ἄνοιγμα: Difference between revisions
ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anoigma | |Transliteration C=anoigma | ||
|Beta Code=a)/noigma | |Beta Code=a)/noigma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[opening]], [[door]], <span class="bibl">[[LXX]]<span class="title">3 Ki.</span>14.6</span> (cod. Alex.); [[value]], Zos.Alch.<span class="bibl">p.225B.</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> ἄνοιγμα [[σφαίρα]]ς, used of the [[diameter]] of a [[sphere]], <span class="title">IGRom.</span>4.503.12 (Pergam.).</span> | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[opening]], [[door]], <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">3 Ki.</span>14.6</span> (cod. Alex.); [[value]], Zos.Alch.<span class="bibl">p.225B.</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> ἄνοιγμα [[σφαίρα]]ς, used of the [[diameter]] of a [[sphere]], <span class="title">IGRom.</span>4.503.12 (Pergam.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:55, 15 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A opening, door, LXX 3 Ki.14.6 (cod. Alex.); value, Zos.Alch.p.225B., etc. II ἄνοιγμα σφαίρας, used of the diameter of a sphere, IGRom.4.503.12 (Pergam.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 puerta, entrada LXX 3Re.14.6.
2 abertura ἄ. τοῦ χαλκείου σύμμετρον Zos.Alch.225, ἔσται ἄ. ἡ διάμετρος IGR 4.503.12 (Pérgamo).
German (Pape)
[Seite 239] τό, Oeffnung, Thür, LXX u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνοιγμα: -ατος, τό, μέρος ἀνοικτόν, θύρα, Ἑβδ. (Βασιλ. Γ´, ιδ´, 6, Ἀλεξανδρ. Κῶδ.), Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 714, Ἐτυμ. Μ. 349. 54. ΙΙ. ἔκτασις, διάστημα (;) Συλλ. Ἐπιγρ. 3546. 12. - Ὡσαύτως ἀνοιγμός, ὁ, Βυζ.
Greek Monolingual
το (Α ἄνοιγμα)
η πράξη του να ανοίγει κανείς κάτι
νεοελλ.
1. μέρος από όπου υπάρχει πέρασμα, η δίοδος, η είσοδος
2. (για ρούχα) το μέρος του υφάσματος που δεν είναι ραμμένο, που παραμένει ελεύθερο
3. το μέρος του δάσους που δεν έχει δέντρα, ξέφωτο
4. ρωγμή, σχισμή
5. το πλατύτερο μέρος μιας έκτασης, ενός τόπου
6. εγκαίνια
7. ανόρυξη πηγαδιού
8. το σκάλισμα του χώματος γύρω από τον κορμό των κλημάτων
9. το πέταγμα βλαστών ή ματιών σε ένα φυτό, άνθηση
10. έναρξη, αρχή
11. αραίωση, (για φυτά) ξεχορτάριασμα
12. διάνοιξη, φάρδαιμα, διεύρυνση
13. εκταφή νεκρού, ανακομιδή
14. ταξίδι, πορεία στο ανοιχτό πέλαγος (στα ανοιχτά)
15. διάρρηξη αγγείου ή ιστού του σώματος
16. μτφ. η αδυναμία κάποιου να εκπληρώσει εμπορική ή χρηματική υποχρέωση
17. παράτολμη πράξη, αποτόλμημα
αρχ.
η διάμετρος («άνοιγμα σφαίρας»).