περαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />situé au delà : ἡ [[περαία]] ([[γῆ]]) pays situé au delà, de l'autre côté de la mer (Pérée) ; ἡ [[περαία]] τῆς Βοιωτίης HDT la côte de Béotie située de l'autre côté.<br />'''Étymologie:''' [[πέρα]].
|btext=α, ον :<br />situé au delà : ἡ [[περαία]] ([[γῆ]]) pays situé au delà, de l'autre côté de la mer (Pérée) ; ἡ [[περαία]] τῆς Βοιωτίης HDT la côte de Béotie située de l'autre côté.<br />'''Étymologie:''' [[πέρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''περαῖος:''' [[лежащий по ту сторону]], [[противолежащий]], [[противоположный]] (см. [[περαία]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περαῖος:''' -α, -ον ([[πέραν]]), αυτός που βρίσκεται στην [[άλλη]] [[πλευρά]]· ως ουσ. <i>ἡπεραίη</i> (ενν. <i>γῆ</i>, <i>χῶρα</i>), η απέναντη [[χώρα]], η [[χώρα]] στην [[απέναντι]] όχθη του ποταμού, σε Στράβ.· <i>ἡ περαῖα τῆς Βοιωτίης χώρης</i>, το [[μέρος]] της Βοιωτίας που βρίσκεται [[απέναντι]] (από τη [[Χαλκίδα]]), σε Ηρόδ.· ἡ περαῖα [[τῶν]] Τενεδίων, η [[ακτή]] (της Ασίας) [[απέναντι]] από την Τένεδο, σε Στράβ.
|lsmtext='''περαῖος:''' -α, -ον ([[πέραν]]), αυτός που βρίσκεται στην [[άλλη]] [[πλευρά]]· ως ουσ. <i>ἡπεραίη</i> (ενν. <i>γῆ</i>, <i>χῶρα</i>), η απέναντη [[χώρα]], η [[χώρα]] στην [[απέναντι]] όχθη του ποταμού, σε Στράβ.· <i>ἡ περαῖα τῆς Βοιωτίης χώρης</i>, το [[μέρος]] της Βοιωτίας που βρίσκεται [[απέναντι]] (από τη [[Χαλκίδα]]), σε Ηρόδ.· ἡ περαῖα [[τῶν]] Τενεδίων, η [[ακτή]] (της Ασίας) [[απέναντι]] από την Τένεδο, σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''περαῖος:''' [[лежащий по ту сторону]], [[противолежащий]], [[противоположный]] (см. [[περαία]]).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περαῖος]], η, ον [[πέραν]]<br />on the [[other]] [[side]]:—as [[substantive]], ἡ [[περαίη]] (sc. γῆ, χώρἀ the [[opposite]] [[country]], the [[country]] on the [[other]] [[side]] of a [[strait]], Strab.; ἡ π. τῆς Βοιωτίης χώρης the [[part]] of [[Boeotia]] [[over]] [[against]] [[Chalcis]], Hdt.; ἡ π. τῶν Τενεδίων the [[coast]] [of [[Mysia]] [[opposite]] [[Tenedos]], Strab.
|mdlsjtxt=[[περαῖος]], η, ον [[πέραν]]<br />on the [[other]] [[side]]:—as [[substantive]], ἡ [[περαίη]] (sc. γῆ, χώρἀ the [[opposite]] [[country]], the [[country]] on the [[other]] [[side]] of a [[strait]], Strab.; ἡ π. τῆς Βοιωτίης χώρης the [[part]] of [[Boeotia]] [[over]] [[against]] [[Chalcis]], Hdt.; ἡ π. τῶν Τενεδίων the [[coast]] [of [[Mysia]] [[opposite]] [[Tenedos]], Strab.
}}
}}

Revision as of 15:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέραιος Medium diacritics: περαῖος Low diacritics: περαίος Capitals: ΠΕΡΑΙΟΣ
Transliteration A: peraîos Transliteration B: peraios Transliteration C: peraios Beta Code: perai=os

English (LSJ)

(properisp.), α, ον, (πέραν) A on the further side or bank, ἤπειρος, γαῖα, A.R. 2.392, 4.848; τὰ π. Call.Fr.1.15 P. 2 Comp., περαιότερόν τι anything further, PFay.124.8 (ii A. D.). II Subst., ἡ περαία (sc. γῆ, χώρα) the country on the other side of the river, etc., Str.4.1.12; τῆς χώρας τῆς π. SIG588.29 (Milet., ii B. C.): freq. with genitive whether partitive or objective, ἡ π. τῆς Βοιωτίης χώρης the part of Boeotia over against [Chalcis], Hdt.8.44; ἡ π. τῆς Ἀσίας the coast of Asia over against [Rhodes], D.S.20.97 (but ἡ τῶν Ῥοδίων π. Str.14.2.1, 14.5.11: hence pr. n. ἡ Περαία, Plb.18.2.3, 18.6.3; also of the country beyond Jordan, J.BJ3.3.3, St.Byz.); πᾶσα περαίη Θρηϊκίης all the opposite coast of Thrace, A.R.1.1112; ἡ Τενεδίων π. the coast [of the Troad] opposite to Tenedos, Str.13.1.32.

German (Pape)

[Seite 562] jenseits befindlich, bes. jenseits des Wassers gelegen; ἡ περαία, sc. χώρα, das Land jenseits des Meeres, ἐς τὴν περαίην τῆς Βοιωτίης χώρης, Her. 8, 44; Sp.; Ap. Rh. 1, 1112.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
situé au delà : ἡ περαία (γῆ) pays situé au delà, de l'autre côté de la mer (Pérée) ; ἡ περαία τῆς Βοιωτίης HDT la côte de Béotie située de l'autre côté.
Étymologie: πέρα.

Russian (Dvoretsky)

περαῖος: лежащий по ту сторону, противолежащий, противоположный (см. περαία).

Greek (Liddell-Scott)

περαῖος: -α, -ον, (πέραν) ὁ ἐπὶ τοῦ πέραν μέρους, ὁ πέραν τῆς θαλάσσης ἢ τοῦ ποταμοῦ, ἤπειρος, γαῖα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 392, Δ. 848. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἡ περαίη (ἐξυπ. γῆ, χώρα), ἡ πέραν γῆ, ἡ ἐπὶ τῆς ἀπέναντι ὄχθης τοῦ ποταμοῦ, Στράβ. 186· ἡ προσδιορίζουσα τὸ ἐπίθ. τοῦτο γενικὴ εἶναι ἄλλοτε ὑποκειμενικὴ καὶ ἄλλοτε ἀντικειμενική (ἴδε πέραν ἐν τέλ.)· ἡ π. τῆς Βοιωτίης χώρης, τὸ μέρος τῆς Βοιωτίας τὸ ἀπέναντι [τῆς Χαλκίδος] Ἡρόδ. 8. 44· ἡ π. τῆς Ἀσίας, τὸ μέρος τῆς Ἀσίας τὸ ἀπέναντι [τῆς Ρόδου] Διόδ. 20. 97· καλουμένη τἀνάπαλιν, ἡ τῶν Ροδίων π., Στράβ. 651, 673· καὶ τοῦτο κατέστη ὄνομα κύριον ἡ Περαία, Πολύβ. 17. 2, 3., 17. 6. 3· Peraea Liv. 32. 33 καὶ 35)· ὡσαύτως πᾶσα περαίη Θρηικίης, ἅπασα ἡ ἀπέναντι παραλία τῆς Θράκης, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1112· ἡ π. τῶν Τενεδίων, ἡ παραλία [τῆς Μυσίας] ἡ ἔναντι τῆς Τενέδου, Στράβ. 596· - ὡσαύτως, ἡ Περαία, ἐν Συρίᾳ, Peraea, ἡ πέραν τοῦ Ἰορδάνου χώρα, Στέφ. Βυζ. κλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 247, 389.

Greek Monolingual

-αία, -ον, θηλ. ιων. τ. περαίη Α
1. αυτός που βρίσκεται στην απέναντι πλευρά ή στην απέναντι όχθη θάλασσας ή ποταμού, ο αντικρινόςπεραία ἤπειρος», Απολλ. Ρόδ.)
2. το θηλ. ως ουσ.περαία
(ενν. γη, χώρα) α) χώρα που βρίσκεται στην απέναντι όχθη ποταμού, λίμνης κ.λπ.
β) (με γεν. υποκειμενική ή διαιρετική) το τμήμα ενός τόπου το οποίο βρίσκεται απέναντι από κάποιον άλλο («ἡ περαία τῆς Βοιωτίης χώρης» — το τμήμα της Βοιωτίας το οποίο βρίσκεται απέναντι από τη Χαλκίδα, Ηρόδ.)
γ) (με γεν. αντικειμενική) ο τόπος που βρίσκεται απέναντι από κάποιον άλλο («ἡ τῶν Ῥοδίων περαία», η ασιατική χώρα που κείται απέναντι από τη Ρόδο, Στράβ.)
3. φρ. «περαιότερόν τι»
(με σημ. συγκριτικού) το μέρος που κείται πιο πέρα από κάποιο άλλο, το πιο πέρα από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέρα + κατάλ. -αῖος (πρβλ. εδρ-αίος)].

Greek Monotonic

περαῖος: -α, -ον (πέραν), αυτός που βρίσκεται στην άλλη πλευρά· ως ουσ. ἡπεραίη (ενν. γῆ, χῶρα), η απέναντη χώρα, η χώρα στην απέναντι όχθη του ποταμού, σε Στράβ.· ἡ περαῖα τῆς Βοιωτίης χώρης, το μέρος της Βοιωτίας που βρίσκεται απέναντι (από τη Χαλκίδα), σε Ηρόδ.· ἡ περαῖα τῶν Τενεδίων, η ακτή (της Ασίας) απέναντι από την Τένεδο, σε Στράβ.

Middle Liddell

περαῖος, η, ον πέραν
on the other side:—as substantive, ἡ περαίη (sc. γῆ, χώρἀ the opposite country, the country on the other side of a strait, Strab.; ἡ π. τῆς Βοιωτίης χώρης the part of Boeotia over against Chalcis, Hdt.; ἡ π. τῶν Τενεδίων the coast [of Mysia opposite Tenedos, Strab.