σκάφος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0891.png Seite 891]] τό, 1) das Graben; [[σκάφος]] οἰνέων, die rechte Zeit, Weinstöcke einzugraben oder zu behäufeln, Hes. O. 574, wo man mit veränderter Bdtg auch σκαφός hat schreiben wollen; – die Grube, bes. ein Wasserbehälter, Sp.; – das Grabscheit. – 2) jeder ausgehöhlte Körper; bes. Schiffsbauch, Schiff, ὑπτιοῦτο δὲ [[σκάφη]] νεῶν Aesch. Pers. 411, οὐδ' ἐπόντισε [[σκάφος]] Ag. 985; Suppl. 435; ναυτικὰ [[σκάφη]], Soph. Ai. 1257; ἐν μέσῳ σκάφει θέντες σφε, Tr. 800; Ἀργοῦς [[σκάφος]], Eur. Med. 1; πευκᾶεν, Androm. 864; auch ναὸς εἰσβήσω [[σκάφος]], I. T. 742, vgl. Rhes. 392; πόντιον [[σκάφος]], Troad. 1085; ἐκπλεύσας σκάφει, Ar. Ach. 515; auch τῆς πόλεως, Vesp. 29; Schiff Her. 7, 182; τὰ [[σκάφη]] τῶν νεῶν, Thuc. 1, 50; [[σκάφη]] κατάφρακτα, Pol. 16, 2, 10. – Bei Poll. 2, 85 die Höhlung des äußern Ohres.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0891.png Seite 891]] τό, 1) das Graben; [[σκάφος]] οἰνέων, die rechte Zeit, Weinstöcke einzugraben oder zu behäufeln, Hes. O. 574, wo man mit veränderter Bdtg auch σκαφός hat schreiben wollen; – die Grube, bes. ein Wasserbehälter, Sp.; – das Grabscheit. – 2) jeder ausgehöhlte Körper; bes. Schiffsbauch, Schiff, ὑπτιοῦτο δὲ [[σκάφη]] νεῶν Aesch. Pers. 411, οὐδ' ἐπόντισε [[σκάφος]] Ag. 985; Suppl. 435; ναυτικὰ [[σκάφη]], Soph. Ai. 1257; ἐν μέσῳ σκάφει θέντες σφε, Tr. 800; Ἀργοῦς [[σκάφος]], Eur. Med. 1; πευκᾶεν, Androm. 864; auch ναὸς εἰσβήσω [[σκάφος]], I. T. 742, vgl. Rhes. 392; πόντιον [[σκάφος]], Troad. 1085; ἐκπλεύσας σκάφει, Ar. Ach. 515; auch τῆς πόλεως, Vesp. 29; Schiff Her. 7, 182; τὰ [[σκάφη]] τῶν νεῶν, Thuc. 1, 50; [[σκάφη]] κατάφρακτα, Pol. 16, 2, 10. – Bei Poll. 2, 85 die Höhlung des äußern Ohres.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">2</span><i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />carène de navire ; navire, vaisseau.<br />'''Étymologie:''' R. Σκαφ, creuser.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκάφος''': [ᾰ], ὁ, (√ΣΚΑΠ, σκαφῆναι) τὸ σκάπτειν, ἡ [[σκαφεία]], [[τότε]] δὴ σκ. [[οὐκέτι]] οἰνέων, ὁ καιρὸς τῆς σκαφῆς τῶν [[ἀμπέλων]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 570· ὁ [[δεύτερος]] σκ. τῶν νέων [[ἀμπέλων]] Γεωπ. 3. 4, 5.
|lstext='''σκάφος''': [ᾰ], ὁ, (√ΣΚΑΠ, σκαφῆναι) τὸ σκάπτειν, ἡ [[σκαφεία]], [[τότε]] δὴ σκ. [[οὐκέτι]] οἰνέων, ὁ καιρὸς τῆς σκαφῆς τῶν [[ἀμπέλων]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 570· ὁ [[δεύτερος]] σκ. τῶν νέων [[ἀμπέλων]] Γεωπ. 3. 4, 5.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">2</span><i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />carène de navire ; navire, vaisseau.<br />'''Étymologie:''' R. Σκαφ, creuser.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:01, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰ́φος Medium diacritics: σκάφος Low diacritics: σκάφος Capitals: ΣΚΑΦΟΣ
Transliteration A: skáphos Transliteration B: skaphos Transliteration C: skafos Beta Code: ska/fos

English (LSJ)

[ᾰ] (A), ὁ, A digging, hoeing, τότε δὴ σ. οὐκέτι οἰνέων the time for hoeing vines, Hes.Op.572; ὁ δεύτερος σ. τῶν νέων ἀμπέλων Gp. 3.4.5.
[ᾰ] (B), εος, τό, A hull of a ship, Hdt.7.182, Th.1.50; ἐν μέσῳ σκάφει S.Tr.803; ὑπτιοῦτο δὲ σκάφη νεῶν A.Pers.419; ναυτικὰ σ. S.Aj.1278; Ἀργοῦς σκάφος E.Med.1; ναὸς or νεὼς σ., poet. = ναῦς, Id.IT1345, al.: generally, ship, οὐδ' ἐπόντισε σκάφος A.Ag.1013 (lyr.), cf. Supp.440, Ar.Ach.541, D.9.69, BGU1755.4 (i B.C.), etc.; σκάφευς ἀνάσσων Alcm.72 (nisi leg. Καφεύς = Κηφεύς): metaph., πόλεως σκάφος the ship of the state, Ar.V.29. b τὸ ἴδιον κυβερνῆσαι σκάφος = 'paddle one's own canoe', Phld.Rh.2.294 S. 2 hollow of the external ear, Poll.2.85. II = σκαφεῖον, AP6.21.7.

German (Pape)

[Seite 891] τό, 1) das Graben; σκάφος οἰνέων, die rechte Zeit, Weinstöcke einzugraben oder zu behäufeln, Hes. O. 574, wo man mit veränderter Bdtg auch σκαφός hat schreiben wollen; – die Grube, bes. ein Wasserbehälter, Sp.; – das Grabscheit. – 2) jeder ausgehöhlte Körper; bes. Schiffsbauch, Schiff, ὑπτιοῦτο δὲ σκάφη νεῶν Aesch. Pers. 411, οὐδ' ἐπόντισε σκάφος Ag. 985; Suppl. 435; ναυτικὰ σκάφη, Soph. Ai. 1257; ἐν μέσῳ σκάφει θέντες σφε, Tr. 800; Ἀργοῦς σκάφος, Eur. Med. 1; πευκᾶεν, Androm. 864; auch ναὸς εἰσβήσω σκάφος, I. T. 742, vgl. Rhes. 392; πόντιον σκάφος, Troad. 1085; ἐκπλεύσας σκάφει, Ar. Ach. 515; auch τῆς πόλεως, Vesp. 29; Schiff Her. 7, 182; τὰ σκάφη τῶν νεῶν, Thuc. 1, 50; σκάφη κατάφρακτα, Pol. 16, 2, 10. – Bei Poll. 2, 85 die Höhlung des äußern Ohres.

French (Bailly abrégé)

2ion. -εος, att. -ους (τό) :
carène de navire ; navire, vaisseau.
Étymologie: R. Σκαφ, creuser.

Greek (Liddell-Scott)

σκάφος: [ᾰ], ὁ, (√ΣΚΑΠ, σκαφῆναι) τὸ σκάπτειν, ἡ σκαφεία, τότε δὴ σκ. οὐκέτι οἰνέων, ὁ καιρὸς τῆς σκαφῆς τῶν ἀμπέλων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 570· ὁ δεύτερος σκ. τῶν νέων ἀμπέλων Γεωπ. 3. 4, 5.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, ΜΑ
σκαφή, σκάψιμο, ανόρυξητότε δὴ σκάφος οὐκέτι οἰνέων» — κατάλληλος καιρός για το σκάψιμο των αμπελιών, Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω (βλ. σκάβω) + κατάλ. -ος τών αρσ.].
(II)
το, ΝΜΑ
1. σώμα κοίλο, σκαμμένο σε σχήμα σκάφης
2. το κύτος, το κύριο σώμα του πλοίου, που αποτελείται από το εξωτερικό περίβλημα, τα διαφράγματα, τα καταστρώματα, τους νομείς και τα ζυγά, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται τα εξαρτήματά του, δηλαδή οι ιστοί, τα ιστία κ.ά. («Ἀργοῦς σκάφος», Ευρ.)
3. συνεκδ. ολόκληρο το πλοίο (α. «τα αγγλικά πολεμικά σκάφη» β. «οὐδ' ἐπόντισε σκάφος», Αισχύλ.)
4. φρ. α) «το σκάφος της πολιτείας» και «τῆς πόλεως σκάφος» — η πολιτεία
β) «το σκάφος της Εκκλησίας» και «τῶν ἁγίων ἀποστόλων τὸ σκάφος» — η Εκκλησία
νεοελλ.
1. αεροσκάφος, αεροπλάνο
2. διαστημόπλοιο
3. φρ. «σκάφος πτερυγίου του αφτιού»
ανατ. η σκαφοειδής αύλακα
μσν.-αρχ.
μτφ.
1. το σώμα
2. ο κόσμος
αρχ.
1. το κοίλωμα του εξωτερικού αφτιού
2. σκαφείο
3. (κατά τον Ησύχ.) «σκάφος
πλοιάριον»
4. φρ. «τὸ ἴδιον κυβερνῆσαι σκάφος» — να φροντίζεις για τις υποθέσεις σου χωρίς να αναμιγνύεσαι στις υποθέσεις τών άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω (βλ. σκάβω) + κατάλ. -ος τών ουδ.].

Greek Monotonic

σκάφος: [ᾰ], -εος, τό (σκάπτω),
1. κοίλο μέρος του πλοίου, κύτος πλοίου, Λατ. alveus, σε Ηρόδ., Τραγ.· γενικά, πλοίο, σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.
2. = σκαφίς II, φτυάρι, σε Ανθ.
σκάφος: [ᾰ], τό (σκάπτω), σκάψιμο, σκάλισμα· σκάφος οἰνέων, εποχή κατάλληλη για σκάλισμα των αμπελιών, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

σκάφος:
I (ᾰ) ὁ вскапывание, окапывание: σ. οἰνέων Hes. пора окапывания винограда.
εος (ᾰ) τό
1) досл. корабельный кузов, полость, корпус корабля, перен. корабль, судно: σκάφη τῶν νεῶν Aesch., Thuc. корабельные кузова, т. е. корабли; Ἀργοῦς σ. Eur. корабль Арго; σ. πόλεως Arph. государственный корабль, т. е. государство;
2) мотыга или заступ Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκάφος -ου, ὁ [σκάπτω] het spitten.
σκάφος -εος, contr. -ους, τό [σκάπτω] romp, ruim (van schip); alg. schip:; τοῦ … σκάφεος ἐκράτησαν οἱ βάρβαροι de barbaren maakten zich meester van het schip Hdt. 7.182; overdr.. τὸ σκάφος τῆς πόλεως het schip van staat Aristoph. Ve. 29.

Middle Liddell

σκᾰ́φος, ὁ, σκάπτω
a digging, hoeing, σκάφος οἰνέων the time for hoeing vines, Hes.
σκᾰ́φος, ος, εος, τό, σκάπτω
I. the hull of a ship, Lat. alveus, Hdt., Trag.:—generally, a ship, Aesch., Ar., etc.
II. = σκαφίς II, Anth.

English (Woodhouse)

boat, hulk of a ship, hull of a ship

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

Afrikaans: boot; Ainu: チㇷ゚; Aklanon: paraw; Albanian: anije, lundër; Aleut: ayxaasix; Amharic: መርከብ, ባርካ; Arabic: قَارِب‎, مَرْكَب‎, زَوْرَق‎; Egyptian Arabic: مركب‎, قارب‎, فلوكة‎; Hijazi Arabic: قَارِب‎, مَرْكَب‎; Morocco: فلوكة‎; Aragonese: barca; Aramaic Classical Syriac: ܐܠܦܘܢܝܬܐ‎; Armenian: նավակ, մակույկ; Aromanian: varcã, luntri, ghimii, nai, cãic; Assamese: নাও; Asturian: barcu; Azerbaijani: qayıq; Bashkir: кәмә, ҡайыҡ; Basque: txalupa; Belarusian: лодка, човен; Bengali: নৌকা; Breton: bag; Bulgarian: лодка, ладия, чълн; Burmese: လှေ; Buryat: онгосо; Catalan: vaixell, barca; Chamicuro: wapori; Chechen: кема, хӀордкема; Cherokee: ᏥᏳ; Cheyenne: sémo; Chichewa: ngalawa; Chickasaw: piini'; Chinese Cantonese: 船; Dungan: чуан; Gan: 船; Hakka: 船; Jin: 船; Mandarin: 船, 小船, 舟, 艇; Min Bei: 船; Min Dong: 船; Min Nan: 船; Wu: 船; Xiang: 船; Chuvash: кимӗ; Coptic: ϫⲟⲓ; Cornish: skath; Crimean Tatar: qayıq; Czech: člun, loď; Dalmatian: buarca, buorca; Danish: båd, skib; Dhivehi: ދޯނި‎, ބޯޓު‎; Dutch: boot, schip; Erzya: венч; Esperanto: boato; Estonian: paat; Even: дяв; Evenki: дяв; Faroese: bátur; Fijian: waqa; Finnish: vene; French: bateau, barque, nacelle; Friulian: barcje, barčhe; Galician: barco; Georgian: ნავი; German: Boot, Schiff; Gothic: 𐍃𐌺𐌹𐍀; Greek: βάρκα, λέμβος, καΐκι; Ancient Greek: ναῦς, πλοῖον; Gujarati: નાવ, હોડી; Haida: tluwáay; Haitian Creole: bato; Hausa: jirgi; Hebrew: סִירָה‎; Higaonon: hawang; Hindi: कश्ती, नाव, नौका, डोँगी, डोँगा, बेड़ी, बेड़ा; Hungarian: csónak; Icelandic: bátur; Ido: batelo; Inari Sami: käärbis; Indonesian: perahu, sampan; Interlingua: barca; Irish: bád; Italian: barca, nave, battello, schifo, scialuppa, lancia, natante; Japanese: 舟, ボート; Javanese: prau; Kanakanabu: 'avaang; Kannada: ದೋಣಿ; Kazakh: қайық; Khmer: ទូក, នាវា; Khmu: ຈລອງ; Korean: 배, 보트; Kumyk: къайыкъ; Kurdish Central Kurdish: پاپۆڕ‎; Northern Kurdish: qeyik; Kyrgyz: кайык; Lao: ເຮືອ; Latin: navis; Latvian: laiva; Lithuanian: valtis; Luxembourgish: Schëff; Lü: ᦵᦣᦲ; Macedonian: чамец, кајче, чун; Malay: perahu; Malayalam: വഞ്ചി, വള്ളം; Maltese: dgħajsa; Manchu: ᠵᠠᠶᠠ, ᠵᠠᡥᡡᡩᠠᡳ, ᠸᡝᡳᡥᡠ, ᠴᡠᠸᠠᠨ; Mandinka: kuluŋo; Maori: waka; Maranao: barangay; Marathi: नौका; Miyako: フニ; Mizo: long, lawng; Moksha: венеж; Mon: ဂၠုၚ်; Mongolian Cyrillic: завь, усан онгоц, онгоц; Mongolian: ᠵᠠᠪᠢ, ᠤᠰᠤᠨ; ᠣᠩᠭᠤᠴᠠ, ᠣᠩᠭᠤᠴᠠ; Nanai: дяи, огда; Navajo: tsin naaʼeeł; Nepali: डुङ्गा; Nivkh: му; Nogai: кайык; Norman: baté; North Frisian Föhr-Amrum: buat; Mooring: büütj; Sylt: Buat; Northern Sami: fanas; Northern Thai: ᩁᩮᩬᩥᩋ; Norwegian Bokmål: båt, farkost; Nynorsk: båt, farkost; Occitan: batèl; Ojibwe: jiimaan; Old Church Slavonic Cyrillic: ладии, алъдии; Old East Slavic: лодья, лодъка, лодь, чьлнъ; Old English: bāt, scip, naca; Old Javanese: parahu; Oriya: ଡଙ୍ଗା; Oroch: дяви, ʒãwi, ʒãi; Orok: ӡаи, да̄и; Oroqen: dʒawɪ; Pali: nāvā; Pashto: کښتۍ‎; Persian: قایق‎, کشتی‎, لتکه‎; Plautdietsch: Boot; Polabian: lüďă; Polish: łódź, łódka; Portuguese: barco, bote; Punjabi: ਨਾਉ; Quechua: wamp'u; Romagnol: bêrc, bêrca; Romanian: barcă, luntre, vapor; Romansch: bartga; Russian: лодка, шлюпка, бот, чёлн, ладья; Rusyn: човен; Samoan: tulula; Sanskrit: नौ, प्लवः; Santali: ᱞᱟᱹᱣᱠᱟᱹ; Sardinian Logudorese: feluga, filuga, feluca; Saterland Frisian: Boot; Scottish Gaelic: bàta; Serbo-Croatian Cyrillic: бро̑д, бро̀дица, чамац, чу̑н; Roman: brȏd, bròdica, čámac, čȗn; Shan: ႁိူဝ်း; Shor: кебе; Sicilian: barca, varca; Sindhi: ٻيڙيِ‎; Sinhalese: බෝට්‍ටුව; Slovak: čln, loď; Slovene: čoln, barka; Solon: дяви; Somali: doon; Sorbian Lower Sorbian: cołn, łoź; Upper Sorbian: łódź; Sotho: seketswana; Spanish: barca, bote, barco; Svan: ნა̈ვ; Swahili: chombo, mashua; Swedish: båt; Sylheti: ꠘꠣꠅ; Tagalog: bangka; Tajik: қаиқ, киштӣ, заврақ; Tamil: நவாடா, படகு; Taos: łòthə́na; Tatar: қайық, көймә; Tausug: bangka; Telugu: పడవ, నావ; Thai: เรือ; Tibetan: གྲུ; Tigrinya: ሳምቡቕ; Tocharian B: kolmo, olyi; Tok Pisin: bot, sip; Tsou: 'apangʉ; Turkish: kayık, sandal, gemi; Turkmen: gaýyk; Tuvan: өөш, хеме; Udihe: угда; Ukrainian: човен, лодь; Ulch: ӡaj; Urdu: کشتی‎, ناو‎; Uyghur: قېيىق‎; Uzbek: qayiq; Venetian: barca; Vietnamese: thuyền; Volapük: bot; Walloon: batea; Waray-Waray: baluto; Welsh: cwch, bad; West Frisian: boat; Western Bukidnon Manobo: avang; Western Ojibwa: cîmân; White Hmong: nkoj; Wolof: gaal; Xhosa: isikhephe; Yakut: оҥочо, тыы; Yami: tatala; Yiddish: שיף‎, שיפֿל‎; Yoruba: o̩kò̩; Yup'ik: angyar; Zhuang: ruz; Zulu: isikebhe