κατοκωχή: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />possession divine.<br />'''Étymologie:''' [[κατέχω]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br />possession divine.<br />'''Étymologie:''' [[κατέχω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κατοκωχή -ῆς, ἡ [κατέχω] bezieling (door een godheid). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατοκωχή:''' и [[κατοχή]] ἡ одержимость, вдохновенность (κ. τε καὶ [[μανία]] Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''κατοκωχή:''' ἡ, Αττ. αντί [[κατοχή]], [[κατάληψη]], [[κατοχή]], [[κατάσχεση]], [[κτήση]] (δηλ. [[έμπνευση]], [[ενθουσιασμός]]), σε Πλάτ. | |lsmtext='''κατοκωχή:''' ἡ, Αττ. αντί [[κατοχή]], [[κατάληψη]], [[κατοχή]], [[κατάσχεση]], [[κτήση]] (δηλ. [[έμπνευση]], [[ενθουσιασμός]]), σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κατοκωχή''': ἡ, Ἀττ. ἀντὶ [[κατοχή]], τὸ κατέχειν, [[κατάσχεσις]], [[κτῆσις]], τῆς χώρας Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· τῶν εἰρημένων Ζήνων παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 297. II. τὸ κατέχεσθαι ὑπὸ πνεύματος, [[ἔμπνευσις]], [[ἐνθουσιασμός]], θείᾳ μοίρᾳ καὶ κατοκωχῇ Πλάτ. Ἴων 556C· [[κατοκωχή]] ἀπὸ Μουσῶν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 245A· πρβλ. [[κατέχω]] II. 10.- Οἱ ἐφθαρμένοι τύποι [[κατακωχή]], κατακώχιμος διορθωτέοι [[πανταχοῦ]] πλὴν [[ἴσως]] παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις· πρβλ. ἀνοκωχή, [[συνοκωχή]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 20:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, A = κατοχή, possession, τῆς χώρας Anon. ap. Suid.; mental grasp, τῶν εἰρημένων Zeno Stoic.1.58. II being possessed, inspiration, θείᾳ μοίρᾳ καὶ κατοκωχῇ Pl.Ion536c; ἀπὸ Μουσῶν κ. Id.Phdr.245a, cf. Ph.1.174, al., Dam.Isid.32:—the forms κατακωχή, -ιμος are late and incorrect; cf. ἀνοκωχή, συνοκωχή.
German (Pape)
[Seite 1403] ἡ, = κατοχή, Suid. erkl. κατάσχεσις, das Innehaben; θείᾳ μοίρᾳ καὶ κατοκωχῇ, Begeisterung, κατακωχῇ schlechtere v.l., Plat. Ion 536 c; τρίτη ἀπὸ Μουσῶν κατοκωχή Phaedr. 245 a.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
possession divine.
Étymologie: κατέχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατοκωχή -ῆς, ἡ [κατέχω] bezieling (door een godheid).
Russian (Dvoretsky)
κατοκωχή: и κατοχή ἡ одержимость, вдохновенность (κ. τε καὶ μανία Plat.).
Greek Monolingual
κατοκωχή, ἡ (Α)
1. κατάσχεση, κατάκτηση
2. το να κατέχεται κάποιος από ανώτερο πνεύμα, η έμπνευση («οὐ γάρ τέχνη, οὐδ' ἐπιστήμη περί Ὁμήρου λέγεις, ἀλλά θείᾳ μοίρα καὶ κατοκωχῄ», Πλάτ.)
3. αντίληψη, κατανόηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -οκωχή (< ὀκωχή < ἔχω, με αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄκωχα, άχρ. παρακμ. του ἔχω), πρβλ. ανοκωχή, παροκωχή].
Greek Monotonic
κατοκωχή: ἡ, Αττ. αντί κατοχή, κατάληψη, κατοχή, κατάσχεση, κτήση (δηλ. έμπνευση, ενθουσιασμός), σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
κατοκωχή: ἡ, Ἀττ. ἀντὶ κατοχή, τὸ κατέχειν, κατάσχεσις, κτῆσις, τῆς χώρας Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· τῶν εἰρημένων Ζήνων παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 297. II. τὸ κατέχεσθαι ὑπὸ πνεύματος, ἔμπνευσις, ἐνθουσιασμός, θείᾳ μοίρᾳ καὶ κατοκωχῇ Πλάτ. Ἴων 556C· κατοκωχή ἀπὸ Μουσῶν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 245A· πρβλ. κατέχω II. 10.- Οἱ ἐφθαρμένοι τύποι κατακωχή, κατακώχιμος διορθωτέοι πανταχοῦ πλὴν ἴσως παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις· πρβλ. ἀνοκωχή, συνοκωχή.
Middle Liddell
κατοκωχή, ἡ, attic for κατοχή
a being possessed, possession (i. e. inspiration), Plat.