νεμεσητός: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2, $3 <i>")
m (Text replacement - "tadelnswerth" to "tadelnswert")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0239.png Seite 239]] ep. [[νεμεσσητός]], was Unwillen, Zorn, Haß, Neid nach sich zieht, was zu verargen ist, tadelnswerth, also ungebührlich; νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη, Il. 3, 410, dem 412 entspricht Τρωαὶ δέ μ' [[ὀπίσσω]] πᾶσαι μωμήσονται; οὐ μὲν γάρ τι νεμεσσητόν, 19, 182; [[οὔτι]] νεμεσσητὸν κεχολῶσθαι, 9, 523; Od. 22, 59; οὔ τοι νεμεσητόν, Soph. Phil. 1178; einzeln auch in Prosa, οὐδὲ νεμεσητὸν [[ἕνεκα]] τούτου ὑπηρετεῖν, Plat. Euthyd. 282 b, vgl. Legg. XII, 943 e, öfter; Plut. [[πάθος]] νεμεσητὸν ὑπὸ φιλοτιμίας ἔπαθεν, Pomp. 38; Agesil. 22; νεμεσητὰ [[παθεῖν]], die Nemesis erfahren, Pericl. 37. – Auch der, vor dem man Scheu, Ehrfurcht empfindet, neben [[αἰδοῖος]] Il. 11, 649.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0239.png Seite 239]] ep. [[νεμεσσητός]], was Unwillen, Zorn, Haß, Neid nach sich zieht, was zu verargen ist, tadelnswert, also ungebührlich; νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη, Il. 3, 410, dem 412 entspricht Τρωαὶ δέ μ' [[ὀπίσσω]] πᾶσαι μωμήσονται; οὐ μὲν γάρ τι νεμεσσητόν, 19, 182; [[οὔτι]] νεμεσσητὸν κεχολῶσθαι, 9, 523; Od. 22, 59; οὔ τοι νεμεσητόν, Soph. Phil. 1178; einzeln auch in Prosa, οὐδὲ νεμεσητὸν [[ἕνεκα]] τούτου ὑπηρετεῖν, Plat. Euthyd. 282 b, vgl. Legg. XII, 943 e, öfter; Plut. [[πάθος]] νεμεσητὸν ὑπὸ φιλοτιμίας ἔπαθεν, Pomp. 38; Agesil. 22; νεμεσητὰ [[παθεῖν]], die Nemesis erfahren, Pericl. 37. – Auch der, vor dem man Scheu, Ehrfurcht empfindet, neben [[αἰδοῖος]] Il. 11, 649.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:30, 30 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεμεσητός Medium diacritics: νεμεσητός Low diacritics: νεμεσητός Capitals: ΝΕΜΕΣΗΤΟΣ
Transliteration A: nemesētós Transliteration B: nemesētos Transliteration C: nemesitos Beta Code: nemeshto/s

English (LSJ)

ή, όν, in Hom. always νεμεσσητός, exc. Il.11.649:—A causing indignation or wrath, worthy of it, νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη 3.410, etc.: c. inf., οὔ τι νεμεσσητὸν κεχολῶσθαι 9.523, Od.22.59; οὔτοι νεμεσητόν S.Ph.1193 (lyr.), cf. Pl.Euthd.282b; οὐ ν. τὸ διαμαρτάνειν Phld.Sto.339.12; ν. ἰδεῖν Tyrt.10.26; ψεῦδος δὲ… ν. κατὰ φύσιν Pl.Lg.943e; νεμεσητὸν ἐὰνit is matter for indignation that... Arist.Rh.1387a32, cf. IPE12.34.17 (Olbia). 2 retributive, ἔπαθε πρᾶγμα ν. retribution, Plu. Ages.22; so νεμεσητὰ παθεῖν Id.Per.37; πάθος ν. ἔπαθε Id.Pomp.38; τὸ ν. ἀφοσιούμενος ib.42. b deserving retribution, Nic.Dam.68.9J. II Act., prone to wrath, αἰδοῖος νεμεσητός Il.11.649; Κύπρι νεμεσσατά Theoc.1.101.

German (Pape)

[Seite 239] ep. νεμεσσητός, was Unwillen, Zorn, Haß, Neid nach sich zieht, was zu verargen ist, tadelnswert, also ungebührlich; νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη, Il. 3, 410, dem 412 entspricht Τρωαὶ δέ μ' ὀπίσσω πᾶσαι μωμήσονται; οὐ μὲν γάρ τι νεμεσσητόν, 19, 182; οὔτι νεμεσσητὸν κεχολῶσθαι, 9, 523; Od. 22, 59; οὔ τοι νεμεσητόν, Soph. Phil. 1178; einzeln auch in Prosa, οὐδὲ νεμεσητὸν ἕνεκα τούτου ὑπηρετεῖν, Plat. Euthyd. 282 b, vgl. Legg. XII, 943 e, öfter; Plut. πάθος νεμεσητὸν ὑπὸ φιλοτιμίας ἔπαθεν, Pomp. 38; Agesil. 22; νεμεσητὰ παθεῖν, die Nemesis erfahren, Pericl. 37. – Auch der, vor dem man Scheu, Ehrfurcht empfindet, neben αἰδοῖος Il. 11, 649.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui mérite la colère des dieux, coupable, criminel, ou en gén. répréhensible;
2 causé par la jalousie des dieux, qui marque la colère ou la haine des dieux.
Étymologie: adj. verb. de νεμεσάω.

Russian (Dvoretsky)

νεμεσητός: эп. νεμεσσητός, дор. νεμεσσᾱτός 3
1 достойный порицания, позорный, предосудительный: οὐ νεμεσητὸν ἕνεκα τούτου ὑπηρετεῖν Plat. не зазорно (будет) потрудиться для этого;
2 заслуженный, основательный: οὔτι νεμεσσητὸν κεχολῶσθαι Hom. не без оснований рассердиться; νεμεσητὰ παθεῖν Plut. пострадать по заслугам;
3 внушающий страх, грозный (sc. Ἀχιλλεύς Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

νεμεσητός: -ή, -όν, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε νεμεσσητός, πλὴν ἅπαξ (ἴδε κατωτ. ΙΙ)· ― ὁ προξενῶν ἀγανάκτησιν ἢ ὀργήν, ἄξιος ἀγανακτήσεως, νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη, «μεμπτὸν δ’ ἂν εἴη τοῦτό γε» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Γ. 410, κτλ.· μετ’ ἀπαρ. (πρβλ. νέμεσις ΙΙ), οὔτι νεμεσσητὸν κεχολῶσθαι Ι. 523, Ὀδ. Χ. 59· οὕτως, οὕτοι νεμεσητὸν Σοφ. Φιλ. 1193, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 282Β· ν. ἰδεῖν Τυρταῖ. 6. 26· ψεῦδος δέ... ν. κατὰ φύσιν Πλάτ. Νόμ. 943Ε· ἐὰν οὖν ἀγαθὸς ὤν μὴ τοῦ ἀρμόττοντος τυγχάνῃ, νεμεσητὸν Ἀριστ. Ρητ. 2. 9, 11. ― Ἐπίρρ. -τῶς, Θεόδ. Μετοχ. ΙΙ. ἄξιος σεβασμοῦ, σεβαστός, αἰδοῖος νεμεσητὸς Ἰλ. Λ. 649· Κύπρι νεμεσσατὰ (κατὰ τὸν Σχολ.: «ἀξία μέμψεως») Θεόκρ. 1. 101.

English (Autenrieth)

causing indignation, reprehensible, wrong, usually neut. as pred., Il. 3.310; w. neg., ‘no wonder,’ Il. 9.523, Od. 22.59, to be dreaded, Il. 11.649.

Greek Monolingual

νεμεσητός, επικ. τ. νεμεσσητός, δωρ. τ. νεμεσσατός, -ή, -όν (Α) νεμεσώ
1. αυτός που προκαλεί αγανάκτηση και οργή και ο άξιος οργής, ο αξιοκατάκριτος, μεμπτός («ψεῡδός δὲ αἰδοῑ καὶ δίκῃ νεμεσητὸν κατὰ φύσιν», Πλάτ.)
2. αυτός που ανταποδίδεται, («πάθος νεμεσητὸν ὑπὸ φιλοτιμίας ἔπαθε», Πλούτ.)
3. άξιος ανταμοιβής, ανταπόδοσης
4. αυτός του οποίου την αγανάκτηση πρέπει να φοβάται κανείς, ο φοβερός («Κύπρι νεμεσσατά», Θεόκρ.).
επίρρ...
νεμεσητῶς (Μ)
με αξιοκατάκριτο τρόπο.

Greek Monotonic

νεμεσητός: Επικ. νεμεσσητός, -ή, -όν,
I. αυτός που προκαλεί αγανάκτηση ή οργή· νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη, αυτό θα ήταν αρκετό για να εξοργίσει κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ομοίως, σε Σοφ. κ.λπ.
II. αυτός που αντιμετωπίζεται με σεβασμό, αξιοσέβαστος, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.

Middle Liddell

νεμεσητός, επιξ νεμεσσητός, ή, όν
I. causing indignation or wrath, νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη 'twere enough to make one wroth, Il., etc.; so Soph., etc.
II. to be regarded with awe, awful, Il., Theocr.