σφάγιον: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> victime pour un sacrifice ; τὰ σφάγια ἐγίνετο [[καλά]] HDT les victimes donnaient des signes favorables;<br /><b>2</b> sacrifice.<br />'''Étymologie:''' [[σφάγιος]]. | |btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> victime pour un sacrifice ; τὰ σφάγια ἐγίνετο [[καλά]] HDT les victimes donnaient des signes favorables;<br /><b>2</b> [[sacrifice]].<br />'''Étymologie:''' [[σφάγιος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:48, 30 November 2022
English (LSJ)
τό, A victim, offering, σφάγιον ἔθετο ματέρα E.Or.842 (lyr.); σὴν παῖδ' Ἀχιλεῖ σ. θέσθαι Id.Hec.109 (anap.); διδόναι τύμβῳ σ. ib.119 (anap.); ἑαυτὰς ἔδοσαν σφάγιον τοῖς πολίταις ὑπὲρ τῆς χώρας D.60.29: mostly in plural, σφάγια παρθένους κτανεῖν E.Ion278; τὰ σ. ἐγίνετο καλά Hdt.6.112, cf. A.Th.379, X. An.1.8.15; οὐ γάρ σφι ἐγίνετο τὰ σ. χρηστά Hdt.9.61, cf. 62; τὰ σ. οὐ δύναται καταθύμια γενέσθαι ib.45; τῶν σ. οὐ γινομένων (without any Adj.) not proving favourable, ib.61; σ. ἔρδειν, τέμνειν, A.Th. 230, E.Supp.1196; προφέρειν Th.6.69; ἅπτεσθαι τῶν σ Antipho 5.12; τὰ σ. δέξαι, addressed to a goddess, Ar.Lys.204. 2 in E. also, slaughter, sacrifice, δοῦλα σφάγια Hec.135 (anap.); σφάγια τέκνων Or.815 (lyr.), cf. 658.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 victime pour un sacrifice ; τὰ σφάγια ἐγίνετο καλά HDT les victimes donnaient des signes favorables;
2 sacrifice.
Étymologie: σφάγιος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφάγιον -ου, τό [σφαγή] offerdier, slachtoffer, offer:; σὴν παῖδ’ Ἀχιλεῖ σφάγιον θέσθαι om uw kind tot offer te maken aan Achilles Eur. Hec. 109; m. n. bij offers vlak voor de strijd:. τὰ σφάγια ἐγίνετο καλά de offers bleken gunstig te zijn Hdt. 6.112.1; ὅτι καὶ τὰ ἱερὰ καλὰ καὶ τὰ σφάγια καλά dat de (gewone) offers en de strijdoffers gunstig uitvielen Xen. An. 1.8.15. slachting. Eur.
Russian (Dvoretsky)
σφάγιον: (ᾰ) τό
1 жертвенное животное Trag., Thuc., Arph.: τινά τινι σ. θέσθαι Eur. принести кого-л. кому-л. в жертву; σφάγιά τινας κτανεῖν πρό τινος Eur. заколоть кого-л. в жертву за что-л.; τῶν σφαγίων οὐ γιγνομένων (sc. καλῶν) Her. тем временем жертвоприношения не протекали при благоприятных предзнаменованиях;
2 убийство (σφάγια τέκνων Eur.).
English (Strong)
neuter of a derivative of σφαγή; a victim (in sacrifice): slain beast.
English (Thayer)
σφαγιου, τό (σφαγή), from Aeschylus and Herodotus down, that which is destined for slaughter, a victim (A. V. slain beast): Winer's Grammar, 512 (477)) (Ezekiel 21:10).
Greek Monotonic
σφάγιον: [ᾰ], τό (σφάζω),·
1. ιερό θύμα που προσφέρεται σφαγιαζόμενο ως θυσία, θυσία, ιερή προσφορά, σε Σοφ., Ευρ.· κατά κανόνα στον πληθ., σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
2. σφαγή, φόνος, στον πληθ., σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
σφάγιον: [ᾰ], τό, τὸ σφαζόμενον πρὸς θυσίαν ζῷον, θῦμα, Σοφ. Ἀντ. 1291· σφάγιον ἔθετο μητέρα Εὐρ. Ὀρ. 842· σὴν παῖδ’ Ἀχιλεῖ σφ. θέσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 109· διδόναι τύμβῳ σφ. αὐτόθι 121· αὑτὰς ἔδοσαν σφάγιον τοῖς πολίταις ὑπὲρ τῆς χώρας Δημ. 1398. 7· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., σφάγια παρθένους κτανεῖν Εὐρ. Ἴων 278· τὰ σφ. ἐγίνετο καλὰ Ἡρόδ. 6. 112, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 379, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 15· οὐ γάρ σφι ἐγένετο τὰ σφ. χρηστὰ Ἡρόδ. 9. 61, 62· τὰ σφ. οὐ δύναται καταθύμια γενέσθαι ὁ αὐτ. 9. 45· τῶν σφ. οὐ γινομένων (ἄνευ τινὸς ἐπιθέτου), μὴ ἀποβαινόντων εὐνοϊκῶς, ὁ αὐτ. 9. 61· σφάγια ἔρδειν, τέμνειν Αἰσχύλ. Θήβ. 230, Εὐρ. Ἱκέτ. 1196· προφέρειν Θουκ. 6. 69· ἅπτεσθαι τῶν σφ. Ἀντιφῶν 130. 39· τὰ σφ. δέξαι, λεγόμενον πρὸς θεόν, Ἀριστοφάν. Λυσ. 204. 2) παρ’ Εὐρ. ὡσαύτως, σφαγή, φόνος, δοῦλα σφάγια Ἑκ. 137· σφάγια τέκνων Ὀρ. 815, πρβλ. 658.
Middle Liddell
σφᾰ́γιον, ου, τό, σφάζω
1. a victim, offering, Soph., Eur.: —mostly in plural, Hdt., Aesch., etc.
2. slaughter, sacrifice, in plural, Eur.
Chinese
原文音譯:sf£gion 士法居按
詞類次數:名詞(1)
原文字根:殺了
字義溯源:犧牲,被殺的牲畜;源自(σφαγή)=屠宰)而 (σφαγή)出自(σφάζω)*=宰,宰殺)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 將犧牲(1) 徒7:42
English (Woodhouse)
German (Pape)
τό, gew. im plur. τὰ σφάγια, das Schlacht-, Opfertier, Opfer; ἀνδρῶν τάδ' ἐστὶ σφάγια καὶ χρηστήρια θεοῖσιν ἔρδειν, Aesch. Spt. 212; Eum. 960; οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά, Spt. 379; Soph. Aj. 218; vgl. Her. 9.61, 62; Eur. oft, z.B. σὴν παῖδ' Ἀχιλλεῖ σφάγιον θέσθαι, Hec. 111; τέμνειν σφάγια, Suppl. 1195; Ar. Th. 754; Thuc. 6.69; Xen. An. 4.3.19 und oft; ἐπὶ τῶν σφαγίων τοὺς ὅρκους ἐδίδοσαν ἀλλήλοις, Pol. 4.17.11. – Auch wie σφαγεῖον, Schlacht-, Opfergefäß.