας, [[Μάγνης]] ἐν «Διονύσῳ» 1, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke πρβλ. [[παροψώνημα]]. ΙΙ. [[πινάκιον]] ἐφ’ οὗ τοιαῦτα ἐδέσματα προσφέρονται, καλέσας τι παρατίθησιν ἐν παροψίδι Ἀντιφάνης ἐν «Βοιωτίᾳ» 3· [[εἴσω]] ποικίλων παροψίδων Ἄλεξις ἐν «Ἡσιόνῃ» 2. ― Ἂν καὶ [[συχνάκις]] ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς κωμικ. [ὅρα Ἀθήν. 367D κἑξ.), οἱ Ἀττικίζοντες ψέγουσι τὴν χρῆσιν τῆς λέξεως, Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 176. | |lstext='''παροψίς''': -ίδος, ἡ, ([[ὄψον]]) ἔκτακτον [[ἔδεσμα]] τιθέμενον παρὰ τὸ σύνηθες [[φαγητόν]], Φερεκράτ. ἐν «Χείρωνι» 4, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 236, κ. ἀλλ., Ξενοφ. Κύρ. 1. 3, 4· μεταφορ., τῶν κακῶν παροψίδες, νέαι δοκιμασίαι δυστυχίας, [[Μάγνης]] ἐν «Διονύσῳ» 1, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke πρβλ. [[παροψώνημα]]. ΙΙ. [[πινάκιον]] ἐφ’ οὗ τοιαῦτα ἐδέσματα προσφέρονται, καλέσας τι παρατίθησιν ἐν παροψίδι Ἀντιφάνης ἐν «Βοιωτίᾳ» 3· [[εἴσω]] ποικίλων παροψίδων Ἄλεξις ἐν «Ἡσιόνῃ» 2. ― Ἂν καὶ [[συχνάκις]] ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς κωμικ. [ὅρα Ἀθήν. 367D κἑξ.), οἱ Ἀττικίζοντες ψέγουσι τὴν χρῆσιν τῆς λέξεως, Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 176. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 07:55, 2 October 2022
English (LSJ)
ίδος, ἡ, (ὄψον) A = παρόψημα, Pherecr.147, Ar.Fr.187, al., X.Cyr.1.3.4: metaph., τῶν κακῶν παροψίδες fresh tastes of misery, Magn.2. II dish on which such meats are served, Antiph.60, Alex. 86, Archestr.Fr.6, Ev.Matt.23.25, Juv.3.142, Artem.1.74 (παραψ-codd., cf. Hsch.). (The second use is condemned by Phryn. 153.)
German (Pape)
[Seite 528] ἡ, eine Nebenschüssel mit ausgesuchter Speise, mehr zur Leckerei als zur Sättigung bestimmt, Ath. IX, 367 d ff., mit Beispielen aus den com., vgl. X, 459 c. – Auch eine kleine Schüssel, in welcher das Essen aufgetragen wird, Antiphan. u. Alexis bei Ath. a. a. O.; Artemid. 1, 74; N. T.; welcher Gebrauch von den Atticisten getadelt wird, Lob. Phryn. 176. Bei Xen. Cyr. 1, 3, 4 ist die erste Bedeutung festzuhalten.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 plat de friandises ou de hors-d'œuvre;
2 plat, assiette.
Étymologie: παρά, ὄψον.
Greek (Liddell-Scott)
παροψίς: -ίδος, ἡ, (ὄψον) ἔκτακτον ἔδεσμα τιθέμενον παρὰ τὸ σύνηθες φαγητόν, Φερεκράτ. ἐν «Χείρωνι» 4, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 236, κ. ἀλλ., Ξενοφ. Κύρ. 1. 3, 4· μεταφορ., τῶν κακῶν παροψίδες, νέαι δοκιμασίαι δυστυχίας, Μάγνης ἐν «Διονύσῳ» 1, ἔνθα ἴδε Meineke πρβλ. παροψώνημα. ΙΙ. πινάκιον ἐφ’ οὗ τοιαῦτα ἐδέσματα προσφέρονται, καλέσας τι παρατίθησιν ἐν παροψίδι Ἀντιφάνης ἐν «Βοιωτίᾳ» 3· εἴσω ποικίλων παροψίδων Ἄλεξις ἐν «Ἡσιόνῃ» 2. ― Ἂν καὶ συχνάκις ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς κωμικ. [ὅρα Ἀθήν. 367D κἑξ.), οἱ Ἀττικίζοντες ψέγουσι τὴν χρῆσιν τῆς λέξεως, Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 176.
English (Strong)
from παρά and the base of ὀψάριον; a side-dish (the receptacle): platter.
English (Thayer)
παροψίδος, ἡ (παρά (which see IV:1), and ὄψον, on which see ὀψάριον);
1. "a side-dish, a dish of dainties or choice food suited not so much to satisfy as to gratify the appetite; a side-accompaniment of the more solid food"; hence, equivalent to παροψημα; so in Xenophon, Cyril 1,3, 4and many Attic writings in Athen. 9, p. 367d. following
2. the dish itself in which the delicacies are served up: T omits; WH brackets παροψίδος); Artemidorus Daldianus, oneir. 1,74; Alciphron 3,20; Plutarch, de vitand. aere alien. § 2. This latter use of the word is condemned by the Atticists; cf. Sturz, Lex. Xenophon, iii., 463 f; Lob. ad Phryn., p. 176; (Rutherford, New Phryn., p. 265f); Poppo on Xenophon, Cyril 1,3, 4.
Greek Monolingual
και παραψίς, -ίδος, ή
ΜΑ μεγάλο πιάτο, πιατέλα (α. «εἴσω ποικίλων παροψίδων», Αλεξ.
β. «τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος», ΚΔ)
αρχ.
εκλεκτό έδεσμα ή ποικιλία εδεσμάτων εκτός από το κύριο φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὄψον «τροφή, έδεσμα» + κατάλ. -ίς, -ίδος].
Greek Monotonic
παροψίς: -ίδος, ἡ (ὄψον), εξαιρετικό έδεσμα, νόστιμο ορεκτικό, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
παροψίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1) лакомство, десерт Xen.;
2) блюдо или чаша Plut., NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παροψίς -ίδος, ἡ [παρά, ὄψον] delicatesse, hapje, bijgerecht. schaal.
Middle Liddell
παρ-οψίς, ίδος, ἡ, ὄψον
a dainty side-dish, Xen.
Chinese
原文音譯:paroy⋯j 爬而-哦普西士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:在旁-預備
字義溯源:次盤小菜,盤中的菜,盤,大淺盤;由(παρά)*=旁)與(ὀψάριον)=魚)組說成;其中 (ὀψάριον)出自(ὀπτός)=煮的),而 (ὀπτός)出自(ἔχω)X*=漬)。比較: (πίναξ)=盤子
出現次數:總共(2);太(2)
譯字彙編:
1) 盤(2) 太23:25; 太23:26