στρατοπεδάρχης: Difference between revisions
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
m (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext=)(.*)(\n}}\n{{ntsuppl\n\|ntstxt=)(.*)}}" to "$1$2<br /><b>NT</b>: $4}}") |
m (Text replacement - "\.(<br \/>'''Étymologie:'''.*)(<br \/><b>\[\[NT\]\]<\/b>: .*)\n}}" to ";$2.$1 }}") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />commandant d'une armée | |btext=ου (ὁ) :<br />commandant d'une armée;<br /><b>[[NT]]</b>: ου (ὁ) commandant militaire, commandant d'un [[camp]] militaire<br>[[στρατόπεδον]], [[ἄρχω]].<br />'''Étymologie:''' [[στρατόπεδον]], [[ἄρχω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 20:06, 6 December 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, military commander, BGU1822.13 (i B.C., prob.), D.H.10.36, J.BJ6.4.3, Mitteis Chr.87.5 (ii A.D.), Procl.Par. Ptol.245; = praefectus castrorum, CIL 3.13648, 141875 (Pontus), Luc. Hist.Conscr.22, Gloss.
German (Pape)
[Seite 952] ὁ, Anführer des Lagers, Luc. hist. conscr. 22; tribunus legionis, D. Hal. 10, 36.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
commandant d'une armée;
NT: ου (ὁ) commandant militaire, commandant d'un camp militaire
στρατόπεδον, ἄρχω.
Étymologie: στρατόπεδον, ἄρχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρατοπεδάρχης -ου, ὁ [στρατόπεδον, ἄρχω] commandant van het legerkamp.
Russian (Dvoretsky)
στρᾰτοπεδάρχης: ου ὁ стратопедарх, начальник лагеря Luc.
English (Strong)
from στρατόπεδον and ἄρχω; a ruler of an army, i.e. (specially), a from στρατόπεδον and ἄρχω; a ruler of an army, i.e. præfect: captain of the guard.
English (Thayer)
(στρατοπεδαρχος) στρατοπεδαρχου, ὁ: see the preceding word. The dative στρατοπεδάρχῳ is the reading of some manuscripts (cf. WH rejected marginal reading) in ἑκατοντάρχης, at the beginning]
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
διοικητής στρατοπέδου
νεοελλ.
αξιωματικός στον οποίο έχουν ανατεθεί δικαιοδοσίες και καθήκοντα ανάλογα με του φρουράρχου σε περίπτωση κατά την οποία περισσότερες από μία στρατιωτικές μονάδες, οικονομικώς και διοικητικώς ανεξάρτητες, έχουν εγκατασταθεί σε κοινό στρατόπεδο
μσν.
τίτλος ανώτατου αξιωματικού στον βυζαντινό στρατό
αρχ.
στρατιωτικός διοικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατόπεδο(ν) + -άρχης].
Greek Monotonic
στρᾰτοπεδάρχης: -ου, ὁ, στρατιωτικός διοικητής, Λατ. tribunus legionis, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτοπεδάρχης: -ου, ὁ, στρατιωτικός διοικητής, Λατιν. tribunus legionis, Διον. Ἁλ. 10. 36, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 22.
Middle Liddell
στρᾰτοπεδ-άρχης, ου, ὁ,
a military commander, Lat. tribunus legionis, Luc.
Chinese
原文音譯:stratoped£rchj 士特拉拖-胚得-阿而黑士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:戰爭-足-原始(軍事-紮營-統領)
字義溯源:軍隊之統領,御營統領;由(στρατόπεδον)=營地)與(ἄρχω)*=為首)組成,而 (στρατόπεδον)又由(στρατιά)=類似營房)與(πεδινός)=平的)組成,其中 (στρατιά)出自(στρατόπεδον)X*=軍隊),而 (πεδινός)出自(πούς)*=足)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 御營統領(1) 徒28:16