εὐτονία: Difference between revisions
ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐτονία]]) [[εύτονος]]<br />[[σφρίγος]], [[ζωηρότητα]], [[δυναμικότητα]], [[ισχύς]], [[ρώμη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> η [[υγιής]] και άρτια [[κατάσταση]] τών [[μυών]] του σώματος, η σωματική [[ευεξία]]<br /><b>μσν.</b><br />η [[διάθεση]] για [[εργασία]] και [[δράση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως [[ειδικός]] όρος στη φιλοσ. τών Στωϊκών) ο [[τόνος]], η [[ενεργός]] [[δύναμη]] που ενυπάρχει στη [[φύση]] και στην [[ψυχή]]<br /><b>2.</b> (για χαρακτήρα) η [[σταθερότητα]], η [[καρτερία]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ανεξικακία]], [[καρτερία]], [[υπομονή]]»<br /><b>4.</b> (για ύφος) [[σθεναρότητα]], [[δύναμη]]<br /><b>5.</b> [[ελαστικότητα]], [[ευκαμψία]]. | |mltxt=η (ΑΜ [[εὐτονία]]) [[εύτονος]]<br />[[σφρίγος]], [[ζωηρότητα]], [[δυναμικότητα]], [[ισχύς]], [[ρώμη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> η [[υγιής]] και άρτια [[κατάσταση]] τών [[μυών]] του σώματος, η σωματική [[ευεξία]]<br /><b>μσν.</b><br />η [[διάθεση]] για [[εργασία]] και [[δράση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως [[ειδικός]] όρος στη φιλοσ. τών Στωϊκών) ο [[τόνος]], η [[ενεργός]] [[δύναμη]] που ενυπάρχει στη [[φύση]] και στην [[ψυχή]]<br /><b>2.</b> (για χαρακτήρα) η [[σταθερότητα]], η [[καρτερία]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ανεξικακία]], [[καρτερία]], [[υπομονή]]»<br /><b>4.</b> (για ύφος) [[σθεναρότητα]], [[δύναμη]]<br /><b>5.</b> [[ελαστικότητα]], [[ευκαμψία]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>[[Kraft]], [[Stärke]]</i>, Hippocr. und Sp., wie DS. 5.34 [[ὄρχησις]] κούφη καὶ περιέχουσα πολλὴν εὐτονίαν σκελῶν. Vom Styl, Dion.Hal. <i>cens. vett. scriptt</i>. 2.3; <i>[[Charakterfestigkeit]]</i>, Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:40, 24 November 2022
English (LSJ)
ἡ, A tension, vigour, vigor, D.S.5.39; εὐτονία σκελῶν ib.34: especially in Stoic philos. (cf. τόνος), Chrysipp.Stoic.2.146, etc.; ὁ ἐν τῇ ψυχῇ τόνος λέγεται ὡς εὐτονία καὶ ἀτονία ib. 3.123, cf. Phld.Ir.p.69 W.; εὐτονία ψυχῆς, of courage, Stoic.3.66, cf. 73: generally, vigour of character, Plu.Phoc.3, 2.456f, BGU786ii 1 (ii A.D.); also, vigour of style, D.H.Vett.Cens.2.3, Hermog.Id.1.11, Aps.p.282 H. b Medic., tension, Ruf.Sat.Gon.46 (pl.); also μαλθακὴ εὐτονία gentle force, Hp.Ep.15. c elasticity, Ph.Bel.71.33.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
forte tension, effort soutenu, vigueur.
Étymologie: εὔτονος.
Russian (Dvoretsky)
εὐτονία: ἡ сила, напряжение, упругость (σκελῶν Diod.; πνεύματος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐτονία: ἡ, ἡ κατάστασις τοῦ καλῶς ἐντεταμένου, ἔντασις, ἰσχύς, ῥώμη, δύναμις, εὐκαμψία, Ἱππ. Ἐπιστ. 1277· ὄρχησίν τινα κούφην καὶ περιέχουσαν πολλὴν εὐτονίαν σκελῶν Διόδ. 5. 34· ἐπὶ ὕφους, Διον. Ἁλ. τῶν Ἀρχαίων Κρίσις 2. 3· ἐπὶ χαρακτῆρος, Πλούτ. 2. 156C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐτονία. ἀνεξικακία. καρτερία· ὑπομονή».
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐτονία) εύτονος
σφρίγος, ζωηρότητα, δυναμικότητα, ισχύς, ρώμη
νεοελλ.
ιατρ. η υγιής και άρτια κατάσταση τών μυών του σώματος, η σωματική ευεξία
μσν.
η διάθεση για εργασία και δράση
αρχ.
1. (ως ειδικός όρος στη φιλοσ. τών Στωϊκών) ο τόνος, η ενεργός δύναμη που ενυπάρχει στη φύση και στην ψυχή
2. (για χαρακτήρα) η σταθερότητα, η καρτερία
3. (κατά τον Ησύχ.) «ανεξικακία, καρτερία, υπομονή»
4. (για ύφος) σθεναρότητα, δύναμη
5. ελαστικότητα, ευκαμψία.
German (Pape)
ἡ, Kraft, Stärke, Hippocr. und Sp., wie DS. 5.34 ὄρχησις κούφη καὶ περιέχουσα πολλὴν εὐτονίαν σκελῶν. Vom Styl, Dion.Hal. cens. vett. scriptt. 2.3; Charakterfestigkeit, Plut.