παρεκτρέπω: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=détourner du droit chemin, faire dévier;<br /><i><b>Moy.</b></i> παρεκτρέπομαι se détourner du droit chemin, s'égarer.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐκτρέπω]].
|btext=détourner du droit chemin, faire dévier;<br /><i><b>Moy.</b></i> παρεκτρέπομαι se détourner du droit chemin, s'égarer.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐκτρέπω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παρεκτρέπω''': [[τρέπω]], [[ἐκτρέπω]] κατὰ [[μέρος]], Εὐριπ. Ἱκέτ. 1111 (ἴδε ἐν λ. [[ὀχετός]]). ΙΙ. [[διαστρέφω]], Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 33. - Παθ., τρέπομαι κατὰ [[μέρος]], παρεκτρέπομαι, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 46 π. εἰς... Πλούτ. 2. 114D· π. τῆς ὁδοῦ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 81.
|elnltext=παρ-εκτρέπω opzij draaien.
}}
{{elru
|elrutext='''παρεκτρέπω:''' [[отводить в сторону]], [[отклонять]] (ὀχετόν Eur.): εἰς ἄπρακτα πένθη παρεκτρέπεσθαι Plut. предаться безысходной печали.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παρεκτρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[εκτρέπω]], [[διαστρέφω]], [[παρεκκλίνω]], [[αποκλίνω]], σε Ευρ.
|lsmtext='''παρεκτρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[εκτρέπω]], [[διαστρέφω]], [[παρεκκλίνω]], [[αποκλίνω]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παρεκτρέπω:''' [[отводить в сторону]], [[отклонять]] (ὀχετόν Eur.): εἰς ἄπρακτα πένθη παρεκτρέπεσθαι Plut. предаться безысходной печали.
|lstext='''παρεκτρέπω''': [[τρέπω]], [[ἐκτρέπω]] κατὰ [[μέρος]], Εὐριπ. Ἱκέτ. 1111 (ἴδε ἐν λ. [[ὀχετός]]). ΙΙ. [[διαστρέφω]], Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 33. - Παθ., τρέπομαι κατὰ [[μέρος]], παρεκτρέπομαι, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 46 π. εἰς... Πλούτ. 2. 114D· π. τῆς ὁδοῦ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 81.
}}
{{elnl
|elnltext=παρ-εκτρέπω opzij draaien.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[turn]] aside, [[divert]], Eur.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[turn]] aside, [[divert]], Eur.
}}
}}

Revision as of 21:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεκτρέπω Medium diacritics: παρεκτρέπω Low diacritics: παρεκτρέπω Capitals: ΠΑΡΕΚΤΡΕΠΩ
Transliteration A: parektrépō Transliteration B: parektrepō Transliteration C: parektrepo Beta Code: parektre/pw

English (LSJ)

turn aside, ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν E.Supp.1111:— Pass., to be turned aside, deviate, παρεκτετράφθαι Arist.GA773a15; π. εἰς… Plu.2.114d; π. τῆς ὁδοῦ Sch.Ar.Ach.81.

German (Pape)

[Seite 514] nebenbei weg- od. abwenden; übtr., βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥςτε μὴ θανεῖν, Eur. Suppl. 1111; entstellen, verdrehen, Sp. – Pass., sich vom Wege abwenden, ausweichen, Sp., wie Plut. cons. ad Apoll. p. 350; τῆς ὁδοῦ, Schol. Ar. Ach. 81; παρεκτετράφθαι, im Ggstz von συμπεφυκέναι, Arist. de gen. anim. 4, 4.

French (Bailly abrégé)

détourner du droit chemin, faire dévier;
Moy. παρεκτρέπομαι se détourner du droit chemin, s'égarer.
Étymologie: παρά, ἐκτρέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-εκτρέπω opzij draaien.

Russian (Dvoretsky)

παρεκτρέπω: отводить в сторону, отклонять (ὀχετόν Eur.): εἰς ἄπρακτα πένθη παρεκτρέπεσθαι Plut. предаться безысходной печали.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. στρέφω κάτι πλαγίως ή σε άλλο μέρος, εκτρέπω από την κανονική του θέση ή κατεύθυνση, απομακρύνω
2. (το μέσ.) παρεκτρέπομαι
μτφ. α) εκτρέπομαι, απομακρύνομαι από την ευθεία οδό, υπερβαίνω τα όρια του πρέποντος, παραστρατώ, ζω έκλυτο βίο
β) παραφέρομαι, γίνομαι έξω φρενών, αφηνιάζω
νεοελλ.
μτφ. βγάζω κάποιον έξω από τον δρόμο της ηθικής, τον παρασύρω σε ανήθικες πράξεις
αρχ.
1. μτφ. α) (κυρίως σχετικά με κακό) κάνω κάτι να παρεκκλίνει, αποτρέπω, αποφεύγω κάτι («παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν» — παρασκευάζοντας μέσο εκφυγής για να μην πεθάνουν, Ευρ.)
β) διαστρέφω, παραμορφώνω
2. παθ. παρεκτρέπομαι
υφίσταμαι εκτροπή προς τα πλάγια, παθαίνω παρέκκλιση («παρεκτρέπεσθαι τῆς ὁδοῦ», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

παρεκτρέπω: μέλ. -ψω, εκτρέπω, διαστρέφω, παρεκκλίνω, αποκλίνω, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκτρέπω: τρέπω, ἐκτρέπω κατὰ μέρος, Εὐριπ. Ἱκέτ. 1111 (ἴδε ἐν λ. ὀχετός). ΙΙ. διαστρέφω, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 33. - Παθ., τρέπομαι κατὰ μέρος, παρεκτρέπομαι, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 46 π. εἰς... Πλούτ. 2. 114D· π. τῆς ὁδοῦ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 81.

Middle Liddell

fut. ψω
to turn aside, divert, Eur.