κόκκυξ: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=υγος (ὁ) :<br />coucou, oiseau.<br />'''Étymologie:''' onomatopée, v. [[κόκκυ]].
|btext=υγος (ὁ) :<br />coucou, oiseau.<br />'''Étymologie:''' onomatopée, v. [[κόκκυ]].
}}
{{elnl
|elnltext=κόκκυξ -υγος, ὁ [~ κόκκυ] koekoek; overdr. sukkel. poon (vis).
}}
{{elru
|elrutext='''κόκκυξ:''' ῡγος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[кукушка]] Hes., Arph., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[рыба тригла]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κόκκυξ:''' -ῡγος, ὁ, ο [[κούκος]], ονομάζεται έτσι από το κρώξιμο [[κόκκυ]], Λατ. [[cuculus]], σε Ησίοδ., Αριστοφ. κ.λπ.· ἐχειροτόνησάν με κόκκυγές γε [[τρεῖς]], ψηφίστηκα από [[τρεις]] φωνές κούκων, δηλ. από [[τρεις]] που έδωσαν τις ψήφους τους [[ξανά]] και [[ξανά]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κόκκυξ:''' -ῡγος, ὁ, ο [[κούκος]], ονομάζεται έτσι από το κρώξιμο [[κόκκυ]], Λατ. [[cuculus]], σε Ησίοδ., Αριστοφ. κ.λπ.· ἐχειροτόνησάν με κόκκυγές γε [[τρεῖς]], ψηφίστηκα από [[τρεις]] φωνές κούκων, δηλ. από [[τρεις]] που έδωσαν τις ψήφους τους [[ξανά]] και [[ξανά]], σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=κόκκυξ -υγος, ὁ [~ κόκκυ] koekoek; overdr. sukkel. poon (vis).
}}
{{elru
|elrutext='''κόκκυξ:''' ῡγος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[кукушка]] Hes., Arph., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[рыба тригла]] Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κόκκυξ]], ῡγος, ὁ,<br />a [[cuckoo]], so called from its cry [[κόκκυ]], Lat. [[cuculus]], Hes., Ar., etc.; ἐχειροτόνησάν με κόκκυγές γε [[τρεῖς]] I was elected by [[three]] [[cuckoo]]-voices, i. e. by [[three]] who gave [[their]] votes [[over]] and [[over]] [[again]], Ar.
|mdlsjtxt=[[κόκκυξ]], ῡγος, ὁ,<br />a [[cuckoo]], so called from its cry [[κόκκυ]], Lat. [[cuculus]], Hes., Ar., etc.; ἐχειροτόνησάν με κόκκυγές γε [[τρεῖς]] I was elected by [[three]] [[cuckoo]]-voices, i. e. by [[three]] who gave [[their]] votes [[over]] and [[over]] [[again]], Ar.
}}
}}

Revision as of 23:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόκκυξ Medium diacritics: κόκκυξ Low diacritics: κόκκυξ Capitals: ΚΟΚΚΥΞ
Transliteration A: kókkyx Transliteration B: kokkyx Transliteration C: kokkyks Beta Code: ko/kkuc

English (LSJ)

ῡγος, ὁ, A cuckoo, Hes.Op.486, Epich.164, Ar.Av.504, Arist. HA563b14, 618a8; sacred to Hera, Paus.2.17.4; ἐχειροτόνησάν με—κόκκυγές γε τρεῖς, i.e. three fellows who voted over and over again, Ar.Ach.598, cf. κόκκυγες· ἐπὶ ὑπονοηθέντων πλειόνων εἶναι καὶ ὀλίγων ὄντων, Hsch.; μῆλον κόκκυγος, = κοκκύμηλον, Nic.Fr.87. 2 stammerer, nickname of Battus, Sch.Pi.P.4.1. II a sea-fish, piper, Trigla cuculus, said to make a sound like cuckoo, Hp.Int.21, Arist. HA535b18, 598a15, Numen. ap. Ath.7.309f, Speus. ap. eund.7.324f, Opp.H.1.97. III = ὄλυνθος, a fig that ripens early, Nic. Th. 854. IV Medic., os coccygis, Ruf.Onom.114, Gal.2.762; but τρητὸς κ., = the whole os sacrum, Poll.2.183. V mark on a horse's shoulder, Hippiatr.14, 26, 115.

German (Pape)

[Seite 1471] υγος, ὁ, 1) der Kuckuck, nach seinem Geschrei benannt, Hes. O. 484. Er war der Here heilig u. saß auf ihrem Scepter, Paus. 2, 17, 4. – 2) ein Meerfisch, der Knorrhahn, der einen kuckuckähnlichen Ton von sich geben soll, Arist. H. A. 4, 9. – 3) eine frühzeitige Feige, welche um die Zeit reift wenn der Kuckuck ruft, sonst ὄλυνθος; Hippocr., Nic. Ther. 853. – 4) das Kuckucks- oder Steißbein, Galen. u. a. Medic. – 5) als Schimpfwort von geilen und liederlichen Menschen, da der Kuckuck seine Eier in fremde Nester legt u. darin ausbrüten läßt u. somit als eine Art Ehebrecher angesehen wurde, Sp.; auch = ein dummer Mensch, ein Gimpel, Ar. Ach. 598, vgl. Schol. zu der Stelle.

French (Bailly abrégé)

υγος (ὁ) :
coucou, oiseau.
Étymologie: onomatopée, v. κόκκυ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόκκυξ -υγος, ὁ [~ κόκκυ] koekoek; overdr. sukkel. poon (vis).

Russian (Dvoretsky)

κόκκυξ: ῡγος ὁ
1) кукушка Hes., Arph., Arst.;
2) рыба тригла Arst.

Greek (Liddell-Scott)

κόκκυξ: -ῡγος, ὁ, ὁ «κοῦκκος», οὕτως ὀνομασθεὶς ἐκ τῆς κραυγῆς αὐτοῦ κόκκυ (ὃ ἴδε), Λατ. coculus, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 484, Ἀριστοφ. Ὄρν. 504, κτλ.· ἦτο ἱερὸς τῆς Ἥρας καὶ ἐκάθητο ἐπὶ τοῦ σκήπτρου αὐτῆς, Παυσ. 2. 17, 4· ― ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 598, ἐχειροτόνησάν με κόκκυγές γε τρεῖς, δηλ. τρεῖς φίλοι, οἱ ὁποῖοι ἐβόησαν ἐπανειλημμένως ὑπὲρ ἐμοῦ, ὥστε νὰ φανῶσι πλεονάκις τρεῖς· διότι, ὁπότανκόκκυξ φωνήσῃ, φαίνεται ὡς νὰ εἶναιτόπος πλήρης κοκκύγων· οὕτως ὁ Ἡσύχ. «κόκκυγες· ἐπὶ ὑπονοηθέντων πλειόνων εἶναι καὶ ὀλίγων ὄντων»· περὶ τῆς φύσεως, τῶν ἕξεων κτλ. τοῦ κόκκυγος, ὅρα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 7., 9. 29. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος, περὶ οὗ ἐλέγετο ὅτι ποιεῖ ψόφον τινὰ ἔχοντα ὁμοιότητα πρὸς τὴν φωνὴν τοῦ κόκκυγος, Ἱππ. 543. 39, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 5., 8. 13, 3. ΙΙΙ. = ὄλυνθος, Λατ. grossus, εἶδος σύκου πρωΐμως ὡριμάζοντος, Νικ. Θηρ. 854. IV. «τοῦ ἱεροῦ ὀστέου τοῦ πρὸς τοῖς ἰσχίοις» (Ἡσύχ.) Γαλην. τ. 2. σ. 762, 8 κτλ.

Greek Monolingual

ο (AM κόκκυξ, -υγος)
βλ. κόκκυγας.

Greek Monotonic

κόκκυξ: -ῡγος, ὁ, ο κούκος, ονομάζεται έτσι από το κρώξιμο κόκκυ, Λατ. cuculus, σε Ησίοδ., Αριστοφ. κ.λπ.· ἐχειροτόνησάν με κόκκυγές γε τρεῖς, ψηφίστηκα από τρεις φωνές κούκων, δηλ. από τρεις που έδωσαν τις ψήφους τους ξανά και ξανά, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

κόκκυξ, ῡγος, ὁ,
a cuckoo, so called from its cry κόκκυ, Lat. cuculus, Hes., Ar., etc.; ἐχειροτόνησάν με κόκκυγές γε τρεῖς I was elected by three cuckoo-voices, i. e. by three who gave their votes over and over again, Ar.